Κόλαση
Από OrthodoxWiki
Κόλαση αποκαλείται η πνευματική κατάσταση, που οδηγείται ο άνθρωπος εκουσίως, λόγω της άρνησης μετοχής του στη σωτήριο χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η κόλαση, αντίθετα από τη δυτική παράδοση, στην ορθόδοξη θεολογία δεν είναι τόπος ή μέρος ετοιμασμένο από το Θεό για την καταδίκη του ανθρώπου, αλλά μια βιωματική κατάσταση, στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος με βάση την προετοιμασία από τον εγκόσμιο βίο του.
Είναι πραγματικότητα πως από τον Αυγουστίνο και μετά, οι διαφορετικές θεολογικές προϋποθέσεις και ιδίως "η θεώρηση υπό το νομικό πρίσμα της αμοιβής και της τιμωρίας"[3] οδήγησαν "στην αναγκαιότητα του καθαρτηρίου πυρός"[4]. Στην ουσία του, το δόγμα αυτό προέβαλε την αποπληρωμή των αμαρτημάτων των ψυχών και μάλιστα με τιμωρία που θα συνέβαινε καίγοντας τους κολασμένους με κτιστό πυρ. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις άλλωστε του ιερού Αυγουστίνου στο έργο του "Πολιτεία του Θεού", όπου περιγράφονται παραστάσεις διαρκούς πυρ, εκμηδενισμού των σωμάτων, σκωλήκων που κατατρώγουν τις σάρκες κολασμένων[5]. Στην ανατολή όμως αυτές οι νομικές παραστάσεις δεν υπήρξαν, η θεραπευτική μέθοδος με τη μέθεξη του Θεού, την κοινωνικότητα, την αγάπη αν και οδήγησαν σε μία άλλη θεολογούμενη οδό, της Αποκατάστασης των πάντων, κατανόησε αυτό το βιβλικό πυρ, ως πυρ άκτιστο και τελικά ως μία βιωματική κατάσταση που προκύπτει αποκλειστικά από τη στάση του ανθρώπου και όχι ως μία δικαιική τιμωρία[6].
Έτσι πρέπει να γίνει κατανοητό πως στην πατερική θεολογία "όλες οι εικονικές παραστάσεις για τον παράδεισο και την κόλαση δεν αναφέρονται διόλου σε μια στατική μέση κατάσταση και σε μία φάση, όπου απονέμονται οι αμοιβές και οι τιμωρίες. Οτιδήποτε λέγεται για το θάνατο, τόπους παραδείσου και κόλασης, ανάσταση νεκρών, κρίση και δοξασμένη ζωή των φίλων και των αγίων του Θεού εντάσσεται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της θείας ζωαρχικής δόξας...Πρόκειται για ανεπίτρεπτο και κωμικό σχολαστικισμό, αντίθετο προς τις πηγές μας, αν επιχειρούσαμε να καθορίσουμε τι ακριβώς ζει μετά θάνατον και τι δεν ζει! Τα πάντα και όλα τα όντα κινούνται και ζουν στους κόλπους της ζωαρχικής Τριάδας"[7]. Τελικώς "όσα γράφονται σε δογματικά εγχειρίδια και άλλες μελέτες για τη μέση κατάσταση των ψυχών, για εσχατολογική αναμονή και άλλα παρόμοια, με τρόπο που θυμίζει ειδωλολατρικό κόσμο και δαντική θεία κωμωδία, δεν αντέχουν σε σοβαρή επιστημονική κριτική βάσει των κειμένων μας, και ούτε δίνουν συμβολικά και εικονικά το περιεχόμενο του μυστηρίου της κοινωνίας "ζώντων και τεθνεώτων""[8].
Επίσης "δεν πρέπει να λαμβάνονται κατά κυριολεξίαν" εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο Κύριος ή οι ιεροί συγγραφείς για να περιγράψουν τον τόπο της κολάσεως. Αυτές οι εικόνες αποτελούν ανθρωπομορφικές και μεταφορικές εκφράσεις οι οποίες είναι σύμφωνες προς τις σχετικές παραστάσεις της αρχαιότητας όπου σύμφωνα με τις γεωκεντρικές αντιλήψεις της κοσμολογίας, η γη βρισκόταν στο μέσο, ο ουρανός υπεράνω αυτής, και ο Άδης στα υποχθόνια[9].
