ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
(1924 - 1994)
Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡ. ΕΥΘΥΜΙΟΥ
(1924 - 1994)
Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡ. ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Τό καλοκαίρι τοῦ 1975 ἀξιώθηκα νά μεταβῶ γιά πρώτη φορά στό "Περιβόλι τῆς Παναγίας", τό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπισκέφθηκα διάφορες αἰωνόβιες μονές, προσκύνησα πολλούς ἀπό τούς ἀτίμητους θησαυρούς τοῦ ἁγιωνύμου τόπου, δηλαδή, ἱερά λείψανα μαρτύρων καί ὁσίων τῆς πίστεώς μας, καθώς καί ἁγίας εἰκόνας. Συμμετεῖχα στίς καθημερινές μακρές ὁλονύκτιες ἀκολουθίες, πού ἐπισφραγίζονται μέ τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, νωρίς τό πρωί. Παρεκάθησα στήν λιτή μοναστηριακή τράπεζα, ὅπου ὅλα σοῦ θυμίζουν, ὅτι τρῶς γιά νά ζῆς καί νά ἀγωνίζεσαι γιά τήν σωτηρία σου καί δέν ζῆς γιά νά τρῶς, ὅπου καί τό κατανυκτικό πατερικό ἀνάγνωσμα ἐπιδιώκει νά μεταθέτη τόν νοῦ τῶν συνδαιτημόνων στόν οὐρανό. Συναναστράφηκα συνειδητούς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι, ἐμπνεόμενοι ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα καί ὑπακούοντες στήν προτροπή τοῦ Μεγ. Βασιλείου "πρόσεχε σεαυτῷ", ἀρνήθηκαν τόν κόσμο, ἀλλ' ὄχι τόν ἄνθρωπο, ὑπέρ τοῦ ὁποίου προσεύχονται ἐξ ἀγάπης ἀδιαλείπτως καί "μετά πολλῶν δακρύων" (Πράξ. 20,19), στό κελλί τους καί τόν ναό κατά τίς ἱερές παννυχίδες.
Σ' αὐτή τήν ἐπίσκεψη, παρά τήν ἐπιθυμία μου, δέν ἀξιώθηκα νά συναντήσω τόν Γέροντα Παΐσιο, πού τότε ἀσκήτευε στό Σταυρονικητιανό κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Τοῦτο ἔγινε ἀργότερα, "ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου" (Γαλ. 4,4). Ἐκεῖνο, ὅμως πού ἀπεκόμισα γι' αὐτόν τόν χαριτωμένο ἄνθρωπο στό πρῶτο προσκύνημά μου στό Ἅγιον Ὄρος, ἦταν τά χαρακτηριστικά λόγια ἑνός συμπροσκυνητοῦ, σήμερα ἀναπληρωτοῦ καθηγητοῦ στήν Ἰατρική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πού τόν εἶχε συναντήσει καί μοῦ εἶπε, ὅτι "ἡ ἀγάπη του σέ διαλύει", κάτι πού διεπίστωσα καί ὁ ἴδιος ἀργότερα.
Μέ αὐτόν τόν αὐθεντικό ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ θά ἀσχοληθῶ μέ συντομία στήν συνέχεια, ὅπως στό παρελθόν εἶχα τήν εὐκαιρία νά καταθέσω τήν μαρτυρία μου γιά τούς πεφιλημένους πνευματικούς μου πατέρες, τόν Γέροντα Πορφύριο καί τόν Γέροντα Ἰάκωβο.
Τήν Τρίτη, 12 Ἰουλίου 1994, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ, στό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στή Σουρωτή Θεσσαλονίκης, ὁ μακαριστός Γέρων Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ αὐθεντικός αὐτός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πού κατά κόσμον ὀνομαζόταν Ἀρσένιος Ἐζνεπίδης, γεννήθηκε στίς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924 στά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Πρόδρομο καί τήν Εὐλαμπία.
Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στίς 7 Αὐγούστου, λόγῳ τῶν ἐκτάκτων καί δεινῶν περιστάσεων, βαπτίστηκε στά Φάρασα ἀπό τόν ἅγιο Ἀρσένιο Χατζηεφεντῆ καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἀρσένιος.
Πρίν συμπληρωθῆ μήνας ἀπό τήν γέννησή του, ξερριζώθηκε μαζί μέ τούς γονεῖς, συγγενεῖς καί λοιπούς Φαρασιῶτες ἀπό τήν πατρογονική του ἑστία καί πῆρε τό δρόμο τῆς προσφυγιᾶς.
