Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Θεολογική (Αγιογραφική) Πατερική Προσέγγιση της έννοιας

Θεολογική (Αγιογραφική) και Πατερική Προσέγγιση της έννοιας «ΦΩΣ», του Νικηφόρου Α. Κωνσταντίνου,
  •                          
  •                                                                                                                         

Θεολογική (Αγιογραφική)
και Πατερική Προσέγγιση
της έννοιας «ΦΩΣ»
του Νικηφόρου Α. Κωνσταντίνου

Η λέξη «Φως»
Φως(1) είναι το αίτιο που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης. Είναι η φωτεινή ακτινοβολία που καθιστά τα αντικείμενα ορατά και η οποία εκπέμπεται από σώματα σε κατάσταση ερυθροπύρωσης ή λευκοπύρωσης. Διαδίδεται δε στο κενό με ταχύτητα 300.000 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο και αποτελεί τη βασικότερη πηγή ενέργειας για τη ζωή των φυτών και των ζώων στον πλανήτη μας(2).
Η λέξη φως έχει κυριολεκτική και συνάμα και μεταφορική ή μάλλον συμβολική σημασία. Στην κυριολεξία δηλώνει την παροχή φωτός υλικού, φυσικού ή τεχνητού από διάφορες φωτιστικές πηγές, φυσικές όπως ο ήλιος και η σελήνη και τεχνητές όπως τα κεριά, οι λάμπες κ.α. Μεταφορικά δε δηλώνεται ο μέσου του πνευματικού φωτός φωτισμού της διάνοιας του ανθρώπου από τη Θεία αποκάλυψη. Φωτισμό πνευματικό δίνει επίσης στο νου του ανθρώπου και η μόρφωση η οποία διώχνει το σκοτάδι της αμάθειας και φωτίζει τον άνθρωπο εσωτερικά(3).
Στα Αγιογραφικά όπως επίσης και τα Πατερικά κείμενα χρησιμοποιείται πάρα πολύ η λέξη φως, και δίνονται σ’ αυτής πολλές έννοιες. Ο ίδιος ο Θεός αποκαλείται συχνά φως, όπως επίσης ο γεννηθείς από τον Θεό, Λόγος αποκαλείται στο σύμβολο της πίστης «φως εκ φωτός», ενίοτε οι άγγελοι αποκαλούνται «φώτα δεύτερα»(4), ενώ και οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται ως υιοί φωτός και ημέρας(5).
Το φυσικό φως
Το φυσικό φως είναι ένα φαινόμενο ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο και για τα έμβια όντα γενικότερα. Είναι φορέας ενέργειας και πληροφοριών, που δρα, κατά ποικίλους τρόπους στα διάφορα σώματα. Το φως με την ευεργετική παρουσία του όχι μόνο φωτίζει και κάνει ορατά όλα στον κόσμο, καθοδηγεί επίσης τον άνθρωπο στις ενέργειές του αλλά και συντελεί στην ανάπτυξη και διατήρηση της ζωής των έμψυχων και άψυχων. Γι αυτό ο Θεός, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, το πρώτο που χάρισε στην ύπαρξη από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου ήταν το φως λέγοντας: «Γενηθήτω Φως», την δε παρουσία του φωτός« ονόμασε ο Θεός ημέρα»(6). Το φως έχοντας τη λάμψη και τη θερμότητα, είναι το μέγιστο ευεργέτημα του Θεού σε όλη την ύπαρξη, ως ο σπουδαιότερος όρος για την συντήρηση της ζωής, διότι χωρίς φως και θερμότητα κάθε ζωή μαραίνεται και χάνεται.
Ο ουσιώδης ρόλος του φωτός για την ζωή του ανθρώπου και των άλλων ζωντανών οργανισμών έχει γίνει αντιληπτός από τα πανάρχαια χρόνια. Έτσι το φως πολύ σύντομα έγινε ένα σύμβολο το οποίο ενσωμάτωνε όλα τα καλά στοιχεία της ζωής. Στους Πέρσες λόγου χάρη, ο θεός του φωτός Αχούρα- Μάζντα αντιπροσώπευε την ομορφιά, την καλοσύνη και την γνώση. Στην Αίγυπτο λάτρευαν τον Ήλιο με τη μορφή του θεού Ρα ή του Άμμωνος, ενώ στην Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη με τη μορφή του Απόλλωνα και του Μίθρα αντίστοιχα. Φως ήταν πάντοτε αναμμένο στους βωμούς των Παρσιστών(7), στους ναούς των Εστιάδων(8), στα χριστιανικά νεκροταφεία και στις συναγωγές των Εβραίων.
Το φως, όπως και καθετί άλλο, υπάρχει σαν δημιούργημα του Θεού: φως της ημέρας που πρόβαλε μέσα από το αρχικό χάος «η γη ήταν έρημη και ασχημάτιστη…τότε είπε ο θεός: να γίνει φως»( Γεν. 1,1-5), φως των άστρων που φωτίζουν τη γη μέρα και νύχτα « είπε ο θεός να γίνουν φωτεινά σώματα…το μεγαλύτερο για να κυριαρχεί την ημέρα και το μικρότερο τη νύχτα. δημιούργησε και τ’ αστέρια. και τα έβαλε όλα στο στερέωμα για να φωτίζουν τη γη…»(Γεν.1,14-18). Ο Θεός στέλνει και ανακαλεί το φως όποτε θέλει, και αυτό υπακούει τρέμοντας(9). Το σκοτάδι άλλωστε που εναλλάσσεται με το φως βρίσκεται στην ίδια κατάσταση μ’ αυτό, γιατί είναι ο ίδιος Θεός που τα κατασκεύασε «Εγώ δημιούργησα το φως και το σκοτάδι, Εγώ ο Κύριος, είμαι που όλ’ αυτά τα πραγματοποιώ».(Ησ.45,7)
Το φως, ως δωρεά του Θεού
«Γλυκό είναι το φως και ευχάριστο στα μάτια να βλέπουν τον ήλιο» (Εκ.11,7). Από την ανθρώπινη αυτή εμπειρία προέρχεται ο στενός συσχετισμός του φωτός και της ζωής: γεννιέμαι σημαίνει «βλέπω τον ήλιο»(10). Ο τυφλός που δε βλέπει «το φως του θεού» έχει μια πρόγευση του θανάτου(11). Αντίθετα ο ασθενής τον οποίο ο Θεός αποσπά από τον θάνατο, χαίρεται βλέποντας να λάμπει πάλι πάνω του το φως των ζωντανών «με φύλαξε απ’ του να κατεβώ στον τάφο και στης ζωής με κράτησε το φως» (Ιώβ 33,28), (12).
Ο Θεός προστατεύει συνεχώς τον άνθρωπο. Με το «λόγο» Του φωτίζει τα βήματα του ανθρώπου και αποτελεί το λυχνάρι που τον οδηγεί «Λυχνάρι μπρος στα βήματά μου ειν’ ο λόγος σου, και φως στα μονοπάτια της ζωής μου»(Ψαλ. 118,105),(13).Τον λυτρώνει από κάθε είδους κίνδυνο, φωτίζοντας τα μάτια του και προσφέροντάς του τη σωτηρία «Κύριε, φως μου και σωτηρία μου, ποιον θα φοβηθώ;…»(Ψαλ. 26,1). Τέλος αν ο άνθρωπος είναι δίκαιος, τον οδηγεί προς τη χαρά μιας φωτεινής ημέρας «…τότε μες στο σκοτάδι θα λάμψει το φως σας, και το σκοτάδι σας θα γίνει σαν του μεσημεριού το φως» (Ησ. 58,10). Αυτή θα είναι μια ημέρα χαράς και απελευθέρωσης και «ο λαός που βάδιζε μες στα σκοτάδια θα δει ένα φως λαμπρό…» (Ησ. 9,1) (14). Θα είναι ημέρα θαυμαστή, φωτισμένη από τον «ήλιο της δικαιοσύνης», με φως άλλης φύσεως από το φως του παρόντος κόσμου «…το φως του φεγγαριού θα είναι σαν το φως του ήλιου και θα’ ναι του ήλιου το φως εφτά φορές λαμπρότερο, καθώς το φως εφτά μαζί ημερών» (Ησ. 30,26) (15). Έτσι από το φυσικό φως θα περάσουμε στο ανέσπερο φως που είναι ο ίδιος ο Θεός «…ο Θεός είναι φως, και δεν υπάρχει σ’ αυτόν καθόλου σκοτάδι» (Α΄Ιω. 1,5).
Ο Θεός του φωτός
Όπως και τα άλλα δημιουργήματα, το φως είναι ένα σημάδι που φανερώνει με τρόπο ορατό κάτι από τον Θεό. Είναι κάπως η ανταύγεια της «δόξας» Του. Είναι το «ένδυμα» (16) με το οποίο περιβάλλεται ο Θεός όταν εμφανίζεται «Η λάμψη του είναι σαν το φως του ήλιου, ακτίνες λαμπερές σκορπιούνται από το χέρι του, όπου κρυμμένη είν’ η δύναμή του» (Αβ. 3,4). Ο ουράνιος θόλος, πάνω στον οποίο στηρίζεται ο θρόνος του είναι αστραφτερός όπως το κρύσταλλο «και είδαν το Θεό του Ισραήλ, κάτω από τα πόδια του ήταν ένα είδος πλάκας από ζαφείρι καθαρό, γαλάζιο σαν τον ουρανό» (Εξ. 24,10). Άλλοτε στην Αγία Γραφή παρουσιάζεται ο Θεός να περιβάλλεται από φωτιά «η δόξα του Κυρίου ήρθε και σκέπασε το όρο Σινά. Στα μάτια …φαινόταν σαν φωτιά που λαμπάδιαζε στην κορυφή του βουνού» (Εξ. 24,16-17)(17), και άλλοτε να εκτοξεύει τις αστραπές της καταιγίδας «και βρόντησε απ’ τους ουρανούς ο Κύριος… τα βέλη του ξαπόστειλε και τους εχθρούς του σκόρπισε, τις αστραπές του έστειλε και τους κατατρόμαξε» (Ψαλ. 17,14-15).
Όλες αυτές οι συμβολικές εικόνες παρουσιάζουν τη σχέση ανάμεσα στη θεία παρουσία και στην εντύπωση που προκαλεί στον άνθρωπο ένα εκθαμβωτικό φως. Το φως αυτών των φανερώσεων του Θεού (θεοφανειών) έχει μια υπαρξιακή σημασία για εκείνους που το απολαμβάνουν γιατί υπογραμμίζει το μεγαλείο ενός θεού που έχει γίνει οικείος(18), και γιατί κάνει αισθητές τις φοβερές θεϊκές ιδιότητες(19).
Η φωτολογία των υμνογράφων και των ασκητικών πατέρων είναι ατέλειωτη, μερικοί δε εξ αυτών, όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, δεν είναι εύκολο να βρεθεί μια σελίδα από την οποία να απουσιάζουν λέξεις σχετικές με το φως, τον ήλιο, την λάμψη, ή τη λαμπρότητα. Ο Συμεών λέει ότι στους κόσμους και στους ανθρώπους λάμπουν δύο ήλιοι «ώσπερ γαρ εν τοις δυσί κόσμοις οι δύο ταις ενεργείαις διαμερίζονται ήλιοι, ούτω και εν τω ενί ανθρώπω, ο μεν γαρ το σώμα, ο δε την ψυχήν αυτού περιλάμπει και του οικείου φωτός της μεθέξεως…μεταδίδωσιν»(20). Επιμένει δε στο ότι ο Θεός μόνον ως φως μπορεί να νοηθεί και να ληφθεί « Είναι φως το οποίο φέγγει ημέρα και νύχτα εντός των καρδιών ημών και εκτός του νοός ημών… και μεταβάλλει εις φως όλους όσοι ελλάμπονται από αυτό. Είναι φως και ως φως τον είδον όσοι ηυτύχησαν να τον ιδούν και ως φως τον έλαβον όσοι ηυτύχησαν να τον λάβουν, διότι το φως της δόξης του προπορεύεται έμπροσθέν του και χωρίς φως ουδέποτε εμφανίζεται»(21).
Το Άκτιστο φως
Πέρα από την γενική και κάπως αόριστη ταύτιση του Θεού προς το φως, η οποία από αυστηρή δογματική άποψη είναι απορριπτέα, έγινε προσπάθεια να εξειδικευθεί η έννοια του θεϊκού φωτός. Ο Ωριγένης ταύτισε το φως με την σοφία και την δικαιοσύνη του θεού(22). Ο Μακάριος το θεώρησε ως υποστατική ιδιότητα της Αγίας Τριάδας(23), και ο Συμεών ο Νέος το καθόρισε ως άκτιστο και άναρχο «Άκτιστον, αόρατόν γε ,άναρχον και άϋλόν τε, αναλοίωτον εισάπαν»(24). Για πολλούς από τους εκφραστές του κινήματος του Ησυχασμού(25) το Άκτιστο φως ταυτίστηκε με το φως που παρουσιάστηκε στους μαθητές του Κυρίου τη στιγμή της Μεταμόρφωσής Του(26).Την οριστική διατύπωση όμως έδωσε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος αφού διέκρινε στον Θεό την Ουσία και τις Άκτιστες ενέργειες, θεωρεί το φως ως την σπουδαιότερη από τις άκτιστες αυτές ενέργειες(27).