Έτσι στην ορθόδοξη θεολογία η κόλαση είναι μια διαφορετική κατάσταση από τον παράδεισο, που όμως προκύπτει από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνεται ως διαφορετική εμπειρία. Γι αυτό στην ορθόδοξη εκκλησία "η ζωή και η αθανασία δεν έχουν πια σχέση με αμοιβές και τιμωρίες...αλλά ερμηνεύονται ως υψηλά επιτεύγματα, ως διαρκής πορεία...στο θείο φως. Παράδεισος και Κόλαση δεν είναι δύο τόποι ξεχωριστοί"[11]. Η εμπειρία αυτή είναι είναι η όραση του Θεού, μέσα στο άκτιστο της θεότητάς του, όπως θα καθοράται μετά τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του. Έτσι παράδεισος και κόλαση, είναι η ίδια πραγματικότητα, βιούμενη με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα την προετοιμασία της ψυχής στον εγκόσμιο βίο. Γι αυτό και δεν είναι τόπος "δίκης" για τον αμαρτωλό αλλά η δυνατότητα θέασης και βίωσης της μακαριότητας του Θεού, με βάση την καθαρότητα της "καρδιάς" του ανθρώπου, η οποία μέσω της εκκλησίας θεραπεύεται και οδηγείται στην εν Χριστώ τελείωση και το φωτισμό, με τη συνεργό χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Θα λέγαμε πως στην ορθόδοξη πατερική παράδοση η κόλαση δεν έχει καμία σχέση με τιμωρία, αφού ακόμα και αν πολλές φορές "διατηρούνται τέτοιες παραστάσεις...καθίσταται αμεθεξία και ακοινωνησία μεταξύ Θεού και κολασμένων και μεταξύ αυτών των ιδίων που έχουν στερηθεί τη μέθεξη στη χάρη του Θεού"[12], που προκύπτει από τη βουλητική στάση του ανθρώπου[13].
"Η κόλαση είναι αστοχία και αποτυχία στην κίνηση του ανθρώπου να ξεπεράσει την κακή αλλοίωση, να νικήσει το μηδέν, το μη όν και να καρπωθεί το είναι. Συνάμα ο κολασμένος έχοντας άτρεπτη την ύπαρξή του στη στασιμότητα, εξαιτίας σκλήρυνσης και αμετανοησίας, φλέγεται από επιθυμία που δε μπορεί να ικανοποιηθεί, αφού δεν υπάρχει αντικείμενό της"[14]. Ταυτόχρονα αποβαίνει "τέλεια ακοινωνησία και τέλεια αφιλία"[15]. Όπως υπομνηματίζει και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο "Διάλογο κατά Μανιχαίων" κόλαση "δεν είναι τίποτα άλλο παρά φλόγα που επιθυμεί την κακία και την αμαρτία και φλόγα που αστοχεί στην επιθυμία...επειδή λοιπόν επιθυμούν και δεν έχουν τα αντικείμενα της επιθυμίας καταφλέγονται σα φωτιά από την επιθυμία"[16], τη στιγμή μάλιστα που "ο Θεός δεν αρνείται τη μετάνοια μετά το θάνατο...γιατί δεν μπορεί να "αρνηθεί" τον εαυτό του, αλλά...η ψυχή μετά το θάνατο δεν τρέπεται, [αφού] σκληραίνει στις αχτίδες της θείας δόξας όπως ο πηλός"[17]. Έτσι η πνευματική μετοχή στην κόλαση, αποβαίνει κατεξοχήν ζήτημα του πιστού. Στην παραβολή του πλουσίου με τον Λάζαρο[18], διαφαίνεται, πως ο πλούσιος αρνείται την προσφερόμενη από το θεό σωτηρία, δηλαδή βλασφημεί κατά του Αγίου Πνεύματος και οδηγείται σε κόλαση, από όπου δύναται να δει την ίδια πραγματικότητα με το Λάζαρο, δηλαδή και τον παράδεισο και την κόλαση, αλλά αδυνατεί να βιώσει τον παράδεισο. Αυτό διότι οι κολασμένοι, λόγω πώρωσης[19] και μη καθαρότητας της καρδίας των, δύναται να δουν ως σωτηρία μόνο το πυρ (άκτιστο), διότι η κατάστασή τους, αδυνατεί να δεχθεί άλλη μορφή σωτηρίας. Έτσι και αυτοί φτάνουν στην τελείωση, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειούνται σωζόμενοι (δηλαδή ως ακέραια εικόνα του Θεού), καθώς για τους υπολοίπους, η σωτήρια είναι η κόλαση, εξαιτίας ότι εν ζωή επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Δίκαιοι λοιπόν και άδικοι περνούν από το πυρ της Θείας παρουσίας, αλλά οι μεν περνούν "αλώβητοι", οι δε "καιόμενοι", όπως ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός (τέλη 11ου - αρχές 12ου αι.) παρατηρεί.