Τό πλοῖο μέ τούς πρόσφυγες ἔφθασε στήν μητροπολιτική Ἑλλάδα στίς 14 Σεπτεμβρίου. Ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντος, πρίν ἐγκατασταθῆ ὁριστικά στήν Κόνιτσα τό 1926, διέμεινε γιά λίγο διαδοχικά στόν Πειραιᾶ, στό Κάστρο τῆς Κέρκυρας καί σ' ἕνα χωριό, κοντά στήν Ἡγουμενίτσα.
Στήν Κόνιτσα τελείωσε τό Δημοτικό Σχολεῖο καί στήν συνέχεια ἐργάσθηκε σάν ξυλουργός μέχρι τό 1945, ὅταν κατετάγη στόν στρατό. Ἡ στρατιωτική του θητεία, τά δίσεκτα ἐκεῖνα χρόνια τοῦ ἐμφυλίου, διήρκεσε περίπου τέσσερα χρόνια, ἕως τό 1949, ὅταν ὁ ἀσυρματιστής Ἀρσένιος Ἐζνεπίδης πῆρε τό ἀπολυτήριό του μέ διαγωγή "ἐξαίρετο".
Τό 1950 πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος μέ σκοπό νά πραγματοποιήση τό ὄνειρο τῆς ζωῆς του, νά ἐνδυθῆ δηλαδή τό ἀγγελικό σχῆμα.
Τό 1954 στήν Μονή Ἐσφυγμένου, ὅπου βρισκόταν ὡς δόκιμος, ἔγινε ἡ τελετή τῆς "Ρασοευχῆς" καί μετονομάσθηκε σέ Ἀβέρκιο.
Τό 1956 βρισκόταν πλέον στήν Μονή Φιλοθέου. Ἐκεῖ ἔλαβε τό "Μικρό Σχῆμα" καί πῆρε τό ὄνομα Παΐσιος.
Τό 1958, μετά ἀπό παράκληση τῶν κατοίκων τῆς Κόνιτσας, πού κινδύνευαν πνευματικῶς ἀπό "ἐπιδρομή" Προτεσταντῶν, πού εἶχαν προσηλυτίσει ὀγδόντα φτωχές οἰκογένειες, ἐγκαταστάθηκε στήν Ἱερά Μονή Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου Στομίου, δίπλα στόν Ἀῶο ποταμό. Ἐκεῖ ἔμεινε ἀσκούμενος ἐπί τετραετίαν καί βοήθησε πολύ τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς, πού προσέφευγαν στήν Μονή.
Τό 1926 τόν συναντοῦμε νά ἀσκητεύῃ στό κελλί τῶν Ἁγίων Γαλακτίωνος καί Ἐπιστήμης, στήν ἔρημο τοῦ Ὄρους Σινᾶ.
Τό 1964 ἐπιστρέφει στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαθίσταται στό Κελλί τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων, τῆς Σκήτης τῶν Ἰβήρων.
Τό 1966, λόγω σοβαρᾶς ἀσθενείας, ὑπεβλήθη σέ χειρουργική ἐπέμβαση, κατά τήν ὁποία ἀφαιρέθηκε μεγάλο τμῆμα τῶν πνευμόνων του.
Τό 1967 ἐγκαταστάθηκε στό Λαυρεωτικό Κελλί τοῦ Ὑπατίου στά Κατουνάκια γιά ἐντονώτερη ἄσκηση.
Τό 1968 ἔλαβε τό "Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα", ἀπό τά χέρια τοῦ παπα-Τύχωνα, στό Σταυρονικητιανό Κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στό Κελλί αὐτό ἐγκαταστάθηκε μετά τήν κοίμηση τοῦ παπα-Τύχωνα, στίς 10 Σεπτεμβρίου 1968, ἀσκήτεψε δέ ἐκεῖ μέχρι τό 1979.
Τό 1979 ἐγκαταβίωσε στό Κουτλουμουσιανό Κελλί τῆς Παναγούδας, κοντά στίς Καρυές. Ἐκεῖ παρέμεινε μέχρι τό 1993, ἀσκούμενος καί δεχόμενος πολλές χιλιάδες ἀνθρώπων, πού τόν ἐπισκέπτονταν γιά νά μοιραστοῦν μαζί του τόν πόνο τους καί νά ζητήσουν τήν συμβουλή καί τήν προσευχή του.
Κατ' αὐτή τήν εὐλογημένη καί καρποφόρο δεκαπενταετία τῆς ἐγκαταβίωσής του στό Κελλί τῆς Παναγούδας μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά τόν ἐπισκεφθῶ μερικές φορές καί νά συνομιλήσω μαζί του.