Προϋπόθεση για την υποδοχή του φωτισμού από το Άκτιστο φως αποτελεί η προπαρασκευή του πιστού διαμέσου: α.της τήρησης των εντολών του Θεού, β.της απαλλαγής από τα πάθη και γ.της συνεχής προσευχής(28). Επειδή το φως του Θεού δεν είναι μόνον ορατό αλλά και μεθεκτό, ο πιστός μετέχει σ’ αυτό, και επειδή αυτό είναι Άκτιστη ενέργεια του Θεού, μετέχοντας σ’ αυτή μετέχει ο πιστός στον Θεό, ενώνεται μ’ Αυτόν και «θεώνεται». Για τον Γρηγόριο τον Παλαμά η θέωση (δηλαδή η γνώση του Θεού), είναι ένωση μέσα στο Άκτιστο φως. Ο άνθρωπος δεν κατέχει, πραγματικά, καμιά ιδιότητα ικανή να τον κάνει να δει τον Θεό και, αν υπάρχει όραση Θεού, οφείλεται στον ίδιο τον Θεό, που μέσα στην παντοδυναμία του ενώνεται με τον άνθρωπο και τον κάνει να μετέχει στη γνώση που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του «… τότε γίνεται η ίδια η ύπαρξη όλη φως κι αφομοιώνεται σ’ αυτό που βλέπει. Ενώνεται χωρίς ανάμειξη μένοντας φως. Αν κοιταχτεί η ίδια βλέπει το φως. Αν παρατηρήσει το αντικείμενο της όρασής της, μένει ακόμη φως…Εδώ βρίσκεται η ένωση»(29).Την ένωση αυτή διδάσκει με παρόμοιο τρόπο και ο Συμεών ο Νέος «στο τέλος καταδέχτηκες να μου αποκαλύψεις το φοβερό μυστήριο. Μια μέρα,…είδα αστραπόβολες λάμψεις να με περικυκλώνουν. Είδα τις ακτίνες του προσώπου σου να αναμειγνύονται στα νερά, και νιώθοντας πλυμένος από τ’ απαστράπτοντα κύματα, βγήκα από τον εαυτό μου και βυθίστηκα καταγοητευμένος σε έκσταση» (30).
Ο Χριστός, φως του κόσμου
1. Ο Χριστός αποκαλύπτεται ως φως κυρίως με τις πράξεις και τα λόγια του. Στη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού ο Ιησούς κηρύττει: «όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο»(Ιω. 9,5). Σε άλλο σημείο της διδασκαλίας του σχολιάζει, «…Εγώ είμαι το φως του κόσμου όποιος με ακολουθεί δεν θα πλανιέται στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως που οδηγεί στη ζωή»(Ιω. 8,12),(31). Η φωτιστική δράση του Ιησού απορρέει από το ότι είναι ο ίδιος ο Θεός «μέσα» του: ο ίδιος ο «Λόγος» του Θεού, ζωή και φως των ανθρώπων, αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο όταν έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο(32). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγοντας ότι ο Λόγος είναι πηγή κάθε ζωής(33), συμπληρώνει ότι αυτός ο Λόγος, ως Θεός, έχει και τη δύναμη να μεταδίδει τη ζωή και να φωτίζει κάθε λογική ύπαρξη, προσόν βέβαια που ανήκει μόνο στον Θεό. Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Μουψουεστίας «ο Λόγος είναι η πηγή της ζωής και του φωτός όπως επίσης και της φυσικής και πνευματικής ύπαρξης και ανάπτυξης. Γιατί όπως ο Πατέρας είναι πηγή ζωής, έτσι έκανε και τον Υιό πηγή ζωής και φως»(34). O Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσθέτει ότι ο Ιησούς «δεν είπε ότι είναι το φως των Ιουδαίων, αλλά όλων των ανθρώπων». Το δράμα όμως είναι ότι ενώ ήρθε το φως στον κόσμο, οι άνθρωποι προτιμούν το σκοτάδι όταν οι πράξεις τους είναι πονηρές(35).
2. Ο Χριστός μεταμορφώθηκε σε φως και φανέρωσε το «θείο φως» που είχε μέσα του, το οποίο παρέμενε καλυμμένο κάτω από την φθαρτότητα της σάρκας, σε ορισμένους προνομιούχους μάρτυρες της Μεταμόρφωσης. Τη στιγμή του γεγονότος αυτού το πρόσωπο που ακτινοβολεί και τα ρούχα που αστράφτουν, όπως το φως, δεν ανήκουν πια στη θνητή υπόσταση των ανθρώπων(36), αλλά προμηνύουν την κατάσταση του αναστημένου Χριστού, όπως αυτός εμφανίστηκε στον Παύλο μέσα σ’ ένα εκτυφλωτικό φως, «είδα στο δρόμο… μέρα μεσημέρι, ένα φως από τον ουρανό, πιο λαμπρό κι από τον ήλιο, να με περιβάλλει με τη λάμψη του κι εμένα κι αυτούς που πήγαιναν μαζί μου»(Πρ. 26,13). Οι δύο αυτές εμφανίσεις ( Μεταμόρφωση, στον Παύλο) έχουν τον ίδιο συμβολισμό με τις φανερώσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, τις οποίες έχουμε αναφέρει προηγουμένως. Το φως που ακτινοβολεί πάνω στο πρόσωπο του Χριστού είναι το φως της δόξας του ίδιου του Θεού « Ο θεός…, αυτός ο ίδιος έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσουμε τη δόξα του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού»(Β΄ Κορ. 4,6) (37). Έτσι μέσω του Χριστού – Φωτός αποκαλύπτεται κάτι από την θεία ουσία.
Οι Υιοί του φωτός
1.Φως και σκοτάδι. Καθώς ο Ιησούς αποκαλύπτεται ως φως του κόσμου, τονίζεται αναμφισβήτητα η αντίθεση σκοταδιού και φωτός, όχι μέσα σε μια μεταφυσική προοπτική, αλλά σ’ ένα επίπεδο ηθικής. Ο άνθρωπος βρίσκεται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι και πρέπει να διαλέξει, ώστε να γίνει «υιός του σκότους» ή «υιός του φωτός». Όταν εμφανίστηκε όμως στη γη ο Χριστός – Φως έγινε διαχωρισμός των ανθρώπων, σ’ εκείνους που κάνουν το κακό και αποφεύγουν το φως, για να μη φανερωθούν τα έργα τους, και σ’ εκείνους που ενεργούν «εν αληθεία», έρχονται στο φως(38), και πιστεύουν στο φως για να γίνουν υιοί φωτός «όσο έχετε το φως πιστεύετε στο φως, για να γίνετε παιδιά φωτός»(Ιω. 12,36).
2. Η ζωή των υιών του φωτός. Ο Ιησούς είναι το φως το αληθινό αλλά και οι μαθητές του είναι το φως υπό δευτερεύουσα σημασία. Είναι λυχνάρια «Ο Ιωάννης ήταν το αναμμένο λυχνάρι που φωτίζει, κι εσείς θελήσατε για λίγο στο φως του να χαρείτε»(Ιω. 5,35), και φωστήρες «για να γίνετε άψογοι και ολοκληρωμένοι, παιδιά του θεού αγνά,… Ανάμεσά τους να λάμπετε σαν αστέρια στον κόσμο»(Φιλ. 2,15), που αντανακλούν τις ακτίνες του «ήλιου της δικαιοσύνης». Το φως φωτίζει αυτούς που κάθονται στο σκοτάδι. Οι απόστολοι, οι ευσεβείς κληρικοί, και το σύνολο των χριστιανών είναι το ηθικό φως επί της γης, διότι διαμέσου των λόγων και των πράξεών τους, επικυρώνουν τις αρχές του ευαγγελίου, και δείχνουν ότι για την ευτυχία του ανθρώπου στην παρούσα και τη μέλλουσα ζωή είναι αναπόσπαστο η εκπλήρωση των καθηκόντων μας προς τον Θεό και τον πλησίον
Σύμφωνα με τα λόγια του Ιησού, ο άνθρωπος οφείλει να μην αφήσει να σκοτεινιάσει το εσωτερικό του φως(39). Έτσι όπως φροντίζει για το μάτι του, που είναι το λυχνάρι και ο οδηγός του σώματός του έτσι να φροντίζει και για το εσωτερικό φως να είναι ο οδηγός της ψυχής και του πνεύματός του «Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια. Αν λοιπόν τα μάτια σου είναι γερά, όλο το σώμα σου θα είναι στο φως. Αν όμως τα μάτια σου είναι χαλασμένα, όλο το σώμα σου θα είναι στο σκοτάδι. Κι αν το φως που έχεις μεταβληθεί σε σκοτάδι, σκέψου πόσο θα’ ναι το σκοτάδι»(Ματ. 6,22).
Για την ηθική «καρπός φωτός», είναι καθετί καλό, δίκαιο και αληθινό«γιατί η ζωή εκείνων που οδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα διακρίνεται για την αγαθότητα, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια»(Εφ. 5,9), ενώ «καρπός του σκότους» είναι τα αμαρτήματα «όταν όμως όλα αυτά έρχονται στο φως, αποκαλύπτεται η αληθινή τους φύση. Γιατί ότι φανερώνεται γίνεται κι αυτό φως»(Εφ. 5,13-4). Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη πρέπει να «περιπατώμεν εν τω φωτί» για να είμαστε σε κοινωνία με τον Θεό που είναι Φως, και αν είμαστε σε κοινωνία μ’ Αυτόν, είμαστε σε κοινωνία και μεταξύ μας(40). Το κριτήριο για να καταλάβει κανείς αν είναι στο φως ή όχι είναι η αδελφική αγάπη «όποιος, λοιπόν, λέει πως βρίσκεται στο φως αλλά μισεί τον αδερφό του, αυτός βρίσκεται ακόμα μέσα στο σκοτάδι. Όποιος αγαπάει τον αδερφό του, αυτός μένει σταθερά μέσα στο φως και δεν γίνεται αφορμή να σκοντάψει και ν’ αμαρτήσει ο αδερφός του»(Α΄Ιω. 2,9-10). Αυτός που ζει σαν πραγματικός υιός φωτός, ακτινοβολεί ανάμεσα στους ανθρώπους το θείο φως, του οποίου έχει γίνει θεματοφύλακας, και γίνεται με της σειρά του φως του κόσμου ανταποκρινόμενος στην αποστολή που του ανέθεσε ο ίδιος ο Χριστός «Εσείς είστε το φως για τον κόσμο»(Μτ. 5,14).
Όπως το φυσικό φως, όταν φωτίζει, γίνεται ορατό σε όλους, έτσι και η ζωή του αληθινού χριστιανού γίνεται υπόδειγμα για όλους. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο το θεολόγο εάν οι χριστιανοί γίνουν «λύχνοι επί την λυχνίαν λάμποντες πάσι»(41), τότε οι άνθρωποι βλέποντας τα καλά έργα αυτών θα δοξάζουν τον Θεό που βρίσκεται στους ουρανούς: «οι άνθρωποι, όταν ανάψουν το λυχνάρι, δεν το βάζουν κάτω από το δοχείο με το οποίο μετρούν το σιτάρι, αλλά το τοποθετούν στο λυχνοστάτη, για να φωτίζει όλους τους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον ουράνιο Πατέρα σας»(Ματ. 5,15-6). Αυτοί οι άνθρωποι δε που νομίζουν ότι μπορούν να κρατούν το φως του ευαγγελίου κρυφό, εάν εξετάσουμε τις καρδιές τους θα βρούμε ότι το φως εντός τους είναι σκοτάδι.
3. Το αιώνιο φως. Στρατευμένος ο άνθρωπος στην πορεία υπό του φωτός του Χριστού, μπορεί να ελπίζει στην θαυμαστή μεταμόρφωση που ο Θεός υποσχέθηκε στους δικαίους όταν μπουν στη βασιλεία Του «Τότε οι ευσεβείς θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του πατέρα τους…»(Ματ. 13,43). Στα προφητικά κείμενα της Αποκάλυψης και του Ησαΐα, παρουσιάζεται η ουράνια Ιερουσαλήμ, στην οποία θα φθάσουν τελικά οι δίκαιοι, να αντανακλά το θεϊκό φως «Η πολιτεία δεν έχει ανάγκη από ήλιο ούτε από σελήνη για να τη φωτίζουν, γιατί τη φωτίζει η λαμπρότητα του θεού, και λυχνάρι της είναι το Αρνίο(ο Χριστός). Τα έθνη θα περπατούν με το φως της, …Οι πύλες της ποτέ δεν θα κλείνουν την ημέρα, αφού εκεί δεν θα υπάρχει νύχτα…»( Απ. 21,23-5). «Ο Κύριος λέει: σήκω Ιερουσαλήμ ορθώσου και γίνε φως! Γιατί έρχεται το φως σου, απάνω σου η δόξα μου φεγγοβολεί… μα εσένα το δικό μου φως θα σε φωτίζει, θα σε σκεπάζει η δόξα μου. Έθνη θα πάρουνε το δρόμο προς το φως σου και βασιλιάδες προς τη λάμψη της δικής σου ανατολής»( Ησ. 60,1-3).