Χαρακτηριστική επίσης είναι και η διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, που μέσω των συγγραμμάτων διαφαίνεται πως "ο Θεός δεν κλείνει καμία πόρτα, ούτε υπάρχει αναγκαιότητα ενός νόμου, στον οποίο υπόκειται και τον οποίο πρέπει να εφαρμόσει ο Θεός. Και η αντίληψη αυτή, ότι ο Θεός υπόκειται σε ένα νόμο μίας δικαιοσύνης, κατά τα μέτρα μίας νοσηρής «κοινωνικότητας» των ανθρώπων είναι πέρα για πέρα ειδωλολατρική"[20]. Τελικά γίνεται αντιληπτό, πως ο Θεός δεν είναι τιμωρός και η κόλαση δεν είναι ο ετοιμασμένος τόπος καταδίκης των αμαρτωλών, αλλά ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος με τη στάση του, για την πορεία που θα ακολουθήσει και τρόπο που θα βιώσει και θα θεωρήσει τον ίδιο τον Θεό, εν ημέρα κρίσεως. Αντίστοιχα πρέπει ο ορθόδοξος να αντιληφθεί πως το μυστήριο της κολάσεως βιώνεται και μέσα στον κόσμο, μέσω της μυστηριακής ζωής της εκκλησίας και ιδιαιτέρως της Θείας Ευχαριστίας, που η κατάλληλη προετοιμασία οδηγεί σε αξιότητα μετοχής των αχράντων μυστηρίων, ενώ πυρ εσωτερικό αποβαίνει, για τον αναξίως μετέχοντα. Εν τέλη κόλαση είναι μια κατάσταση άκτιστη, αδύνατο να νοηθεί από τη ανθρώπινη αίσθηση. Παρόλη την αντίθετη οπτική γωνία της δυτικής θεολογίας, περί κτιστού και ότι ο μετέχων της κολάσεως δε θα δύναται να ορά τον Θεό, ο ορθόδοξη θεολογία μένοντας πιστή στη Γραφή, ισχυρίζεται πως όλοι (και οι κολασμένοι) "θέλουν δε θέλουν στην αγκαλιά του Θεού βρίσκονται, αλλά «χάσμα μέγα εστήρικται» μεταξύ του Θεού και αυτών των ιδίων ώστε να μην μπορούν να δουν τη δόξα του"[21], όπως στην παραβολή του πλουσίου με τον Λάζαρο περιγράφεται, δηλαδή μη μετέχοντας στην μακαριότητα την οποία προετοιμάστηκε ο άνθρωπος να ζήσει.
Είναι λοιπόν αιρετικό να διδάσκουμε ότι όλοι είναι υποχρεωμένοι να σωθούν, επειδή με κάτι τέτοιο αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση που διαθέτει ο άνθρωπος. Θεμιτό όμως είναι να ελπίζουμε πως όλοι ίσως σωθούν καθώς αυτό είναι και το θέλημα του Θεού: "πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν" (Α΄ Τιμ. 2,4). Σε αυτό συμφωνούν και οι Πατέρες της Εκκλησίας· Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός ερμηνεύει: "Ου μόνον Χριστιανούς, αλλά και Έλληνας και αιρετικούς. Μη τοίνυν φοβηθής υπερεύξασθαι των απίστων τω γαρ Θεω τούτο δοκεί, ος θέλει και τούτους σωθήναι". Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: ""Ει πάντας Αυτός ηθέλησε σωθήναι, θέλε και σύ"[27].
Κάποιοι σημαντικοί πατέρες της Εκκλησίας, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις αναφέρθηκαν στην τελική δυνατότητα όλων να συμφιλιωθούν με τον Θεό. Πρόκειται, σύμφωνα με τον δογματολόγο Νικόλαο Ματσούκα, για ένα θεολογούμενο (διδασκαλία χωρίς ομοφωνία και χωρίς ισχύ δόγματος) το οποίο ονομάστηκε "Αποκατάσταση των πάντων", μια διδασκαλία που την εκπροσωπούν ο Ωριγένης, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Μάξιμος Ομολογητής[28]. Είναι μια διδασκαλία "αξιοπρόσεχτη, από ορθόδοξη άποψη, μόνο για τις θεολογικές και σωτηριολογικές προϋποθέσεις, και όχι για την ίδια την άποψη του θεολογουμένου" αφού σε αντίθεση με το νομικό πνεύμα της Δύσης, παρουσιάζει με τρόπο εμφαντικό την ορθόδοξη αντίληψη περί ιαματικής σωτηρίας[29].