Θυμᾶμαι τήν λαχτάρα μέ τήν ὁποία κατηφόριζα στό μονοπάτι, πού ὁδηγοῦσε ἀπό τίς Καρυές, τό διοικητικό κέντρο τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, στό Κελλί τοῦ Γέροντος. Ἡ γλυκιά προσδοκία τῆς συναντήσεως μέ τόν ἀληθινό αὐτό ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ πλημμύριζε τήν καρδιά μου καί ἔδινε φτερά στά πόδια μου.
Ἡ ἀναμονή μπροστά στήν ἐξώπορτα τῆς αὐλῆς τοῦ Κελλιοῦ ἦταν κατά περίπτωση μικρή ἤ μεγάλη. Ὁ Γέροντας φρόντιζε νά τήν "γλυκαίνει", ξεκουράζοντας τόν προσκυνητή μέ λουκούμια, ἄλλα γλυκίσματα καί νερό, τά ὁποῖα ὑπῆρχαν μονίμως ἐκεῖ. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ προτρεπτική ἐπιγραφή, πού εἶχε γράψει "εὐλογία· νά τρῶτε". Ἀλλ' ἐκτός ἀπό τά πάρα πάνω, ὑπῆρχαν ἐκεῖ καί πρόχειρα καθίσματα, γιά νά ξεκουράζωνται οἱ ἀναμένοντες προσκυνητές καί διάφορα ἐνδύματα γιά νά τά φοροῦν καί νά μή κρυολογοῦν, ἐπειδή ἦταν ἱδρωμένοι. Τόση στοργή, τόση ἀγάπη, τόση πρόνοια γιά τόν καθένα!
Κάποια στιγμή ἄνοιγε ἡ πόρτα τοῦ Κελλιοῦ, τοῦ παλιοῦ καί φτωχικοῦ αὐτοῦ κτίσματος κι ἐνεφανίζετο ὁ Γέροντας, πού ἦταν μέσα ἀπασχολημένος μέ τήν ἄσκηση καί τήν καρδιακή προσευχή ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς αὐτοῦ καί τῶν ἀδελφῶν του. Τό πρόσωπό του ἦταν πάντοτε ἱλαρό, ἡ δέ διάθεσή του ἐγκάρδια. Μᾶς ὑποδεχόταν καί μᾶς ἔβαζε νά καθίσουμε στό "ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι", ὅπου τά καθίσματα ἦταν κομμάτια ἀπό κορμούς δένδρων. Μέ τό ἕνα χέρι μᾶς χαιρετοῦσε καί μέ τό ἄλλο μᾶς κερνοῦσε λουκούμι καί νερό, κατά τήν ἁγιορειτική παράδοση.
Ἐκεῖ κάτω ἀπό τά δένδρα, μέ τά πουλιά νά "ἰσοκρατοῦν", ὁ Γέροντας ἄρχιζε νά μᾶς ἀπευθύνη "ρήματα ζωῆς αἰωνίου" (Ἰω. 6,68), εἴτε κατόπιν ἐρωτήσεων δικῶν μας, εἴτε ἀπό μόνος του, βάσει πληροφοριῶν "ἄνωθεν" γιά τίς ἀνάγκες τοῦ καθενός μας. Κι ἐδῶ εἶναι τό θαυμαστό. Οἱ προσκυνητές ἦταν διαφόρου ἡλικίας, ἐπαγγέλματος, χαρακτῆρος, πνευματικοῦ καί μορφωτικοῦ ἐπιπέδου. Ἄλλοι εἶχαν συνείδηση γιά τό ποιόν εἶχαν μπροστά τους καί τί ἐγύρευαν. Ἄλλοι πήγαιναν ἀπό περιέργεια, ἐπειδή κάτι εἶχαν ἀκούσει γι' αὐτόν. Κι ἄλλοι πήγαιναν μέ μιά διάθεση ἐριστική καί ἀρνητική. Κι ἐκεῖνος, ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καθοδηγούμενος, προσέφερε "καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε" (Πράξ. 2,45).