Τότε οι εκλεκτοί, βλέποντας το πρόσωπο του Θεού, θα φωτίζονται από το δικό Του φως «θα τον βλέπουν κατά πρόσωπο και θα’ χουν το όνομά του στα μέτωπά τους. Νύχτα δε θα υπάρχει πια, και δε θα χρειάζεται το φως του λυχναριού ή του ήλιου, γιατί ο Κύριος ο Θεός θα φέγγει πάνω τους, και θα βασιλεύουν αιώνια»(Απ. 22,4-5). Αυτή είναι η ελπίδα των υιών του φωτός, αυτή είναι επίσης η προσευχή που η Εκκλησία απευθύνει στον Θεό, να συντροφεύει όσους έχουν εγκαταλείψει τη γη «οι ψυχές των πιστών ας μη βυθιστούν στο σκότος, αλλά ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ας τις οδηγήσει στο άγιο φως! Κάνε να λάμψει πάνω τους το φως το ενέσπερο»(ψάλλετε στη Νεκρώσιμη Ακολουθία).
Φωτισμός ή φώτισμα
Έτσι ονομάζονταν τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους το μυστήριο του βαπτίσματος, διότι διαμέσου αυτού του μυστηρίου φωτίζονταν πνευματικώς οι βαπτιζόμενοι από το φως της διδασκαλίας του Χριστού(42).
Εκ’ γενετής, όλοι οι άνθρωποι ανήκουν στο σκοτάδι. Ο Θεός είναι ο «εκ σκότους ημάς καλέσας εις το θαυμαστό αυτού φως»(Α΄Πετ. 2,9). Παίρνοντάς μας από την κυριαρχία του σκοταδιού, μας μετέφερε στο βασίλειο του Υιού Του για να μετέχουμε του φωτός στο οποίο ζουν και οι Άγιοι «και θα ευχαριστείτε με χαρά τον Θεό και Πατέρα, που σας αξίωσε να έχετε μερίδιο στην κληρονομιά των αγίων του που ζουν μέσα στο φως»(Κολ. 1,12). Η φωτιστική αυτή χάρη πραγματοποιείται στη βάπτιση, όταν ο Χριστός μας φωτίζει και εμείς γινόμαστε «φωτισθέντες»(43). Γι’ αυτό το λόγο οι βαπτισμένοι ονομάζονται «φωτισμένοι» και τα βαπτιστήρια «φωτιστήρια». Επειδή δε οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων συνήθιζαν να βαπτίζονται κατά τη νύχτα της παραμονής της εορτής των Θεοφανείων, κατά την οποία υπήρχε στο ναό πάρα πολύ φως, διότι οι χριστιανοί κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες, η γιορτή ονομάστηκε «Φώτα».
Ο Νικόλαος ο Καβάσιλας σημειώνει πάνω στην σπουδαιότητα του βαπτίσματος: «από τότε που βαπτισθήκαμε, η ψυχή μας, αποκαθαρμένη με το Άγιο Πνεύμα, ακτινοβολεί λαμπρότερη απ’ τον ήλιο, κι όχι μόνο εμείς θαυμάζουμε τη δόξα του θεού, αλλά δεχόμαστε ακόμη και τη λάμψη της, όπως το καθαρό ασήμι, εκτεθειμένο στις ακτίνες γίνεται εκθαμβωτικό όχι μονάχα από τη δική του φύση, αλλά εξαιτίας της λάμψης του ήλιου»(44). Ανεξάρτητα όμως από την χρήση της λέξης βάπτισμα ή φώτισμα για το συγκεκριμένο μυστήριο, οι βαπτισμένοι θα πρέπει να φροντίζουν πολύ για τον πνευματικό φωτισμό της ψυχής(45), ο οποίος είναι ανώτερος κατά πολύ του υλικού φωτισμού, όπως δίδασκε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος «Φωτίσωμεν εαυτοίς φως γνώσεως… Γενώμεθα φως, όπως οι μαθηταί παρά του Μεγάλου Φωτός (του Χριστού) ήκουσαν…Γενώμεθα φωστήρες εν τω κόσμω, λόγον ζωής επέχοντες… Έως ημέρα εστίν, ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν… Φωτισθώμεν τους οφθαλμούς, την ακοήν, την γλώσσαν»(46).
___________
(1) «Φως είναι παν ότι φωτίζει, φέγγει, το καθιστών ορατά τα αντικείμενα» Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΤΟΥ, Νέον Λεξικόν, σ. 1290.
(2) Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σ.1941.
(3) «Παραβάλλεται λοιπόν το πνευματικό φως προς το φυσικό και το τεχνητό διότι και τα δύο διαλύουν το σκοτάδι και φωτίζουν και οδηγούν τα βήματα του ανθρώπου», Θ.Η.Ε., τομ.12, σ.39.
(4) ΝΙΚΗΤΑΣ ΣΤΑΘΑΤΟΣ, περί ψυχής, 6, σ.91.
(5) «είστε όλοι σας άνθρωποι του φωτός και της ημέρας»(Α΄Θεσ. 5,5).
(6) «Τότε είπε ο θεός: «να γίνει φως» κι έγινε φως. Ο θεός είδε ότι το φως ήταν
καλό και το χώρισε από το σκοτάδι. Το φως το ονόμασε «ημέρα» και το σκοτάδι «νύχτα»…ημέρα πρώτη»(Γεν. 1, 3-5).
(7) οι πιστοί του Ζωροαστρισμού στην Ινδία.
(8) ναοί αφιερωμένοι στην Εστία (Ελληνική μυθική θεά της οικογενειακής εστίας) υπηρετούμενοι από τις Εστιάδες παρθένους, οι οποίες διατηρούσαν άσβεστο το ιερό πυρ του βωμού που βρισκόταν μέσα στο ιερό των ναών. ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ «Το Παπυράκι», σ.607.
(9) Βαρ. 3,33.
(10) «…καθώς τα βρέφη που δεν είδανε το φως» (Ιώβ 3,16).
(11) Τωβ. 5,11.
(12) «Εσύ λύτρωσες τη ζωή μου απ’ το θάνατο… μες στης ζωής το φως» (Ψαλ. 55,14).
(13) «Εσύ, Κύριε, φως δίνεις στο λυχνάρι μου, και το σκοτάδι μου φωτίζεις, Θεέ μου» (Ψαλ. 17,29).
(14) «Ο Κύριος λέει… θα πω στους αιχμαλώτους: βγείτε στην ελευθερία και σ’ όσους στο σκοτάδι βρίσκονται: ελάτε έξω στο φως…» (Ησ. 49,8).
(15) «Ο Κύριος λέει: σήκω Ιερουσαλήμ ορθώσου και γίνε φως! Γιατί έρχεται το φως σου, απάνω σου η δόξα μου (του Θεού) φεγγοβολεί» (Ησ. 60,1).
(16) «…ντύθηκες λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια. Φόρεσες για μανδύα σου το φως» (Ψαλ. 103,1-2).
(17) « Το όρος Σινά είχε καλυφθεί ολόκληρο με καπνό, γιατί πάνω του είχε κατεβεί ο Κύριος μέσα σε φωτιά…» (Εξ. 19,18).
(18) «και είδαν το θεό του Ισραήλ… αλλά ο θεός δεν έκανε κανένα κακό σ’ αυτούς..»(Εξ. 24,10-11).
(19) «…Η λαμπρότητά του φωτίζει τους ουρανούς και η δόξα του γεμίζει τη γη. Η λάμψη του είναι σαν το φως του ήλιου…» (Αβ. 3,3-4).
(20) ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ, Κεφάλαια 2,23, Εκδ. Σμύρνης.
(21) ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ, Κατήχησις 28, ως Λόγος 79, Εκδ. Σμύρνης, σ.431.
(22) ΩΡΙΓΕΝΗΣ, Είς Ιωάννην 1,5.
(23) ΜΑΚΑΡΙΟΣ, Περί ελευθερίας φωτός 22.
(24) ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ, Θείων Ερώτων Ύμνοι 1, σ.1.
(25) το τελευταίο μεγάλο ρεύμα του βυζαντινού μυστικισμού, το οποίο αναπτύχθηκε από τον 10ο ως τον 14ο αι. και βασιζόταν στην ενατένιση της θείας ουσίας μέσω της μέθεξης του θείου φωτός.
(26) «πώς να μη φωτίσει αυτούς που κοινωνούν αξίως με τη θεϊκή αχτίνα του σώματός Του, που βρίσκεται μέσα μας, φωτίζοντας την ψυχή τους όπως φώτισε τα ίδια τα σώματα των μαθητών του πάνω στο θαβώρ; Επειδή τότε αυτό το Σώμα, πηγή του φωτός της χάρης, δεν είχε ενωθεί ακόμη με τα σώματα μας: φώτιζε απέξω αυτούς που τον προσεγγίζανε αξίως… αλλά σήμερα, αφού ενώθηκε μαζ’ι μας και ενυπάρχει μέσα μας, φωτίζει την ψυχή από μέσα» ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Τριάδες, 1,3,38,σ.192.
(27) «Το φως αυτό σήμερα λάμπει μερικά ως εχέγγυο γι’ αυτούς που μέσα στην
προσπαπάθεια, έχουν υπερβεί κάθε καταραμένο, με την καθαρή και άϋλη προσευχή, και κάθε τι καθαρό» ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Τρίάδες, 2,3,σ.66.
(28) «Του αυτού άρα φωτός και ο νους και η αίσθησις αντιλήψεται, εκάτερον μέντοι αναλόγως εαυτώ, άλλ’ υπέρ αίσθησιν και νουν…»ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Υπέρ ησυχαζόντων, 2.3.25, σ.560.
(29) ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Τριάδες, 2,3,36, σ.460.
(30) JEAN MEYENDORFF, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η ορθόδοξη μυστική παράδοση, σ.65.
(31) «Εγώ ήρθα στον κόσμο σαν το φως, έτσι ώστε όποιος πιστεύει σ΄εμένα να μη μείνει στο σκοτάδι»(Ιω. 12,46).
(32) «Αυτός ήτανε η ζωή, και ήταν η ζωή αυτή το φως για τους ανθρώπους. Το φως αυτό έλαμψε μέσα στου κόσμου το σκοτάδι… Ο Λόγος ήταν το αληθινό φως, και καθώς έρχεται στον κόσμο φωτίζει κάθε άνθρωπο»(Ιω. 1,4-9).
(33) « Ο Λόγος ήταν το αληθινό το φως που καθώς έρχεται στον κόσμο φωτίζει κάθε άνθρωπο»(Ιω. 1,9).
(34) (Α΄ Ιω. 1,5).
(35) «… και να ποια είναι η καταδίκη: Το φως ήρθε στον κόσμο, οι άνθρωποι όμως αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως, γιατί οι πράξεις τους ήταν πονηρές»(Ιω.3,19).
(36) « Εκεί μεταμορφώθηκε μπροστά τους, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και τα ενδύματά του έγιναν άσπρα σαν το φως»(Μτ. 17,2).
(37) «Αυτός είναι η ακτινοβολία του θεϊκού μεγαλείου και η τέλεια έκφραση της θεϊκής υπόστασης»(Εβρ. 1,3).
(38) «κάθε άνθρωπος που πράττει έργα φαύλα μισεί το φως και δεν έρχεται στο φως, γιατί φοβάται μήπως αποκαλυφθούν τα έργα του και κριθούν. Όποιος όμως κάνει πράξεις σύμφωνες με την αλήθεια του θεού, αυτός έρχεται στο φως. Έτσι θα φανεί πως οι πράξεις του έχουν γίνει από υπακοή στο θεό»(Ιω. 3,20-21).
(39) «…περπατάτε όσο έχετε το φως, για να μη σας πιάσει το σκοτάδι. Κι αυτός που περπατάει στο σκοτάδι δεν ξέρει που πάει»(Ιω. 12,35).
(40) «Ο Θεός είναι φως… Αν λοιπόν ισχυριστούμε πως έχουμε κοινωνία με το Θεό, ενώ ζούμε στο σκοτάδι, λέμε ψέματα… Αν όμως ζούμε μέσα στο φως, όπως ο Θεός είναι στο φως, τότε έχουμε κοινωνία μεταξύ μας»(Α΄Ιω. 1,5-7).
(41) ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγοι εις το Βάπτισμα, Κεφ.37, P.G.36, 412.
(42) (Εφ. 5,14).
(43) «Είναι αδύνατο αυτούς που μια φορά φωτίστηκαν, γεύτηκαν τη δωρεά του θεού, δέχτηκαν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος»(Εβρ. 6,4).
(44) ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ, Ελληνική Πατρολογία, τ.150.
(45) « κάποτε ήσασταν στο σκοτάδι, τώρα όμως που πιστεύετε στον Κύριο, είστε στο φως. Να ζείτε λοιπόν, σαν άνθρωποι που ανήκουν στο φως»(Εφ. 5,8).
(46) ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγοι εις το Βάπτισμα, κεφ 37, P.G. 36, 412.
πηγή: http://www.antifono.gr/portal/index.php?option=com_content&view=article&id=148&catid=185:2009-06-18-15-00-14&Itemid=359
Αναδημοσίευση από: http://exagorefsis.blogspot.com/