Κατά την Ορθόδοξη παράδοση ο Άδης αυτός, δεν ταυτίζεται με τον Άδη της Καινής Διαθήκης, δηλαδή την κόλαση την οποία θα βιώσουν οι αμετανόητοι. Ο Άδης αυτός αποτελεί μια κατάσταση πνευματικής μορφής που βίωσαν οι τεθνεώτες με βάση την ηθική τους συμπεριφορά και τη θρησκευτική τους κατάσταση. Έτσι και δεν επιτρέπεται να σκεφτόμαστε τον Άδη αυτό ως τόπο βασάνου, όπου οι δίκαιοι προφήτες και άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης βρίσκονταν στο ίδιο "μέρος" με τους αμετανόητους αμαρτωλούς[30]. Ο Ιησούς κατέβηκε στον Άδη, εκεί όπου βρίσκονταν οι δίκαιοι -και όπου προ αυτού κατήλθε ο Ιωάννης ο Πρόδρομος- εξού και αποτελούσε ένα "τόπο αγωνίας θανάτου" και όχι τόπο βασάνου.
Η αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής να λυτρωθεί (στην Παλαιά Διαθήκη), προέκυψε από μία οντολογική αδυναμία του ανθρώπου. Αυτή προήλθε από την πτώση και ανέμενε την επίλυσή της από την ενσάρκωση του Λόγου, καθώς η θεία φύση θα ενωνόταν με την ανθρώπινη. Εξ αιτίας αυτής της αδυναμίας κατέβηκαν όλοι οι προ Χριστού άνθρωποι στον Άδη. Δηλαδή στο βασίλειο της οντολογικής φθοράς του άρχοντος του θανάτου[31]. Οι άνθρωποι έτσι βρέθηκαν υπό την εξουσία του Διαβόλου ακουσίως και όχι λόγω ασέβειας ή αδικίας[32]. Αυτός ήταν ο Άδης που κατέβηκε ο Ιησούς Χριστός για να συνθλίψει το κράτος του θανάτου
Πίνακας περιεχομένων[απόκρυψη] |
Η αλλοίωση της ορθόδοξης αποστολικής, πατερικής θεολογίας
Η κόλαση, ως θεολογικό ζητούμενο, είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα στην ορθόδοξη θεολογία. Μάλιστα στην παράδοσή μας πολλές φορές διατηρούνται παραστάσεις της δυτικής θεολογικής προσέγγισης της έννοιας της κολάσεως όπως αυτή θεμελιώθηκε από το σχολαστικισμό. Κατ' αυτή την προσέγγιση, η κόλαση και ο παράδεισος είναι δύο ξεχωριστοί τόποι, όπου οι κολασμένοι με αρχηγό το διάβολο βρίσκονται σε κάποιου είδους φυλακή, σ' ένα κτιστό τόπο βασάνων και οδυνών απ' όπου απουσιάζει ο Θεός[1], μια εκδοχή που κατά την ορθόδοξη θεολογία είναι ειδωλολατρική και συνάμα οδηγεί σε αποκλίσεις στη διδασκαλία και τη ζωή των χριστιανών..."[ώστε να μην] είναι φίλοι και κοινωνοί του Θεού"[2]. Έτσι, κατά τους σχολαστικούς, η κόλαση είναι τόπος τιμωρίας και αποτελεί ένα ετοιμασμένο από το Θεό μέρος για την καταδίκη των αμαρτωλών. Επίσης είναι τόπος απουσίας του Θεού ή της οράσεως της Θείας Ουσίας, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί εισήγαγαν και την έννοια της κτιστής κολάσεως, με την καθιέρωση του καθαρτηρίου πυρός, κατά την οποία η κόλαση για μερικούς πιστούς δεν είναι αιώνια, αφού ο Θεός αποκαταστά εν τέλη μέσω του καθαρτηρίου, τους αμαρτωλούς.Είναι πραγματικότητα πως από τον Αυγουστίνο και μετά, οι διαφορετικές θεολογικές προϋποθέσεις και ιδίως "η θεώρηση υπό το νομικό πρίσμα της αμοιβής και της τιμωρίας"[3] οδήγησαν "στην αναγκαιότητα του καθαρτηρίου πυρός"[4]. Στην ουσία του, το δόγμα αυτό προέβαλε την αποπληρωμή των αμαρτημάτων των ψυχών και μάλιστα με τιμωρία που θα συνέβαινε καίγοντας τους κολασμένους με κτιστό πυρ. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις άλλωστε του ιερού Αυγουστίνου στο έργο του "Πολιτεία του Θεού", όπου περιγράφονται παραστάσεις διαρκούς πυρ, εκμηδενισμού των σωμάτων, σκωλήκων που κατατρώγουν τις σάρκες κολασμένων[5]. Στην ανατολή όμως αυτές οι νομικές παραστάσεις δεν υπήρξαν, η θεραπευτική μέθοδος με τη μέθεξη του Θεού, την κοινωνικότητα, την αγάπη αν και οδήγησαν σε μία άλλη θεολογούμενη οδό, της Αποκατάστασης των πάντων, κατανόησε αυτό το βιβλικό πυρ, ως πυρ άκτιστο και τελικά ως μία βιωματική κατάσταση που προκύπτει αποκλειστικά από τη στάση του ανθρώπου και όχι ως μία δικαιική τιμωρία[6].