Σέ σχέση μέ τά παραπάνω, δέν θά λησμονήσω τήν συμπεριφορά τοῦ Γέροντος πρός ἕνα ἱσπανό, παπικό, φοιτητή τῶν Καλῶν Τεχνῶν, πού σέ κάποια ἐπίσκεψη βρέθηκε ἀνάμεσά μας στό "ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι". Κάποια στιγμή ὁ Γέροντας στράφηκε μέ ἐνδιαφέρον καί στοργή πρός αὐτόν, ἐπιστρατεύοντας κάποιες ἰταλικές λέξεις καί φράσεις, πού θυμόταν ἀπό τήν ἰταλική κατοχή, γιά νά ἐπικοινωνήση μαζί του. Στή συνέχεια τοῦ ἔδωσε στήν ἑλληνική γλώσσα πολλές συμβουλές καί φανέρωσε πολλές ἀλήθειες, πού ὅπως μᾶς ἐξήγησε, τό Ἅγιον Πνεῦμα θά τόν βοηθοῦσε νά τίς νοιώση παρά τό ὅτι ἡ διαφορά τῆς γλώσσας δέν τόν βοηθοῦσε νά τίς καταλάβη. Εἶπε πιό συγκεκριμένα καί μέ νόμημα στήν παρατήρηση ἑνός ἄλλου ἐπισκέπτη, πώς "ὁ ξένος φοιτητής δέν καταλαβαίνει αὐτά πού τοῦ λέτε στά ἑλληνικά", ὅτι "αὐτό πού εἶναι νά καταλάβη, θά τό καταλάβη".
Ἐκεῖνο πού συνιστοῦσε σ' ὅλους ὅσους τόν ἐπισκέπτονταν ἦταν τό ν' ἀποκτήσουν πνευματικό πατέρα. Γι' αὐτό βλέπατε, ὅτι, ἀφοῦ ἔδινε κάποιες ἀπαντήσεις ἤ συμβουλές σέ ἐρωτήματα ἤ προβλήματα πού τοῦ ἔθεταν οἱ ἄνθρωποι, τούς παρέπεμπε ἐν τέλει στόν πνευματικό πατέρα γιά νά ἀποθέσουν ἐκεῖ, κάτω ἀπό τό πετραχήλι του, τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν, πού ἦταν ἡ αἰτία τῶν προβλημάτων. Ἔτσι, πολλοί, πάρα πολλοί χριστιανοί, πού ζοῦσαν αὐτόνομα, ἐγωιστικά, ὀρφανεμένα, "ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα" (Ματθ. 9,36), ἄκουγαν τήν προτροπή του, ἀποκτοῦσαν πνευματικό πατέρα, ζοῦσαν ἐκκλησιαστικά, ἄλλαζε ἡ ζωή τους καί ἡ ζωή τῶν γύρω τους. Πάνω σ' αὐτή τήν ἑνότητα θέλω νά ἀναφέρω κάτι, πού ὁ Γέροντας συνιστοῦσε πάντοτε στούς ἐγγάμους ἐπισκέπτες του. "Νά ἔχετε, ἔλεγε, τόν ἴδιο πνευματικό μέ τήν γυναῖκα σας. Γιατί, ὅπως ὁ ξυλουργός πλανίζει δύο ξύλα μέ τήν ἴδια πλάνη καί τά κάνει νά ἐφαρμόζουν, ἔτσι καί ὁ πνευματικός θά πλανίζη μέ τήν ἴδια "πλάνη" τόν χαρακτήρα τοῦ ἑνός καί τοῦ ἄλλου συζύγου καί θά τούς ταιριάζη. Ἐνῶ, ἄν ἔχετε ἄλλον πνευματικό ὁ ἕνας καί ἄλλον ὁ ἄλλος θά ἔχετε δυσκολίες".
Θέλω νά ἀναφερθῶ καί σέ κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό, πού εἶπε ὁ Γέροντας σέ κάποια εὐκαιρία. Βρισκόμουν μέ παρέα στό "ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι", ὅταν ἔφθασε μία ἄλλη συντροφιά, ἀνάμεσα στήν ὁποία ἦταν κι ἕνας ἐπίκουρος καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πού εὐλαβεῖτο πολύ τόν Γέροντα. Ὁ καθηγητής ἐρώτησε κάποια στιγμή τόν π. Παΐσιο μέ πόνο, ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη: "Ὑπάρχουν, Γέροντα, συνάδελφοί μου γιατροί, πού ἔχουν καλή προαίρεση, καλά αἰσθήματα, "σπλάγχνα οἰκτιρμῶν" (Κολ. 3,12), ἀλλά δέν πιστεύουν. Τί νά κάνουμε γι' αὐτούς;". "Ἄκουσε, τοῦ λέγει ὁ Γέροντας, νά προσεύχεσθε γι' αὐτούς, γιατί μ' αὐτές τίς προϋποθέσεις δικαιοῦνται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ". Παρόμοια εἶχε πεῖ σέ ἄλλη εὐκαιρία γιά κάποιους καθηγητές καί διδασκάλους.