Ο Οντολογικός Δεσμός Εικόνας και Προτύπου

Ο Οντολογικός Δεσμός Εικόνας και Προτύπου

Ο Οντολογικός Δεσμός Εικόνας και Προτύπου

Βυζαντινή φιλοσοφία της εικόνας
(Γ. Ζωγραφίδης)

Πως υπάρχει το πρότυπο στην εικόνα ή πώς και κατά πόσο μετέχει η εικόνα στην πραγματικότητα του προτύπου; Η ερμηνεία ότι υπάρχει ουσιολογική θέση μεταξύ τους και ένα είδος "μαγικής ταυτότητας" δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί με αξιώσεις! Ο Δαμασκηνός επιμένει ότι πρότυπο και εικόνα ανήκουν σε δύο διαφορετικές κατηγορίες.
Η πρόταση «άλλο γαρ εστίν η εικών και άλλο το εικονιζόμενον» δηλώνει ακριβώς την ετερότητα ως προς την ουσία. Εξάλλου, όπως είδαμε, στην εικόνα δεν "γράφεται" η ουσία του προτύπου. Αυτό που χάνεται στην απεικόνιση λ.χ. ενός ζώου και ειδικά του ανθρώπου είναι αυτό ακριβώς που ορίζει την ουσία ως ζώου, η ζωή του προτύπου.