Έτσι πρέπει να γίνει κατανοητό πως στην πατερική θεολογία "όλες οι εικονικές παραστάσεις για τον παράδεισο και την κόλαση δεν αναφέρονται διόλου σε μια στατική μέση κατάσταση και σε μία φάση, όπου απονέμονται οι αμοιβές και οι τιμωρίες. Οτιδήποτε λέγεται για το θάνατο, τόπους παραδείσου και κόλασης, ανάσταση νεκρών, κρίση και δοξασμένη ζωή των φίλων και των αγίων του Θεού εντάσσεται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της θείας ζωαρχικής δόξας...Πρόκειται για ανεπίτρεπτο και κωμικό σχολαστικισμό, αντίθετο προς τις πηγές μας, αν επιχειρούσαμε να καθορίσουμε τι ακριβώς ζει μετά θάνατον και τι δεν ζει! Τα πάντα και όλα τα όντα κινούνται και ζουν στους κόλπους της ζωαρχικής Τριάδας"[7]. Τελικώς "όσα γράφονται σε δογματικά εγχειρίδια και άλλες μελέτες για τη μέση κατάσταση των ψυχών, για εσχατολογική αναμονή και άλλα παρόμοια, με τρόπο που θυμίζει ειδωλολατρικό κόσμο και δαντική θεία κωμωδία, δεν αντέχουν σε σοβαρή επιστημονική κριτική βάσει των κειμένων μας, και ούτε δίνουν συμβολικά και εικονικά το περιεχόμενο του μυστηρίου της κοινωνίας "ζώντων και τεθνεώτων""[8].
Επίσης "δεν πρέπει να λαμβάνονται κατά κυριολεξίαν" εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο Κύριος ή οι ιεροί συγγραφείς για να περιγράψουν τον τόπο της κολάσεως. Αυτές οι εικόνες αποτελούν ανθρωπομορφικές και μεταφορικές εκφράσεις οι οποίες είναι σύμφωνες προς τις σχετικές παραστάσεις της αρχαιότητας όπου σύμφωνα με τις γεωκεντρικές αντιλήψεις της κοσμολογίας, η γη βρισκόταν στο μέσο, ο ουρανός υπεράνω αυτής, και ο Άδης στα υποχθόνια[9].
Η κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση
Στα ευαγγέλια γίνεται συχνή αναφορά στη κόλαση, από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Για την ορθόδοξη θεώρηση όμως η περιγραφή της καταστάσεως, ως πυρ, αφορά μια πνευματική κατάσταση βιώσεως των ανθρώπων, μετά τη Δευτέρα Παρουσία. Γι αυτό και μέσα από την Ορθόδοξη παράδοση και θεολογία "καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι η κολασμένη ζωή δεν είναι μία ιδιαίτερη κατάσταση που επιβάλλει βάσει ενός νόμου ο Θεός και μάλιστα σε μία φυλακή κτιστών βασάνων", αλλά η αίσθηση του Θεού από την πλευρά τους ως "τιμωρό και εχθρικό"[10].Έτσι στην ορθόδοξη θεολογία η κόλαση είναι μια διαφορετική κατάσταση από τον παράδεισο, που όμως προκύπτει από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνεται ως διαφορετική εμπειρία. Γι αυτό στην ορθόδοξη εκκλησία "η ζωή και η αθανασία δεν έχουν πια σχέση με αμοιβές και τιμωρίες...αλλά ερμηνεύονται ως υψηλά επιτεύγματα, ως διαρκής πορεία...στο θείο φως. Παράδεισος και Κόλαση δεν είναι δύο τόποι ξεχωριστοί"[11]. Η εμπειρία αυτή είναι είναι η όραση του Θεού, μέσα στο άκτιστο της θεότητάς του, όπως θα καθοράται μετά τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του. Έτσι παράδεισος και κόλαση, είναι η ίδια πραγματικότητα, βιούμενη με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα την προετοιμασία της ψυχής στον εγκόσμιο βίο. Γι αυτό και δεν είναι τόπος "δίκης" για τον αμαρτωλό αλλά η δυνατότητα θέασης και βίωσης της μακαριότητας του Θεού, με βάση την καθαρότητα της "καρδιάς" του ανθρώπου, η οποία μέσω της εκκλησίας θεραπεύεται και οδηγείται στην εν Χριστώ τελείωση και το φωτισμό, με τη συνεργό χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Θα λέγαμε πως στην ορθόδοξη πατερική παράδοση η κόλαση δεν έχει καμία σχέση με τιμωρία, αφού ακόμα και αν πολλές φορές "διατηρούνται τέτοιες παραστάσεις...καθίσταται αμεθεξία και ακοινωνησία μεταξύ Θεού και κολασμένων και μεταξύ αυτών των ιδίων που έχουν στερηθεί τη μέθεξη στη χάρη του Θεού"[12], που προκύπτει από τη βουλητική στάση του ανθρώπου[13].