Ὁ Γέροντας, ὡς αὐθεντικός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἑδραῖος καί ἀμετακίνητος "ἐν οἷς ἔμαθε καί ἐπιστώθη" (Β´ Τιμ. 3,14). Ἐγνώριζε καί ἐδίδασκε "λόγῳ καί ἔργῳ" (Ρωμ. 15,18), ὅτι στά θέματα τῆς πίστεως δέν χωρεῖ ταλάντευση, διαπραγμάτευση ἤ συμβιβασμός. Εἶχε σαφῆ συνείδηση, ὅτι ἡ μεγαλύτερη δυστυχία καί ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τόν χριστιανό εἶναι τό ν' ἀρνηθῆ τήν πίστη του καί νά προσχωρήση στήν πλάνη. Καθώς γνωρίζουμε, πολλοί πλανεμένοι καί μή ἀναπαυμένοι ἄνθρωποι, παρακινούμενοι ἀπό τήν φήμη του, πήγαιναν νά τόν γνωρίσουν καί νά συζητήσουν μαζί τά ὑπαρξιακά τους προβλήματα. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι πάρα πολλοί ἀπ' αὐτούς πήγαιναν βουτηγμένοι στήν πλάνη κι ἔφευγαν μετανοημένοι, πηγαίνοντας στόν πνευματικό πατέρα γιά τά περαιτέρω. Ἐπειδή, λοιπόν, τό νά ἐμπλακῆ κανείς σέ κάποια ἀπό τίς αἱρέσεις καί παραθρησκεῖες, πού ἔχουν κατακλύσει καί τήν πατρίδα μας τά τελευταῖα ἰδίως χρόνια, καθώς καί τό νά προχωρήση στίς μυήσεις, τελετουργίες καί ἄλλες δαιμονικές ἐνέργειες, πού τοῦ ἐπιβάλλουν προκειμένου νά γίνη μέλος, συνεπάγεται τήν ἄρνηση συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα τῆς πίστεώς του στόν Τριαδικό Θεό, τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία καί τό Βάπτισμα, γι' αὐτό εἶχα ρωτήσει τόν Γέροντα· "Τί πρέπει νά κάνουμε μ' αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ὅταν μετανοοῦν καί θέλουν νά ἐπιστρέψουν στήν Ἐκκλησία;" "Θά τελῆς, εἶπε, τήν Ἀκολουθία τοῦ ἐπιστρέφοντος στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Οἱ ἐπιστρέφοντες, θά ἀποκηρύσσουν μέ λίβελλο τήν κακοδοξία, θά ὁμολογοῦν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαγγέλοντες τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τότε θά τούς χρίης διά τοῦ ἁγίου Χρίσματος".
Ὅλους μᾶς ἀπασχολοῦν οἱ προσφιλεῖς κεκοιμημένοι μας, ἡ κατάστασή τους καί τό τί μποροῦμε νά κάνουμε γι' αὐτούς. Μέ αὐτή τήν ἀφορμή ρωτούσαμε σχετικῶς τόν Γέροντα καί ζητούσαμε πειστικές ἀπαντήσεις. Ἐκεῖνος μέ ἔμφαση μᾶς συμβούλευε νά προσευχόμαστε πολύ γι' αὐτούς. "Ἡ προσευχή, ἔλεγε, τά μνημόσυνα, οἱ λειτουργίες, οἱ ἐλεημοσύνες ὠφελοῦν πολύ τούς κεκοιμημένους". Μάλιστα, συμπλήρωνε, "νά προσεύχεσθε περισσότερο γιά τούς κεκοιμημένους παρά γιά τούς ζῶντες. Γιατί αὐτοί ἀπό μόνοι τους δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτα πλέον, ἐνῶ ἐμεῖς μποροῦμε νά τούς βοηθήσουμε, ἑλκύοντας μέ τίς προσευχές καί τά ἄλλα μέσα πού ἀναφέραμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά βελτιωθῆ ἤ καί νά ἀλλάξη ἡ κατάστασή τους, γιατί εἶναι ἀκόμη ὑπό κρίσιν". Καί κατέληγε λέγοντας μέ τόν χαρακτηριστικό του τρόπο "εἶναι μικρό πρᾶγμα μέ τίς προσευχές μας νά βρεθῆ ὁ κεκοιμημένος μας ἀπό ἕνα ἀνήλιο ὑπόγειο, σέ ἕνα εὐήλιο διαμερισματάκι;" Κάποια φορά, θυμᾶμαι, πού ἀνέφερε κάτι τό συγκλονιστικό σχετικά μέ τούς κεκοιμημένους καί τήν στάση μας ἀπέναντι σ' αὐτούς. Ἦταν ἕνας αὐτόχειρας, πού ἔθεσε τέρμα στήν ζωή του πέφτοντας σ' ἕνα ποταμό ἀπό μιά γέφυρα. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος καθώς εἶπε ὁ Γέροντας, πέφτοντας μετανόησε, ζήτησε συγχώρηση, ἔγινε δεκτή ἡ μετάνοιά του καί ἡ ψυχή του παρελήφθη ἀπό ἄγγελο Κυρίου. Γιά νά μάθουμε, νά μήν ἀπελπιζόμαστε, νά προσευχόμαστε γιά τούς ἀδελφούς μας, ζητοῦντες τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί νά μή γινόμαστε κριτές τῶν ἄλλων, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ἁγ. Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου· "μή προάρπαξε τήν κρίσιν τοῦ Θεοῦ" (P.G. 78,377).