Αντιθέτως, οι Εικονομάχοι κατηγορούνται από τους αντιπάλους τους οτι θεωρούν την ορθή εικόνα ομοούσια του προτύπου. Συνεπώς, η υλική φύση της εικόνας καθιστά αδύνατη την ύπαρξη ενός θεϊκού προτύπου της. Η πρόταση αυτή αποδίδει τις απόψεις των εικονομάχων, δεν προϋποθέτει όμως κατ'ανάγκην το "ομοούσιο" των δύο στοιχείων. Ειδικά ο Κωνσταντίνος Ε' χρησιμοποιούσε διαφορετικά από τους Εικονόφιλους τον όρο «ουσία» και με την «ταυτότητα» εννοούσε απλώς την πιστότητα της εικόνας σε χαρακτηριστικά του προτύπου.

Η μή αποκλειστική σχέση προτύπου και εικόνας, η ύπαρξη πολλών "όμοιων" εικόνων, εφόσον το κάθε πρότυπο δέχεται απειρία απεικονίσεων, θα διαιρούσε το πρότυπο, αν η στενή σχέση του με την εικόνα ήταν σχέση ουσίας. Αυτό όμως ισχύει μόνο για τη φυσική εικόνα που "γεννιέται" απο το πρότυπο. Αντίθετα, η καλλιτεχνική εικόνα "γίνεται".  

Ονομάζεται "παράγωγον" του προτύπου, όμως η παραγωγή αυτή δεν γίνεται απο την ουσία του, αλλά απο τη διαμόρφωση μιάς άλλης ουσίας και με την παρέμβαση ενός τρίτου, του δημιουργού. Αυτό που απεικονίζεται πρέπει να είναι κάτι που μπορεί να επαναλαμβάνεται χωρίς να ελαττώνει το πρότυπο. Και το πρότυπο δεν είναι σαν το πλατωνικό "είδος" που πραγματώνεται στα επιμέρους συγκεκριμένα όντα. Για τον Δαμασκηνό η εικόνα είναι ένα υπαρκτό και διακριτό όν, το οποίο απεικονίζει ορισμένα χαρακτηριστικά ενός πραγματικού προτύπου, που έχει ύλη και είδος.

Η διαφορά της ουσίας τους είναι δεδομένη, είτε πρόκειται για κτιστό είτε για άκτιστο πρότυπο. Στη δεύτερη περίπτωση το είδος της σχέσης τους είναι περίπλοκο, γιατί προστίθεται η θεμελιώδης οντολογική διαφορά και το γεγονός της διαρκούς εξάρτησης της ίδιας της ύπαρξης της εικόνας (ως κτιστού όντος) από το άκτιστο πρότυπο της. 

Ο Δαμασκηνός στους ορισμούς του, παρατηρεί ότι "ού κατά πάντα έοικεν η εικών τω προτωτύπω" και- σχεδόν ταυτόσημα- "ού κατά πάντα ομοιούται προς το αρχέτυπον". Και αν το " ουκ έοικεν" δηλώνει απλώς τη διαπιστωμένη διαφορά δύο πραγμάτων, το "ουχ ομοιούται" συνδέει ευκρινέστερα τη διαφορά αυτή με την πορεία δημιουργίας του δευτέρου με βάση το πρώτο. 

Η εικόνα κατασκευάζεται ώστε να ομοιάζει με το πρότυπο, την πρόβαση αυτή μπορούμε να ονομάσουμε προσομοίωση. Είναι φαινομενικά παράξενο οτι η "εικών" (η ρίζα της στο ρήμα "έοικα") δεν εκπληρώνει στην εντέλεια την συνθήκη που την ορίζει ως τέτοια. Όμως τίποτε δεν μπορεί να "ομοιάζει" πλήρως με κάτι άλλο: ακόμη και η "τελεία εικών" (στον θεολογικό χώρο, Υιός-Πατήρ) έχει-έστω και μία- διαφορά. Το αντίθετο θα προκαλούσε σύγχυση ανάμεσα στο πρότυπο και την εικόνα, η οποία θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι διπλασιάζει ή και πολλάπλασιάζει τον κόσμο.

Βυζαντινή φιλοσοφία της εικόνας
(Γ. Ζωγραφίδης)


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:Facebook Twitter

ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
«Ποτέ μην καταφρονήσεις πηγούλα από την οποία έχεις πιει νερό»

Παραίνεση του πνευματικού μου πατέρα

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι είμαι ευγνώμων στο Θεό για την από νηπιακή ηλικία πορεία μου μέσα στην διαμαρτυρόμενη ευαγγελική εκκλησία καθώς πήρα πολλά μαθήματα και ευλογίες και είδα πολλές φορές το χέρι του Θεού στη ζωή μου.


Ως μεταστραφής διαμαρτυρόμενος θα ήθελα να σας πω ότι όταν με τη χάρη του Θεού έγινα ορθόδοξος- μπαίνω με τη χάρη του Θεού στον έβδομο χρόνο - το έκανα επειδή κατάλαβα ότι η Εκκλησία του Χριστού θα μπορούσε να διασφαλίσει τη σωτηρία μου κάτι που ο προηγούμενος χώρος αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι δεν είχε ούτε τον τρόπο ούτε τα εφόδια για να με βοηθήσει να αντιμετωπίσω ριζικά τα προσωπικά μου πνευματικά αδιέξοδα. Και αυτό δεν το λέω για να καταφρονήσω το χώρο τον οποίο για τόσα χρόνια κινιόμουνα αλλά για να τονίσω ότι μια τέτοια ανάγκη με ώθησε να ψάξω ακόμα και εκεί που δεν πίστευα ότι υπήρχε περίπτωση να βρω βοήθεια.

Παρακαταθήκη για να γίνω ορθόδοξος ήταν η επαφή που είχα με ορθόδοξους που μπορεί να απέρριπτα τα πιστεύω τους - ακόμα και τη σωτηρία τους- αλλά δεν μπορούσα να παραγνωρίσω το χριστιανικό τους χαρακτήρα και το παράδειγμα που μου έδιναν. Η αποδοχή τους ήταν δεδομένη από την αρχή αρκεί να μην αρχίζαμε να δογματίζουμε.

Η αποδοχή λοιπόν αυτών των ανθρώπων και το δικαίωμα που μας έδωσαν να μιλάμε για αυτά που συμφωνούμε και να αφήσουμε στην άκρη τα υπόλοιπα, μας οδήγησε στην ορθοδοξία μετά από χρόνια σοβαρού ψαξίματος της πατερικής θεραπευτικής κατ' αρχάς, και τη σοφίας των πατέρων κατ' επέκταση. Να σημειώσω ότι πολλές φορές αγανακτούσα μέσα μου με τις πρακτικές τους ( κεριά, άγιοι, προσκύνηση λειψάνων, θεία κοινωνία κτλ) αλλά και για την άκαμπτη στάση τους σε πολλά δογματικά θέματα. Η αγάπη όμως που έδειχναν στο πρόσωπό μας κάλυπτε τα ανωτέρω "ελαττώματα" τους.

Ως διαμαρτυρόμενος δεν μπορούσα να προσεγγιστώ με λογικά επιχειρήματα διότι αυτό είναι κάτι με το οποίο ασχολούμουν συνεχώς αφού έπρεπε να τεκμηριώσω το κάθε τι που πίστευα και στον εαυτό μου αλλά και στις άλλες ομολογίες που ερχόμουν σε επαφή. Έτρωγα συνέχεια από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Ο τρόπος που χρειαζόμουν να προσεγγιστώ είναι δια του αγαθού δηλαδή χωρίς πολλά επιχειρήματα αλλά με την προσέγγιση στο βίωμα και τη χάρη της εκκλησίας, πράγματα βέβαια τα οποία βιώνονται μόνο αν σε φωτίσει η χάρις του θεού.

Όποιοι λοιπόν κατηγορούν τους διαμαρτυρόμενους ως αιρετικούς ουσιαστικά τους κατηγορούν για κάτι που ο Θεός δεν έκανε στη ζωή τους ακόμα. Αν και μόνο αν φωτιστούν, καταλάβουν, και απορρίψουν τότε βέβαια θα είναι αιρετικοί γιατί απέρριψαν κάτι που ο θεός τους το έδειξε καθαρά. Οι υπόλοιποι είναι απλά πλανεμένοι οι οποίοι βρήκαν κάπου κάποιον να τους μιλήσει για το Θεό και να τους δώσει μία ελπίδα και ένα νόημα στη ζωή τους . Το γεγονός ότι ζουν χωρίς ολόκληρη την αλήθεια τους κάνει θέσει αιρετικούς αλλά όχι φύσει αιρετικούς αφού δεν έχουν επίγνωση του τι απορρίπτουν. Και αυτά τα λέω όχι θεωρητικά αλλά πρακτικά έχοντας βιώσει τι σημαίνει να μπαίνεις στην ορθοδοξία και να προσπαθείς να τη ζήσεις εν μετανοία, μετά από δεκαετίες στη διαμαρτύρηση.

Όταν η καρδιά μας γεμίσει αγάπη θα δείτε πόσο διαφορετικά θα σας δεχθούν και θα σας ακούσουν. Και αυτό το λέω γιατί είμαι μάρτυρας ενός ολοένα αυξανόμενου ρεύματος προβληματισμού στους κόλπους των διαμαρτυρόμενων οι οποίοι φαίνεται να οδηγούνται στην ορθοδοξία από μια αόρατη δύναμη.

ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΟΥ SOLA SCRIPTURA

θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί είχα τέτοια προσκόλληση στην αποκλειστικότητα της Αγίας Γραφής ως μόνη πηγή θείας αποκάλυψης και το πως κατάλαβα τη σωστή διάσταση της.

Το sola scriptura είναι ένα από τα πιστεύω που όλοι οι προτεστάντες συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους. Λόγω της χαμηλής εκτίμησης που είχα στην Εκκλησία του Χριστού και στην λειτουργία της ως υποστηρικτή της πνευματικής πορείας του πιστού αναγκαστικά περιορίστηκα στο προϊόν της Εκκλησίας που είναι η Αγία Γραφή.                                 
                  
Έτσι αφού ήρθα σε επαφή με το Λάγο του Θεού και ελλείψει αναλόγων εκκλησιαστικών παραστάσεων κατέληξα να θαυμάσω το"δημιούργημα" μάλλον παρά τον Δημιουργό. Και αυτό γιατί δεν έβλεπα ότι ο Χριστός δεν χωρίζεται από την Εκκλησία Του όπως το κεφάλι δεν χωρίζεται από το σώμα.

Γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι όπως μέσα στη Μητέρα του Κυρίου ενσαρκώθηκε δι'Αγίου πνεύματος ο αιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού έτσι και μεσώ της εκκλησίας ενσαρκώθηκε ο γραπτός Λόγος που δεν είναι άλλος από την Αγία Γραφή.

Γιατί έλεγα ότι το εδραίωμα της εκκλησίας είναι η αλήθεια -όπως είχα το "δικαίωμα" να αντιλαμβάνομαι- και δεν καταλάβαινα τι σημαίνει ότι η εκκλησία είναι ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας.

Έτσι χωρίς να χάσει μέσα μου την αξία του ο Λόγος του Θεού κατάφερα να παραιτηθώ από το "δικαίωμα" του ατομικού αλάθητου στην ερμηνεία της Γραφής, η οποία είχε αλλάξει αρκετές φορές με την πάροδο των ετών, και συν Θεώ να γνωρίσω τον παράγοντα Εκκλησία να υποταχθώ σ'  αυτήν με ταπείνωση και να γνωρίσω τον απίστευτο πλούτο σοφίας και πνευματικότητας που κρύβει μέσα της.

Κοιτάζοντας πίσω αναρωτιέμαι πως μπορούσα να ζω την πνευματική μου ζωή χωρίς το σύστημα υποστήριξης που άφησε πίσω ο Χριστός μέσα στην απίστευτη σοφία του και αγάπη για το ποίμνιο Του που είναι η Εκκλησία Του και τα μυστήρια αυτής. Ένιωθα σαν τον αθλητή που ήθελε να αθληθεί και που αγαπούσε το άθλημά του αλλά προσπαθούσε να τα καταφέρει χωρίς προπονητή δηλαδή υποβίβαζα την προσπάθειά μου στο επίπεδο του ερασιτέχνη.

Γιατί μόνο εδώ υπάρχει ένα θεραπευτικό σύστημα που έχει παραδοθεί από τον Χριστό στους μαθητές του και απ αυτούς στους δικούς τους μαθητές κ.ο.κ. Ιδού λοιπόν τι σημαίνει Ιερά Παράδοση. Να γιατί ο άνευ διδασκάλου χριστιανισμός οδηγεί σε ατομική και περιορισμένη κατανόηση της Βίβλου που με τη σειρά της οδηγεί σε πλάνες και ατέρμονους κατακερματισμούς των προτεσταντικών συναθροίσεων. Ο Απόστολος Παύλος άραγε στους Κορίνθιους με τους οποίους έμεινε τρία χρόνια τους έγραφε επιστολές ή τους παρέδινε αυτά που είχε παραλάβει από τον Κύριο;  Γιατί η θεραπεία των παθών, θέμα για το οποίο δεν είχα λάβει καμιά μαθητεία και όσους, είναι κάτι που πίσω από την οποία πνευματική μου βιτρίνα κατάλαβα και καταλαβαίνω ότι έχω απόλυτη ανάγκη μέσω της συνεχούς μετάνοιας δηλ. ανακαίνισης του νου, και της ταπείνωσης  για την οποία ελάχιστα κηρύγματα είχα ακούσει κατά τη διάρκεια της περιήγησης μου σε ουκ ολίγες προτεσταντικές συναθροίσεις. Πώς λοιπόν θα μπορούσα πρακτικά να βιώσω τη σωτηρία δια της χάριτος αφού τη χάρη ο θεός τη δίνει στους ταπεινούς; Και τι αξία έχει μια πίστη η οποία πηγάζει από μια υπερήφανη καρδιά; Γιατί η ταπείνωση είναι η συχνότητα στην οποία εκπέμπει ο Θεός και μόνο οι καθαροί στην καρδιά μπορούν να καταλάβουν τα σήματά Του.

Έτσι αντί να εστιάζω στις προϋποθέσεις για να λάβει κάποιος το δώρο της σωτηρίας που είναι η αναγέννηση μέσω του αίματος του Ιησού Χριστού κατάλαβα ότι πιο σπουδαίο είναι η διατήρηση αυτού του δώρου που συναισθάνομαι ότι ο μόνος χώρος που μου το διασφαλίζει είναι η θεραπευτική των πάτερων της εκκλησίας μας.

Κλείνοντας θα ήθελα να καλέσω όλους τους καλοπροαίρετους χριστιανούς να πάνε στο Θεό με ταπείνωση και να ζητήσουν να τους δείξει αν υπάρχει κάτι σε σχέση με την Εκκλησία Του που δεν το έχουν καταλάβει να τους το αποκαλύψει και να τους βοηθήσει τα όποια προσκόμματα θεωρούν ότι υπάρχουν να τους εξηγηθούν.

Επίσης να τονίσω ότι βασική ανάγκη κάθε ανθρώπου είναι να μετατραπεί όχι σε εργαλείο του Θεού -κάτι που είχα εκπαιδευτεί αρκετά- αλλά σε κατοικητήριο του Θεού -κάτι που θα χρειαστώ μια ζωή για να το μάθω, και  με τη χάρη Του μία αιωνιότητα να το ζήσω.
Μαρίνος

Ευχαριστώ πολύ τον Μαρίνο για την δημοσίευση της μεταστροφής του. Ο Χριστός και Οι Άγιοι Πατέρες να φωτίζουν Αενάως τον δρόμο σου.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:Facebook Twitter

Ιωάννης Δαμασκηνός: Ο μεγάλος δογματικός της Εκκλησίας μας και υπερασπιστής των εικόνων

Ιωάννης Δαμασκηνός: Ο μεγάλος δογματικός της Εκκλησίας μας και υπερασπιστής των εικόνων

Ιωάννης Δαμασκηνός: Ο μεγάλος δογματικός της Εκκλησίας μας και υπερασπιστής των εικόνων
Του Ιωάννη Γ. Ζαχαράκη, Μ.Δ.Ε. Θεολογίας

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους θεολόγους του 8ου αιώνα. Έλαβε τον τίτλο του Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας, αφού εκτός από ποιμένας, μοναχός και πρεσβύτερος στη Μονή του Αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη, περιοχή που ανήκε στο Αραβικό Χαλιφάτο, υπήρξε και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Έφερε, δηλαδή, το ειδικό χάρισμα, το ειδικό προνόμιο και την ειδική ευθύνη να διδάσκει και να ερμηνεύει στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, καθώς και να αντιμετωπίζει σθεναρά τα μεγάλα δογματικά προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην Εκκλησία. Και μια τέτοια, καίρια για τη σωτηρία των ανθρώπων, θεολογική κρίση που συντάραξε την Εκκλησία για περισσότερα από 100 χρόνια ήταν η αντιπαράθεση σχετικά με την προσκύνηση ή μη των ιερών εικόνων...