"Η κόλαση είναι αστοχία και αποτυχία στην κίνηση του ανθρώπου να ξεπεράσει την κακή αλλοίωση, να νικήσει το μηδέν, το μη όν και να καρπωθεί το είναι. Συνάμα ο κολασμένος έχοντας άτρεπτη την ύπαρξή του στη στασιμότητα, εξαιτίας σκλήρυνσης και αμετανοησίας, φλέγεται από επιθυμία που δε μπορεί να ικανοποιηθεί, αφού δεν υπάρχει αντικείμενό της"[14]. Ταυτόχρονα αποβαίνει "τέλεια ακοινωνησία και τέλεια αφιλία"[15]. Όπως υπομνηματίζει και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο "Διάλογο κατά Μανιχαίων" κόλαση "δεν είναι τίποτα άλλο παρά φλόγα που επιθυμεί την κακία και την αμαρτία και φλόγα που αστοχεί στην επιθυμία...επειδή λοιπόν επιθυμούν και δεν έχουν τα αντικείμενα της επιθυμίας καταφλέγονται σα φωτιά από την επιθυμία"[16], τη στιγμή μάλιστα που "ο Θεός δεν αρνείται τη μετάνοια μετά το θάνατο...γιατί δεν μπορεί να "αρνηθεί" τον εαυτό του, αλλά...η ψυχή μετά το θάνατο δεν τρέπεται, [αφού] σκληραίνει στις αχτίδες της θείας δόξας όπως ο πηλός"[17]. Έτσι η πνευματική μετοχή στην κόλαση, αποβαίνει κατεξοχήν ζήτημα του πιστού. Στην παραβολή του πλουσίου με τον Λάζαρο[18], διαφαίνεται, πως ο πλούσιος αρνείται την προσφερόμενη από το θεό σωτηρία, δηλαδή βλασφημεί κατά του Αγίου Πνεύματος και οδηγείται σε κόλαση, από όπου δύναται να δει την ίδια πραγματικότητα με το Λάζαρο, δηλαδή και τον παράδεισο και την κόλαση, αλλά αδυνατεί να βιώσει τον παράδεισο. Αυτό διότι οι κολασμένοι, λόγω πώρωσης[19] και μη καθαρότητας της καρδίας των, δύναται να δουν ως σωτηρία μόνο το πυρ (άκτιστο), διότι η κατάστασή τους, αδυνατεί να δεχθεί άλλη μορφή σωτηρίας. Έτσι και αυτοί φτάνουν στην τελείωση, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειούνται σωζόμενοι (δηλαδή ως ακέραια εικόνα του Θεού), καθώς για τους υπολοίπους, η σωτήρια είναι η κόλαση, εξαιτίας ότι εν ζωή επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Δίκαιοι λοιπόν και άδικοι περνούν από το πυρ της Θείας παρουσίας, αλλά οι μεν περνούν "αλώβητοι", οι δε "καιόμενοι", όπως ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός (τέλη 11ου - αρχές 12ου αι.) παρατηρεί.