Μαρτυρεῖται ὁμοφώνως ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Τοῦτο ἄλλως τε ὑπογραμμίζεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρεται, ὅτι "Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται..." (Παροιμ. 3,34) καί "πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται" (Λουκ. 18,14). Μέ τό παρακάτω περιστατικό, πού διηγήθηκε ὁ Γέροντας σέ κάποια ἐπίσκεψη, διαπιστώνουμε, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια δέν εἶναι θλιβερό προνόμιο τῶν ἐπισήμων, πλουσίων καί ἐγγραμμάτων μόνον, ἀλλ' ἀπαντᾶται καί μεταξύ τῶν πλέον ἀσήμων, πτωχῶν καί ἀγραμμάτων ἀνθρώπων. Τέτοιος ἦταν ἕνας βοσκός, πού μιά μέρα συζητοῦσε μέ τόν Γέροντα, τά χρόνια πού αὐτός ἀσκήτευε στήν Μονή Στομίου, κοντά στήν Κόνιτσα. Κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως ὁ σκύλος τοῦ κοπαδιοῦ πλησίασε νά φάη τό φαγητό τοῦ βοσκοῦ, πού ἦταν μέσα σ' ἕνα πιάτο λίγο πιό πέρα. Ὁ βοσκός ἀντελήφθη τήν πρόθεση τοῦ σκύλου καί μέ μιά γρήγορη καί ἐπιδέξια κίνηση σκέπασε τό πιάτο κι ἀπέτρεψε τήν ζημιά. Τότε στράφηκε πρός τόν Γέροντα ὅλος καμάρι καί τοῦ εἶπε· "εἶδες καλόγερε πόσο ἔξυπνος εἶμαι καί πῶς κατάφερα νά σώσω τό φαγητό;" Ἀναφέροντας τό περιστατικό αὐτό ὁ Γέροντας ἐπεσήμανε τόν κίνδυνο τῆς ὑπερηφανείας, πού διατρέχουμε ὅλοι καί τήν ἀνάγκη νά ἔχουμε ἐγρήγορση, μετάνοια καί ταπείνωση γιά νά ἀποφεύγουμε τόν ἐκ δεξιῶν πειρασμό.
Ἐρωτήσαμε τόν Γέροντα σέ κάποια ἐπίσκεψή μας γιά τήν ἐλεημοσύνη. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν κατηγορηματική, ὅτι πρέπει νά ἀσκοῦμε τήν μεγάλη αὐτή χριστιανική ἀρετή, πού τήν συνιστᾶ ὁ Χριστός, μακαρίζοντας αὐτούς πού τήν ἀσκοῦν στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία μέ αὐτά τά λόγια· "μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται" (Ματθ. 5,7). Ἰδιαιτέρως προέτρεπε νά βοηθοῦμε χῆρες, ὀρφανά καί γενικῶς ἀνθρώπους πού ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη. Αὐτοί, ἔλεγε, δεχόμενοι τήν βοήθεια εὔχονται ἀπό τήν καρδιά τους γιά μᾶς καί τούς κεκοιμημένους μας, λέγοντας γι' αὐτούς· "Θεός σχωρέσ'τους, νά ἁγιάσουν τά κόκκαλά τους!" καί ὁ Θεός ἀκούει τίς ἐκ βαθέων προσευχές τους. Στήν ἐρώτηση, ὅτι πολλές φορές μᾶς βασανίζει ὁ λογισμός, ὅτι οἱ ζητοῦντες μπορεῖ νά εἶναι ἀπατεῶνες ἤ νά χρησιμοποιοῦν τήν ἐλεημοσύνη μας γιά ἐπιβλαβεῖς σκοπούς, ἀπαντοῦσε, ὅτι σ' αὐτές τίς περιπτώσεις καλόν εἶναι ἐμεῖς νά τηροῦμε μέ διάκριση τήν ἐντολή του Χριστοῦ, δίνοντας ἔστω ἕνα μικρό ποσό καί Ἐκεῖνος φροντίζει τά χρήματα νά πηγαίνουν ἐκεῖ πού πρέπει. Μάλιστα ἀνέφερε διά μακρῶν τούς τρόπους, μέ τούς ὁποίους γίνεται αὐτό.