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γεννήθηκε στη Δαμασκό, πρωτεύουσα του Χαλιφάτου από το 661, και κατάγονταν από επιφανή ελληνοσυριακή οικογένεια της πόλεως. Από το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του ονομάσθηκε «Δαμασκηνός». Ο παππούς του Μανσούρ, δηλαδή Νικηφόρος ήταν ο διοικητής της βυζαντινής φρουράς της Δαμασκού, όταν οι Άραβες εισήλθαν το 634 στην πόλη και την κατέλαβαν. Ο πατέρας του Σέργιος, κατά μεν το βιογράφο του, Ιωάννη τον Η΄, πατριάρχη Ιεροσολύμων (12ος αι.) ήταν «Πραγμάτων Επίτροπος», κατά δε το Θεοφάνη το χρονογράφο, κατείχε το αξίωμα του «Λογοθέτη» στην κυβέρνηση του Χαλίφη Αμπτ-ελ-Μαλέκ (Αβιμέλεχ 685-705), θέση αντίστοιχη με αυτή του Υπουργού για υποθέσεις σχετικές με τους υπόδουλους χριστιανούς και ειδικότερα με την κατανομή και καταβολή των φόρων. Ο Κων/νος ο Ε΄ (740-775), γιος και νόμιμος διάδοχος του Λέοντα του Γ΄ (714-740), του πρώτου εικονομάχου βυζαντινού αυτοκράτορα και ένας από τους σφοδρότερους πολέμιους των ιερών εικόνων, αποκαλούσε χλευαστικά τον Ιωάννη αντί Μανσούρ (Νικηφόρος), Μανζέρ (νόθος).
Η χρονολογία γέννησης του Ιωάννη δύναται να τοποθετηθεί, όπως αρκετοί υποστηρίζουν, γύρω στο 680. Από μικρή ηλικία είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις εγκύκλιες, δηλαδή τις βασικές σπουδές του, κοντά στον ικανό διδάσκαλο και λόγιο μοναχό Κοσμά τον Ξένο ή Ικέτη εκ Καλαβρίας, ο οποίος όντας δούλος είχε εξαγορασθεί από τον πατέρα του. Σύμφωνα, μάλιστα, με ανεκδοτολογικές πηγές του βίου του ο πατέρας του βρήκε τον Κοσμά ενώ διερχόταν την αγορά της πόλης, όπου και τον συνάντησε. Βρισκόταν ανάμεσα σε άλλους δυστυχισμένους αιχμαλώτους των Σαρακηνών, οι οποίοι επρόκειτο άλλοι μεν να πωληθούν, άλλοι δε να φονευθούν. Επιδρομές Αράβων στη Σικελία και την Κάτω Σικελία μαρτυρούνται γύρω στο 700. Ο Σέργιος παρατήρησε ότι μεταξύ των δούλων υπήρχε και ένας μοναχός, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα λυπημένος. Τότε τον ρώτησε, γιατί είναι τόσο στεναχωρημένος, αφού ο ίδιος είχε επιλέξει, πριν ακόμα συλληφθεί, να εγκαταλείψει τον κόσμο και να ακολουθήσει το μοναχικό βίο, γνωρίζοντας άλλωστε ότι οι δοκιμασίες της ζωής είναι συμβατές με τη μοναχική ζωή. Επέμενε μάλιστα να τον ρωτά, γιατί φοβάται τόσο πολύ θάνατο, εφόσον πεθαίνοντας εγκαταλείπει τον παρόντα κόσμο της φθοράς και της ματαιότητας. Η απάντησή του ήταν συγκλονιστική, αφού όπως υποστήριξε δεν έκλαιε για τα δεινά του, αλλά για το γεγονός ότι ενώ ήταν μορφωμένος και ικανός δάσκαλος, δεν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις γνώσεις του και να αφήσει αντάξιους συνεχιστές του.
Ο Σέργιος, αντιλαμβανόμενος ότι ο μοναχός Κοσμάς ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του, πλήρωσε τα απαιτούμενα λύτρα και απελευθέρωσε το μοναχό. Κοντά στον Κοσμά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αλλά και ο έτερος αδελφός του Κοσμάς, ο μετέπειτα επίσκοπος Μαϊουμά και υμνογράφος της Εκκλησίας, διδάχθηκε αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία, ρητορική, ηθική κατά Πλάτωνα και Αριστοτέλη και φυσικά θεολογία. Είναι συγκινητικά τα λόγια με τα οποία ο Σέργιος απευθύνεται προς το μοναχό Κοσμά: «Γνώριζε, σοφότατε και λογιότατε, ότι όχι μόνο από την αιχμαλωσία σε λύτρωσα, αλλά σε κάνω και δεσπότη του σπιτιού μου, μέτοχο στις χαρές και στις λύπες μου. Άλλη χάρη δεν ζητώ από την αγιοσύνη σου, παρά μόνο να καταβάλεις κάθε προσπάθεια να διδάξεις σ΄ αυτά τα δύο παιδιά, όλη την σοφία και τη μάθηση που γνωρίζεις. Είναι δε ο Ιωάννης γνήσιο παιδί μου, ενώ ο Κοσμάς κατάγεται από τα Ιεροσόλυμα και τον πήρα από μικρό κοντά μου, γιατί ήταν ορφανός και τον αγαπώ όχι λιγότερο από τον Ιωάννη». Ο λόγιος μοναχός Κοσμάς, αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευση των παιδιών του Σεργίου, αποσύρθηκε στη Μονή Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων, όπου και εμόνασε μέχρι το θάνατό του.
Ο Ιωάννης, μετά το θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε καθήκοντα πρωτοσυμβούλου στο χαλιφάτο κατά την περίοδο του χαλίφη Ουαλίδ (705-715), αξίωμα πιθανότατα υψηλότερο από εκείνο του πατέρα του. Στη συνέχεια, άγνωστο πότε και κάτω από ποιες συνθήκες, αναχώρησε για τη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου προηγουμένως είχε εγκαταβιώσει ο διδάσκαλός του, μοναχός Κοσμάς. Η αναχώρησή του, σύμφωνα με σχετική παράδοση, έγινε ύστερα από σύγκρουση με τον εικονομάχο βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα τον Γ΄.
Αναφέρεται μάλιστα ότι ο αυτοκράτορας προκειμένου να εκδικηθεί τον Ιωάννη, εικονόφιλο και δεινό υπερασπιστή των ιερών εικόνων, διέδωσε ψευδώς ότι ο Ιωάννης με επιστολή του ζητούσε επέμβασή του, προκειμένου να λυτρωθούν τόσο ο ίδιος όσο και οι χριστιανοί της περιοχής του από την εξουσία του χαλίφη. Ο χαλίφης, θεωρώντας το Σύμβουλό του προδότη, διέταξε την αποκοπή της δεξιάς χείρας του Ιωάννη. Ωστόσο, μετά από θερμή και επίμονη προσευχή μπροστά στην εικόνα της Παναγίας το χέρι του θεραπεύθηκε. Το θαυμαστό αυτό γεγονός αναγράφεται επάνω στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της επονομαζομένης Τριχερούσας, η οποία φυλάσσεται στη Ιερά Μονή Χελανδαρίου Αγίου Όρους. Τότε λέγεται ότι έγραψε τον Α΄ ειρμό του Κανόνος του Α΄ ήχου «Σου η τροπαιούχος δεξιά, θεοπρεπώς εν ισχύϊ δεδόξασται».

Ωστόσο, όπως μας λέγει ο αείμνηστος Ρώσος Θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι και όπως συνάγεται από τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η αναχώρηση του Ιωάννη για τη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα έγινε πριν την έκρηξη της εικονομαχικής έριδας. Μετά τη δική του αναχώρηση τον ακολούθησαν στο μοναστήρι τόσο ο αδελφός του Κοσμάς όσο και ο ανιψιός του Στέφανος.
Με την εγκαταβίωσή του στη Μονή του Αγίου Σάββα ο γέροντάς του, επιδιώκοντας να καταπολεμήσει το εγωισμό του Ιωάννη, αφού προερχόταν από αρχοντική οικογένεια και ήταν κάτοχος υψηλού αξιώματος, του επέβαλε την απαγόρευση για μεγάλο χρονικό διάστημα αφενός μεν να συγγράφει, αφετέρου δε να ομιλεί. Ο Ιωάννης σεβάστηκε επί μακρόν την απαγόρευση του γέροντά του, ωστόσο, ύστερα από παράκληση κάποιου μοναχού, συνέθεσε το τροπάριο «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα». Ο γέροντάς του τότε επέβαλε στον Ιωάννη το επιτίμιο να φροντίζει ολόκληρο το χώρο της ιεράς μονής. Πράγματι ο Ιωάννης ανταποκρίθηκε στο επιτίμιο του γέροντα και εκείνος τότε του επέτρεψε να ασχολείται με την αγαπημένη του συνήθεια, δηλαδή τη συγγραφή θεολογικών ύμνων και κειμένων. Αργότερα ο Ιωάννης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη τον Ε΄ (706-735), συνεχίζοντας με περισσότερο ζήλο και αυταπάρνηση τη σκληρή άσκηση και συγγραφή. Μέχρι την κοίμησή του, νωρίτερα ασφαλώς από τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), στα πρακτικά της οποίας ρητά αναφέρεται ως αποθανών, συνέχισε να υπερασπίζεται την προσκύνηση και την τιμή των ιερών εικόνων.
Ο Ιωάννης έχοντας λάβει πλούσια μόρφωση, αλλά και αφιερωμένος όπως ήταν στη συνεχή μελέτη της πατερικής παράδοσης και της ελληνικής φιλοσοφίας, μας άφησε πλουσιότατο συγγραφικό έργο σε πάρα πολλούς θεολογικούς τομείς. Τα έργα του διακρίνονται κυρίως σε ερμηνευτικά, δογματικά, αντιρρητικά, ηθικά, ομιλίες, αγιολογικά και ποιητικά, τα οποία τον ανέδειξαν σε έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές της Ανατολικής Εκκλησίας. Θεωρείται ως ο διαπρεπέστερος ποιητής κανόνων και ως ο περιφημότερος υμνογράφος αυτής της περιόδου.

Ο κανόνας ήταν ένα καινούριο είδος εκκλησιαστικής ποίησης, το οποίο εμφανίζεται κατά τους 6ο και 7ο αιώνα και οι πιο φημισμένοι ποιητές κανόνων είναι ο Ανδρέας Κρήτης, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Κοσμάς, επίσκοπος Μαϊουμά (7ος – 8ος αι.) κ.ά.. Ονομάστηκε το είδος αυτό έτσι, διότι ο μελωδός χρησιμοποιούσε ως κανόνα – χάρακα στη σύνθεση του ύμνου κάποια συγκεκριμένα γεγονότα τόσο από την Παλαιά όσο και από την Καινή Διαθήκη, όπως για παράδειγμα το θαύμα της σωτηρίας του Ιωνά μέσα στην κοιλιά του θαλάσσιου κήτους κ.ά.. Τα τροπάρια αυτά συνέβαλαν τα μέγιστα στην κατανόηση των μεγάλων αληθειών της ορθοδόξου πίστεως, αφού περιείχαν κατεξοχήν δογματικές και άλλες σπουδαίες θεολογικές αλήθειες. Ο Ιωάννης έγραψε πλήθος κανόνων μεταξύ των οποίων και κανόνες για τις κυριότερες δεσποτικές και θεομητορικές εορτές. Στα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας περιέχονται 14 κανόνες, νεκρώσιμα και άλλα ποιήματά του, ενώ θεωρείται συντάκτης τουλάχιστον 90 κανόνων. Ο κανόνας του Πάσχα είναι ένας από τα περισσότερο γνωστά υμνολογικά έργα του. Θεωρείται δε ως ο βασικός συντάκτης της Οκτωήχου, δηλαδή του υμνογραφικού μέρους της Παρακλητικής, το οποίο ψάλλεται στους εσπερινούς και τους όρθρους των Κυριακών.

Ο Ιωάννης με την θεολογική παρουσία του, αν και, όπως ο ίδιος επανειλημμένως υποστηρίζει, δεν συνθέτει δικό του θεολογικό σύστημα, συνέβαλε αποφασιστικά στην οριοθέτηση της κανονικής Παράδοσης της Ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας. Ειδικότερα, στο ζήτημα των αυθεντικών πηγών αυτής της Παράδοσης, επισημαίνει ότι θεμέλιο είναι τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως τα απαρίθμησαν οι άγιοι Πατέρες στις Οικουμενικές Συνόδους. Αποδίδει δε μεγάλη σημασία στην επίμονη μελέτη των Γραφών, αφού αυτές παρέχουν σταθερά στηρίγματα στον κατ΄ Θεόν καταρτισμό των χριστιανών. «Κρούσωμεν τοίνυν εις τον κάλλιστον παράδεισον των Γραφών, τον ευώδη, τον γλυκύτατον, τον ωραιότατον, τον εν παντοίοις των νοερών θεοφόρων ορνέων κελαδήμασι περιηχούντα ημών τα ώτα, τον απτόμενον ημών της καρδίας … αλλά μη παρέργως κρούσωμεν, προθύμως δε και επιμόνως». Ωστόσο, επισημαίνει ότι η διατύπωση της αληθείας δεν ολοκληρώνεται αποκλειστικά και μόνο στην Αγία Γραφή, αφού πολλά έχουν παραδοθεί προφορικά: «Ου μόνον γράμμασιν τον εκκλησιαστικόν θεσμόν παρέδωκαν οι αυτόπται του λόγου, αλλά και αγράφοις τισί παραδόσεσιν». Φυσικά ο,τιδήποτε στρέφεται εναντίον της Αγίας Γραφής δεν μπορεί να αποτελεί Παράδοση, αλλά κάτι το οποίο δεν περιέχεται σε αυτή δεν είναι καταρχήν απορριπτέο.