Χαρακτηριστική επίσης είναι και η διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, που μέσω των συγγραμμάτων διαφαίνεται πως "ο Θεός δεν κλείνει καμία πόρτα, ούτε υπάρχει αναγκαιότητα ενός νόμου, στον οποίο υπόκειται και τον οποίο πρέπει να εφαρμόσει ο Θεός. Και η αντίληψη αυτή, ότι ο Θεός υπόκειται σε ένα νόμο μίας δικαιοσύνης, κατά τα μέτρα μίας νοσηρής «κοινωνικότητας» των ανθρώπων είναι πέρα για πέρα ειδωλολατρική"[20]. Τελικά γίνεται αντιληπτό, πως ο Θεός δεν είναι τιμωρός και η κόλαση δεν είναι ο ετοιμασμένος τόπος καταδίκης των αμαρτωλών, αλλά ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος με τη στάση του, για την πορεία που θα ακολουθήσει και τρόπο που θα βιώσει και θα θεωρήσει τον ίδιο τον Θεό, εν ημέρα κρίσεως. Αντίστοιχα πρέπει ο ορθόδοξος να αντιληφθεί πως το μυστήριο της κολάσεως βιώνεται και μέσα στον κόσμο, μέσω της μυστηριακής ζωής της εκκλησίας και ιδιαιτέρως της Θείας Ευχαριστίας, που η κατάλληλη προετοιμασία οδηγεί σε αξιότητα μετοχής των αχράντων μυστηρίων, ενώ πυρ εσωτερικό αποβαίνει, για τον αναξίως μετέχοντα. Εν τέλη κόλαση είναι μια κατάσταση άκτιστη, αδύνατο να νοηθεί από τη ανθρώπινη αίσθηση. Παρόλη την αντίθετη οπτική γωνία της δυτικής θεολογίας, περί κτιστού και ότι ο μετέχων της κολάσεως δε θα δύναται να ορά τον Θεό, ο ορθόδοξη θεολογία μένοντας πιστή στη Γραφή, ισχυρίζεται πως όλοι (και οι κολασμένοι) "θέλουν δε θέλουν στην αγκαλιά του Θεού βρίσκονται, αλλά «χάσμα μέγα εστήρικται» μεταξύ του Θεού και αυτών των ιδίων ώστε να μην μπορούν να δουν τη δόξα του"[21], όπως στην παραβολή του πλουσίου με τον Λάζαρο περιγράφεται, δηλαδή μη μετέχοντας στην μακαριότητα την οποία προετοιμάστηκε ο άνθρωπος να ζήσει.
Οι πατέρες της εκκλησίας περί κολάσεως
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος αναφέρει πως κόλαση είναι ακοινωνησία:- "...και ουκ εστί πρόσωπον προς πρόσωπον θεάσασθαι τινά, αλλά το πρόσωπον εκάστου προς τον έτερον νώτον κεκόλληται"[22].
- "Και τούτο ειδέναι δει, ότι ο Θεός ου κολάζει τινά εν τω μελλόντι αλλ' έκαστος εαυτόν δεκτικόν ποιεί της μετοχής του Θεού. Εστίν η μεν μετοχή του Θεού τρυφή, η δε αμεθεξία αυτού κόλασις"[23].
- "...οι δε αμαρτωλοί ποθούντες την αμαρτίαν και μη έχοντες τας ύλας της αμαρτίας, ως υπό πυρός και σκώληκος κατεσθιόμενοι κολάζονται μηδεμίαν παρηγορίαν έχοντες, Τι γαρ εστί κόλασις ει η του ποθουμένου η στέρησις"[24].
- "Ούτος, φησί, βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Αγίω και πυρί· τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ’ αξίαν εκάστου της εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον"[25].
Το περί "Αποκατάστασης των πάντων" ζήτημα
Η Κόλαση για τους χριστιανούς είναι μια πραγματικότητα[26], παρά τις πεποιθήσεις που κατά καιρούς έχουν παρουσιαστεί ότι κάτι τέτοιο είναι ασυμβίβαστο με την πίστη σ' ένα Θεό που αγαπά. Αντίθετα, μια τέτοια αντίληψη θα αποτελούσε σύγχυση, αφού έτσι παραβλέπεται η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και το δικαίωμά του να απορρίψει τον θεό. Αρνούμενοι την Κόλαση, οι άνθρωποι αρνούνται την ελευθερία τους και το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης, σύμφωνα με το οποίο ο Θεός δεν μας υποχρεώνει να Τον αγαπάμε, επειδή η αγάπη δεν είναι αγάπη αν δεν είναι ελεύθερη. Για τον λόγο αυτό, η κόλαση δεν είναι ένας "τόπος" όπου ο Θεός φυλακίζει τους ανθρώπους, αλλά μια βιωματική κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι επιλέγουν ελεύθερα να "φυλακίσουν" τον εαυτό τους. Η "φυλακή" αυτή, είναι το βίωμα το οποίο απορρέει από την άρνηση προς τον Θεό.Είναι λοιπόν αιρετικό να διδάσκουμε ότι όλοι είναι υποχρεωμένοι να σωθούν, επειδή με κάτι τέτοιο αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση που διαθέτει ο άνθρωπος. Θεμιτό όμως είναι να ελπίζουμε πως όλοι ίσως σωθούν καθώς αυτό είναι και το θέλημα του Θεού: "πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν" (Α΄ Τιμ. 2,4). Σε αυτό συμφωνούν και οι Πατέρες της Εκκλησίας· Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός ερμηνεύει: "Ου μόνον Χριστιανούς, αλλά και Έλληνας και αιρετικούς. Μη τοίνυν φοβηθής υπερεύξασθαι των απίστων τω γαρ Θεω τούτο δοκεί, ος θέλει και τούτους σωθήναι". Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: ""Ει πάντας Αυτός ηθέλησε σωθήναι, θέλε και σύ"[27].