Εἶναι γνωστή ἡ ἀθλία κατάσταση τοῦ κόσμου, πού "ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται" (Α´ Ἰω. 5,19) καί οἱ δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει ὁ συνειδητός χριστιανός, ἐφ' ὅσον εἶναι "στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν" (Ματθ. 7,14). Οἱ "ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου", ὁ διάβολος, πού "ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ" (Α´ Πέτρ. 5.8), ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ ὑποδουλωμένος στό φρόνημα τῆς σαρκός καί ὁ κόσμος, ὁ ὑποχείριος στόν διάβολο, πού προβάλλει ἑλκυστικά τά θελήματα αὐτοῦ, πολεμοῦν μέ λύσσα τόν χριστιανό, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικά "διαβαίνει "ἐν μέσῳ παγίδων" (Σοφ. Σειράχ 9,13). Στό ἀγωνιῶδες ἐρώτημα χριστιανῶν οἰκογενειαρχῶν πρός τόν Γέροντα, γιά τό τί ἔπρεπε νά κάνουν προκειμένου νά ἀντιμετωπίσουν τίς δεινές αὐτές περιστάσεις, ἐκεῖνος ἔδωσε σέ δύο διαφορετικούς ἀνθρώπους ἀπαντήσεις, πού δείχνουν τήν διέξοδο ἀπό τόν ἀσφυκτικό κλοιό τῆς καθημερινῆς πραγματικότητος. Στόν ἕνα εἶπε, ὅτι θά γλυτώσουμε ἀπ' ὅλα αὐτά καί θά σωθοῦμε, ἐάν "γαντζωθοῦμε στήν Ἐκκλησία μας". Στόν δεύτερο ἀπάντησε σέ ἄλλη χρονική στιγμή, σάν ἐπεξήγηση στό παραπάνω· "νά ἐκκλησιάζεσθε, νά ἐξομολογεῖσθε, νά κοινωνᾶτε καί τόν μέσο ὅρο θά τόν πιάσετε".
Εἶναι γνωστή ἡ προτροπή τοῦ Μεγ. Βασιλείου "πρόσεχε σεαυτῷ" (P.G. 31,217Β) καί ἡ ὁμόθυμος συμβουλή τῶν ἁγίων Πατέρων γιά διαρκῆ αὐτοέλεγχο του χριστιανοῦ. Αὐτή τήν παράδοση ἀκολουθῶν ὁ Γέρων Παΐσιος μᾶς συνεβούλευε νά ἐξετάζουμε τούς ἑαυτούς μας γιά νά βλέπουμε "πόσων καρατίων χριστιανοί εἴμαστε".
Ἄφησα γιά τό τέλος δύο συμβουλές, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Γέροντας, ὅταν τόν ἐπεσκέφθηκα γιά τήν τελική ἐπιβεβαίωση τοῦ Θεοῦ, ὡς πρός τήν εἴσοδό μου στήν ἱερωσύνη. Ἦταν ἡ 1η Νοεμβρίου 1986, ὁπού ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ὁσίου Δαβίδ τοῦ Γέροντος. Μέσα στό ὑγρό φθινοπωρινό ἀπόγευμα κατέβαινα μέ λαχτάρα ἀπό τίς Καρυές πρός τό κελλί τοῦ Γέροντος, τήν Παναγούδα. Λίγο πιό κάτω ἀπό τήν μονή Κουτλουμουσίου, δύο σκυλιά ἔγιναν "συνοδοιπόροι" μου. Προπορεύονταν στό μονοπάτι, τό ὁποῖο δέν ἐγνώριζα καλά. Ὅταν μέ ὡδήγησαν μπροστά στήν ἐξώπορτα τῆς αὐλῆς τοῦ κελλιοῦ καί βγῆκε ὁ Γέροντας γιά νά μέ ὑποδεχθῆ, τούς εἶπε μέ νόημα· "ἄντε, πηγαίνετε τώρα". Καί ἐκεῖνοι, σάν καλοί "ὑποτακτικοί", ἔφυγαν ἀμέσως, ἀφοῦ εἶχαν ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή τους. Αὐτή τήν φορά μέ δέχθηκε ὁ Γέροντας μέσα στό κελλί, ὅπου ἡ ξυλόσομπα ἔκαιγε. Μετά τό "κλασσικό" κέρασμα, περάσαμε στό ἐκκλησάκι τοῦ κελλιοῦ. Τοῦ ἀνέφερα τόν σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς μου καί μετά τήν ἀνεπιφύλακτη καί συγχρόνως συγκλονιστική γιά μένα ἀπάντησή του "καί βέβαια εἶναι θέλημα