Ως προς την κατανόηση του Θεού ο Ιωάννης επισημαίνει ότι ο Θεός ενώ είναι ακατάληπτος λόγω της υπερβατικότητάς Του, γίνεται καταληπτός μέσω των ενεργειών Του, δηλαδή της χάριτός Του. Ο Θεός δεν άφησε ποτέ τους ανθρώπους σε πλήρη άγνοια, αλλά έδωσε σ΄ αυτούς τα μέσα για να πληροφορηθούν την ύπαρξή Του. Από τη δημιουργία και την τελειότητα της κτίσης λαμβάνουμε την πρώτη αμυδρά γνώση περί του Θεού, η οποία μας επιτρέπει να αναζητήσουμε τον κτίστη και δημιουργό της. Η παρουσία των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη και κατεξοχήν η ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού επιτρέπει να αποκτήσουμε την απαραίτητη γνώση περί του Θεού μας.

Όσον αφορά τον κόσμο, αισθητό και νοητό, επισημαίνει ότι προήλθε από την αγάπη του Τριαδικού Θεού, αφού ο Θεός επιθυμούσε να διευρύνει την Κοινωνία Του, ώστε να λάβουν και άλλα όντα ζωή και να απολαύσουν τις ευεργεσίες Του. Οι άγγελοι δεν είναι αθάνατοι κατά φύση, αλλά κατά χάρη. Ως κύριο έργο έχουν τη δοξολογία του Θεού και δευτερευόντως τη βοήθεια προς τους ανθρώπους. Το κακό δεν υφίσταται από μόνο του, αλλά είναι η απουσία του αγαθού: «Ουδέν γαρ έτερον εστί το κακόν, ει μη του αγαθού στέρησις, ώσπερ και το σκότος φωτός εστί στέρησις».

Σχετικά με την ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού, αναφέρει ότι αποτελεί το οριστικό μέσο απαλλαγής της ανθρωπότητας από την αμαρτία. Κατά τον Ιερό Δαμασκηνό βάση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, με το οποίο ο άνθρωπος ανέλαβε τις αρχαίες δυνάμεις του. Εξαίρει ακόμη την επίδοση στα ηθικά έργα και στον αγώνα κατά των πειρασμών, τονίζοντας επίσης την αξία της συμμετοχής στη λατρεία της εκκλησίας. Ωστόσο, επισημαίνει ότι πίστη και έργα ολοκληρώνονται μέσα από τη συμμετοχή των πιστών στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα, επικεντρώνεται στα μυστήρια του βαπτίσματος και της θείας ευχαριστίας, τα οποία είναι πρωταρχικά για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Η Θεοτόκος, για τον ιερό Δαμασκηνό, καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ των Αγίων της Εκκλησίας και σε πανηγυρικούς λόγους του εξυμνείται ως πηγή μεγάλης ευλογίας για τους χριστιανούς. Η αρμόζουσα σ΄ αυτή τιμή είναι της προσκύνησης και όχι της λατρείας, η οποία ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον Τριαδικό Θεό. Παρόμοια τιμή ανήκει και στους αγίους της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι «φίλοι του Χριστού» και «τέκνα του Θεού». Με αφορμή, μάλιστα, την πρώτη φάση της εικονομαχικής έριδας (726-787) συνέγραψε μεταξύ των ετών 726 και 730 τρεις λόγους περί των ιερών εικόνων. Η πρώτη φάση αυτής της διένεξης ξεκίνησε, όταν ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ΄ ο Ίσαυρος εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν η γονυκλισία των πιστών μπροστά στις εικόνες και δινόταν εντολή να αναρτηθούν ψηλότερα, ώστε να μην είναι δυνατή η προσκύνησή τους. Το πραγματικό πρόσωπο των εικονομάχων δεν άργησε να φανεί, αφού λίγο αργότερα στράφηκαν και εναντίον των πρεσβειών της Θεοτόκου και των λειψάνων των αγίων. Η κατάσταση πήρε εκρηκτικές διαστάσεις και οι εικονομάχοι πλέον θεωρούσαν ειδωλολατρική κάθε μορφή τέχνης που αναπαριστούσε τον Θεό και γι΄ αυτό απαιτούσαν την καταστροφή των ιερών εικόνων.

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όπως ο ίδιος αναφέρει, βλέποντας την Εκκλησία να διώκεται παντοιοτρόπως και το πρόσωπο του Ιησού Χριστού να αμφισβητείται, δεν μπορούσε να μείνει στη σιγή. Στράφηκε εναντίον των εικονομάχων, οι οποίοι έλεγαν ότι δεν επιτρέπεται να εικονίζουμε το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, λέγοντας ότι αυτό αποτελεί έμπνευση και έργο του αρχηγού της κακίας («αρχεκάκου») διαβόλου, όπως φυσικά και όλες οι προηγούμενες αιρέσεις και η αθεΐα. Ο διάβολος φθονεί τον άνθρωπο, διότι γνωρίζει ότι με την ύπαρξη των εικόνων και την τιμή προς τα εικονιζόμενα πρόσωπα, μπορεί να επικοινωνεί τόσο με το πρόσωπο του ίδιο του Ιησού Χριστού όσο και με τα πρόσωπα της Θεοτόκου και των αγίων της Εκκλησίας μας και μέσω αυτών να αγιάζεται.

Απέναντι μάλιστα στο επιχείρημα των εικονομάχων ότι στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός απαγορεύει στους Ισραηλίτες να κατασκευάζουν αγάλματα ή οποιαδήποτε άλλα κτιστά ομοιώματα του Θεού, απαντά ότι ο Θεός μέσα στην ιστορία ενεργεί ως άριστος ιατρός των ανθρώπων. Και αυτό γιατί σε κάθε εποχή χρησιμοποιεί τα κατάλληλα μέσα, ώστε να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα και δεν χορηγεί το ίδιο φάρμακο για όλους τους ανθρώπους και όλες τις ασθένειες. Και συνεχίζει, λέγοντας ότι οι απαγορεύσεις προς τους Ισραηλίτες δόθηκαν, διότι ακόμη βρίσκονταν σε «νηπιακή» ηλικία και υπήρχε κίνδυνος να οδηγηθούν στην ειδωλολατρία, όπως στην περίπτωση της κατασκευής του χρυσού μοσχαριού, ενώ ακόμη ο Μωϋσής βρισκόταν στο όρος Σινά για να παραλάβει τις δέκα εντολές. Άλλωστε, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, οι Ισραηλίτες δεν είχαν ακόμη δει το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, όπως εμείς οι χριστιανοί, για να μπορούν να το ζωγραφίσουν.

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει, επίσης, ότι οι εικόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν και παιδαγωγική σημασία, αφού είναι για τους αγραμμάτους υπόμνημα αντίστοιχο με ό,τι είναι τα βιβλία για τους εγγράμματους. Ο πιστός μέσω των εικόνων θυμάται και ενατενίζει τη θεοφιλή ζωή των αγίων της Εκκλησίας και φυσικά του ίδιου του Ιησού Χριστού. Ολοκληρώνει δε την επιχειρηματολογία, λέγοντας με έμφαση ότι προσκυνούμε και λατρεύουμε μόνο τον κτίστη και δημιουργό, ο οποίος από τη φύση του είναι Θεός. Τιμούμε, όμως, και τη Θεοτόκο ως μητέρα του Ιησού Χριστού, καθώς και τους αγίους ως εκλεκτούς φίλους του Θεού. Τιμώντας, ωστόσο, τις άγιες εικόνες, λέγει χαρακτηριστικά, ότι δεν προσκυνούμε την ύλη με την οποία είναι φτιαγμένες αυτές, αλλά το εικονιζόμενο πρόσωπο, διότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει».

Κλείνοντας, την αναφορά μας στο πρόσωπο του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, αξίζει να επισημάνουμε ότι υπήρξε είναι ένας από τους πλέον δυναμικούς και πολυμαθείς θεολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Η μόρφωσή του ήταν τόσο μεγάλη που σύμφωνα με τον Σουΐδα δεν μπορεί να συγκριθεί με καμιά άλλη εκκλησιαστική προσωπικότητα της εποχής του: «ανήρ ελλογιμώτατος και ουδενός δεύτερος». Ωστόσο, παρά τη μεγάλη σοφία του δεν υπερηφανευόταν καθόλου, αλλά όσο περισσότερο προόδευε πνευματικά τόσο «έγερνε» από ταπείνωση. Υπήρξε ακόμα και κορυφαίος υμνογράφος και μελωδός της Εκκλησίας μας. Χάρη στην ευγλωττία του απεκλήθη από τον χρονογράφο Θεοφάνη «χρυσορρόας» και «όσιος πατήρ», ενώ για το πλούσιο μουσικό του έργο ονομάσθηκε «Μαΐστωρ της μουσικής». 

Ο Ιωάννης Ευχαΐτων γράφει σχετικά:
«χελιδόνα λιγυράν
και αηδόνα μελιχράν και ηδύλαλον,
των ασμάτων λύραν παναρμόνιον,
πηγήν νέκταρ βλύζουσαν άϋλον,
κρατήρα χρυσόρρειθρον και
μουσικόν του πνεύματος όργανον.»

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του μεγάλου αυτού Πατέρα και Διδάσκαλου της στις 4 Δεκεμβρίου και όπως μας παρακινεί το κοντάκιο της εορτής, «τον υμνογράφον και σεπτόν Ιωάννην, της Εκκλησίας, παιδευτήν και φωστήρα, και των εχθρών αντίπαλον υμνήσωμεν πιστοί∙ όπλον γαρ οράμενος, τον Σταυρόν του Κυρίου, πάσαν απεκρούσατο, των αιρέσεων πλάνην∙ και ως θερμός προστάτης εις Θεόν, πάσι παρέχει, πταισμάτων συγχώρησιν».

antiairetikos.blogspot.gr


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:Facebook Twitter