Κάποιοι σημαντικοί πατέρες της Εκκλησίας, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις αναφέρθηκαν στην τελική δυνατότητα όλων να συμφιλιωθούν με τον Θεό. Πρόκειται, σύμφωνα με τον δογματολόγο Νικόλαο Ματσούκα, για ένα θεολογούμενο (διδασκαλία χωρίς ομοφωνία και χωρίς ισχύ δόγματος) το οποίο ονομάστηκε "Αποκατάσταση των πάντων", μια διδασκαλία που την εκπροσωπούν ο Ωριγένης, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Μάξιμος Ομολογητής[28]. Είναι μια διδασκαλία "αξιοπρόσεχτη, από ορθόδοξη άποψη, μόνο για τις θεολογικές και σωτηριολογικές προϋποθέσεις, και όχι για την ίδια την άποψη του θεολογουμένου" αφού σε αντίθεση με το νομικό πνεύμα της Δύσης, παρουσιάζει με τρόπο εμφαντικό την ορθόδοξη αντίληψη περί ιαματικής σωτηρίας[29].
- Βλέπε κύριο λήμμα Αποκατάσταση των πάντων
Περί Άδου και κατάστασης των νεκρών στην Παλαιά Διαθήκη
Μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις της Ορθόδοξης αγιογραφίας, αλλά και μια από τις σημαντικότερες στιγμές της Αγιογραφικής παραδόσεως, αποτελεί η εις Άδου κάθοδος του Κυρίου. Ο Ιησούς Χριστός, κατά τη στιγμή του θανάτου Του, και ενώ η ψυχή ενωμένη με τη θεότητα έχει αποχωρισθεί το σώμα (το οποίο και αυτό παραμένει ενωμένο με τη θεότητα), κατεβαίνει στον Άδη, για να συναντήσει όσους μέχρι στη στιγμή εκείνη γνώρισαν τον θάνατο.Κατά την Ορθόδοξη παράδοση ο Άδης αυτός, δεν ταυτίζεται με τον Άδη της Καινής Διαθήκης, δηλαδή την κόλαση την οποία θα βιώσουν οι αμετανόητοι. Ο Άδης αυτός αποτελεί μια κατάσταση πνευματικής μορφής που βίωσαν οι τεθνεώτες με βάση την ηθική τους συμπεριφορά και τη θρησκευτική τους κατάσταση. Έτσι και δεν επιτρέπεται να σκεφτόμαστε τον Άδη αυτό ως τόπο βασάνου, όπου οι δίκαιοι προφήτες και άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης βρίσκονταν στο ίδιο "μέρος" με τους αμετανόητους αμαρτωλούς[30]. Ο Ιησούς κατέβηκε στον Άδη, εκεί όπου βρίσκονταν οι δίκαιοι -και όπου προ αυτού κατήλθε ο Ιωάννης ο Πρόδρομος- εξού και αποτελούσε ένα "τόπο αγωνίας θανάτου" και όχι τόπο βασάνου.
Η αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής να λυτρωθεί (στην Παλαιά Διαθήκη), προέκυψε από μία οντολογική αδυναμία του ανθρώπου. Αυτή προήλθε από την πτώση και ανέμενε την επίλυσή της από την ενσάρκωση του Λόγου, καθώς η θεία φύση θα ενωνόταν με την ανθρώπινη. Εξ αιτίας αυτής της αδυναμίας κατέβηκαν όλοι οι προ Χριστού άνθρωποι στον Άδη. Δηλαδή στο βασίλειο της οντολογικής φθοράς του άρχοντος του θανάτου[31]. Οι άνθρωποι έτσι βρέθηκαν υπό την εξουσία του Διαβόλου ακουσίως και όχι λόγω ασέβειας ή αδικίας[32]. Αυτός ήταν ο Άδης που κατέβηκε ο Ιησούς Χριστός για να συνθλίψει το κράτος του θανάτου