Θεοῦ", συζητήσαμε γιά διάφορα θέματα. Ἐκεῖ, μεταξύ τῶν ἄλλων, μοῦ ἔδωσε τίς παρακάτω συμβουλές, τίς ὁποῖες ἀναφέρω ἐλπίζοντας, ὅτι θά βοηθήσουν τούς ἀδελφούς μου, ὅπως ἐβοήθησαν κι ἐμένα. Ἡ πρώτη συμβουλή του ἦταν· "μή βάζης τά προγράμματά σου μπροστά ἀπό τά προγράμματα τοῦ Θεοῦ". Ὁ λόγος του αὐτός ὑπῆρξε λυτρωτικός γιά μένα. Μέ ἐλευθέρωσε ἀπό τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία. Μου ἐδίδαξε, νά προτάσσω πάντοτε τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή μου ἀπό τό δικό μου θέλημα, νά ζητῶ ἀπό τόν Χριστό νά προπορεύεται καθημερινῶς στήν ζωή μου καί νά μέ κατευθύνει στό κάθε τί. Καί εἶδα μέσα ἀπό τήν καθημερινή πείρα τόσων χρόνων, ὅτι ὁ Χριστός ξέρει καί μπορεῖ νά κάνει τό "κουμάντο" κατά τόν ἄριστο τρόπο, ὅταν ἐλεύθερα, ἀβίαστα καί ἀνεπιφύλακτα τόν ἀγαποῦμε, τόν ἐμπιστευόμαστε καί τοῦ τό ζητοῦμε. Κι ὅλοι καταλαβαίνουμε τήν σημασία, πού ἔχει αὐτό, ἰδιαιτέρως γιά τήν διακονία τοῦ ποιμένος λογικῶν προβάτων καί γιά τούς πιστούς, πού τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός. Ἡ δεύτερη συμβουλή του ἦταν· "Γιά ὅ,τι εἶσαι, ὅ,τι ἔχεις καί ὅ,τι ἐπιτυγχάνεις νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό· εὐχαριστώντας τόν Θεό, θά συνειδητοποιῆς, ὅτι δέν εἶναι ἰδικά σου κατορθώματα, ἀλλά εἶναι δῶρα του καί θά ταπεινώνεσαι". Ἀντιλαμβάνεται κανείς χωρίς πολλά σχόλια τήν σημασία τῆς ὑποθήκης αὐτῆς τοῦ Γέροντος, πού μέ ἕνα ἁπλό, ἀλλά "τετράγωνο", τρόπο ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν αὐτογνωσία καί τήν ἰσορροπία, μακρυά, ἀπό τά νοσηρά συμπλέγματα μειονεξίας καί ὑπεροψίας, καθώς καί ἀπό τόν θανάσιμο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὑπερηφάνεια. Τά λόγια αὐτά τοῦ Γέροντος μοῦ θυμίζουν πάντα αὐτό πού γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος· "Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;" (Α´ Κορ. 4,7).
Γνωρίζω, ὅτι ἔχουν γραφῆ χιλιάδες σελίδες γιά τόν Γέροντα Παΐσιο. Καί εἶμαι βέβαιος, ὅτι θά γραφοῦν καί ἄλλες, πολλές. Μέ τήν ἐργασία μου αὐτή δέν ἐφιλοδόξησα νά προσθέσω κι ἐγώ μερικές σελίδες στίς τόσες ἄλλες. Ἡ κατάθεση τῆς προσωπικῆς μου μαρτυρίας, ἕξη χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος, εἶναι χρέος τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης πρός αὐτόν, ὁ ὁποῖος κατά πρόνοιαν Θεοῦ μέ ἐβοήθησε σέ κρίσιμες ἐπιλογές τῆς ζωῆς μου καί συνεχίζει νά μέ βοηθᾶ στήν ποιμαντική μου διακονία μέ τίς προσευχές καί τίς ὑποθῆκες, πού μοῦ ἄφησε. Ἐπίσης ἡ χάραξη τῶν γραμμῶν αὐτῶν εἶναι χρέος ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς μου, γιά νά γνωρίσουν τόν αὐθεντικό αὐτό ἄνθρωπο καί τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τά χείλη του, μέ τήν εὐχή νά γίνει καί δικό τους θέλημα πρός σωτηρίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου