Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Η εργασία ως θεϊκή εντολή και ανθρώπινη ανάγκη

  Η εργασία ως θεϊκή εντολή και ανθρώπινη ανάγκη
Π. Α. Σινόπουλος, Εργασία και σχέσεις αλληλεγγύης οικογενειακού τύπου,
Η οικογένεια ως μονάδα εργασίας του λαού της Παλαιάς Διαθήκης,

Αθήνα 1997, εκδ. Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, σελ. 65-71
 
1. Η εργασία ως εντολή και μίμηση του Δημιουργού
Πριν παρουσιασθεί ό άνθρωπος επάνω στη γη, αναμένεται ήδη, σύμ­φωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ως φορέας εργασίας, με την οποία θα αρχίσει να επιδρά στον φυσικό χώρο (1). Και όταν παρουσιάσθηκε στο προσκήνιο της ζωής, έλαβε εντολή να υποτάξει τον φυσικό κόσμο: «...πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινών τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶών καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς» (2).
Έτσι, ο αρχαίος Ισραηλίτης πληροφορείται πως ο άνθρωπος δεν είναι μόνο το μοναδικό δημιούργημα, για το οποίο ο Θεός χρησιμοποί­ησε και την πνοή του (3) αλλά και κύριος της υλικής Δημιουργίας. Επί πλέον, βλέπει ότι η σχέση του ανθρώπου με τον υλικό κόσμο δεν μπορεί να είναι στατική, αλλά δυναμική. Ο φυσικός κόσμος είναι στη διάθεση του ανθρώπου, ο οποίος πρέπει να τον δαμάσει. Έχει επομένως καθήκον, αλλά και δικαίωμα, να εργάζεται μέσα στον κόσμο, δεδομένου ότι η εργασία του αποτελεί μέρος των σχέσεών του με τη φύση (4) Πραγματικά, δεν μπορεί να υπάρξει «κατακυρίευσις» της γης χωρίς σκόπιμη δραστηριότητα του ανθρώπου, δηλαδή χωρίς εργασία (5). Το να είναι κανείς άνθρωπος και το να εργάζεται, παρουσιάζονται σαν δύο έννοιες αξεχώριστα περιπλεγμένες. Εργασία σημαίνει να τροπο­ποιείς τον κόσμο που υπάρχει γύρω σου. Μόνο με αυτή την τροποποί­ηση ο κόσμος μπορεί να γίνει χώρος για ανθρώπινη συμπεριφορά, ανθρώπινη διανόηση, ανθρώπινη κοινωνία και, γενικώς, ανθρώπινη ύπαρξη (6).
Η εντολή για εργασία συνοδεύει τον άνθρωπο τόσο κατά το χρόνο της υπέρτατης ευδαιμονίας, όσο και μετά την πτώση του. Μετά τη γενική εντολή περί εργασίας, που έλαβε ο άνθρωπος κατά την εμφάνιση του στη γη, τοποθετείται στην Παράδεισο, για να τον απο­λαμβάνει μέσω της εργασίας. Στις πρώτες σελίδες της Γενέσεως, ένα κεφαλαιώδες χωρίο προσδιορίζει την κατάσταση του άνθρωπου: «Καί ἔλαβεν κύριος ὁ θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασεν, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (7).
«Καθένα από τα δύο αυτά ρήματα έχει τη δική του σπουδαιό­τητα», γράφει ό Pierre Jaccard (8). Και συνεχίζει: «Μέσα στο κείμενο, η συντήρηση έρχεται δεύτερη: ο άνθρωπος είναι επιστάτης, φύλακας, που τοποθετήθηκε από τον Κύριο του κόσμου σε μιά ιδιαίτερη θέση, έχοντας ως υψηλό καθήκον την προφύλαξη και τη φροντίδα. Δεν πρόκειται για κατάσταση απραξίας, διότι, μέσα στο κείμενο, πρώτο έρχεται το ρήμα "ἐργάζεσθαι".... Μέσα στην Αγία Γραφή, η εργασία παρουσιάζεται κατ' αρχήν ως διαταγή του Θεού» (9).
Ο Μελέτιος Πηγας παρουσιάζει ως εξής αυτή την παραδείσια εργασία: «...ἔβαλεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον νά ἐργάζεται τόν παράδεισον, ἐργασίαν ἠθέλησεν ὁ Θεός νά εἶναι ἐκείνη ἡ ἐργασία τοῦ Ἀδάμ, διά νά γνωρίζει πόσον κακόν εἶναι ἡ ἀργία, πλήν ἐργασία ἄπονος, ἐργασία ψυχῆς καί σώματος, καθώς ὁ ἄνθρωπος ψυχήν ἔχει καί σῶμα, καί καθώς καί ὁ παράδεισος καί αἰσθητά φυτά εἶχεν καί νοερά, καί φυτά διά τήν θεωρίαν» (10).
Αλλά και όταν διώχθηκε ο άνθρωπος από τον Παράδεισο, και πάλι τον συνόδευε η εντολή για εργασία: «Καί ἐξαπέστειλεν αὐτόν κύριος ὁ θεός ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήμφθη» (11). Με τη διαφορά πως η εντολή εδώ είναι καταδικαστική: «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φάγῃ τόν ἄρτον σου ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήμφθης» (12). Ολοφάνερο είναι ότι αποτέλεσμα της παρακοής δεν υπήρξε η εργασία, αλλά ο μόχθος (13). Η εντολή για εργασία, γράφει ο Jaccard, «είναι προγενέστερη από την πτώση, άρα άσχετη από την αμαρτία και τις συνέπειές της· ποτέ δεν έχει απορρι­φθεί από τον Θεό, έχει μόνιμη άξια και θα διαρκέσει, δια μέσου της ιστορίας, μέχρι την εγκαθίδρυση του Βασιλείου» (14).
Η εντολή για εργασία, τώρα με πιο συγκεκριμένη μορφή, από άποψη χρόνου και ποσότητας, επαναλαμβάνεται στον Μωσαϊκό Νόμο: «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾶ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου· τῇ δέ ἡμέρα τῇ ἑβδομῃ σάββατα κυρίῳ τῷ θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον...» (15). Επί πλέον, η εντολή για εργασία ερμηνεύεται, από τούς ίδιους τούς συγγραφείς τής Παλαιάς Διαθήκης, ως δραστηριότητα που πρέπει να είναι διαρκής, ούτως ώστε να μην ξεφεύγει καμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη (16). Και, ακόμη, προστίθεται στην Παλαιά Διαθήκη, ο καθένας έχει υποχρέωση να αναλώσει την εργασιακή του δύναμη κατά τη διάρκεια τής επίγειας ζωής του· διότι, μετά, δεν υπάρχει δυνατότητα για κάτι τέτοιο και, επομένως, θα μείνει οριστικά χωρίς ανταπόκριση ή εντολή για εργασία (17).
Εκτός όμως από την άμεση, υπάρχει και έμμεση εντολή για εργασία. Αναγράφεται στη Γένεση: «Καί εἶπεν ὁ θεός: Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ' ὁμοίωσιν...» (18). Από αυτό το χωρίο προκύπτει πως ο άνθρωπος έχει δύο όψεις, οι οποίες εκφράζουν τη δομή του, μία στατική και μία δυναμική. Η πρώτη αποτελεί τον ιδανικό τύπο του ανθρώπου, ο οποίος έχει πλασθεί «κατ' εἰκόνα» του Δημιουργού του. Η δεύτερη όψη, η δυναμική, περιέχει τη δυνατότητα του ανθρώπου να φθάσει τον ιδανικό τύπο του, ώστε να γίνει ύπαρξη «καθ' ὁμοίωσιν» του Δημιουργού της, να του μοιάσει (19). Όσο δεν θα του μοιάζει, δεν θα είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος.
Οι πρώτες λέξεις, με τις οποίες αρχίζει η Παλαιά Διαθήκη, παρουσιάζουν τον Θεό ως δημιουργό: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (20). Και, εν συνεχεία, περιγράφεται ο Θεός κατά τη διάρκεια της εργασίας του και αναφέρεται το κάθε δημιούργημα του· ώσπου φθάνει στο τέλος της εργασίας του ο Θεός: «Καί συνετελέσθησαν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν. Καί συνετέλεσεν ὁ θεός ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τά ἔργα αὐτοῦ, ἅ ἐποίησεν, καί κατέπαυσεν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδομῃ ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησεν» (21).
Βλέπομε, λοιπόν, ότι ο αρχαίος Ισραηλίτης πληροφορείται πως ο πρώτος που εργάσθηκε είναι ο Θεός και ότι πρέπει να του μοιάσει· και θα του μοιάσει με την εργασία, διότι «δια της εργασίας ο άνθρωπος οδηγείται εις "ὁμοίωσιν" του προς τον προσωπικόν αυτού δημιουργόν» (22). Η εργασία είναι εκείνη που θα επιτρέψει στον άνθρωπο να αποκτήσει προσωπικότητα δημιουργού, η οποία, παραλλήλως, προβάλ­λεται μέσα από την εργασία (23). Όταν ο Ψαλμωδός υμνεί τα έργα του Δημιουργού και αναφέρει κάθε άψυχο και έμψυχο με τον λειτουργικό του ρόλο μέσα στο σύστημα της Δημιουργίας, έρχεται και η στιγμή που θα παρουσιάσει τον άνθρωπο. Και, ίσως, δεν είναι τυχαίο που, για να τον δείξει στην οθόνη τη νοητή, δεν μπορεί να τον φαντασθεί αλλιώς, παρά σαν εργαζόμενο από το πρωί ως το βράδυ: «Ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπί τό ἔργον αὐτοῦ καί ἐπί τήν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας» (24).
Αλλά και η συνέχεια, ίσως, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία. Όταν τελειώνει η παρουσίαση του ανθρώπου, η οποία συμπίπτει με τη λήξη της ημερήσιας εργασίας του, το βράδυ, ο Ψαλμωδός ξεσπάει σε ένα, χωρίς προηγούμενο, μεγαλυνάριο που παραμένει μνημειώδες στην παγκόσμια ποίηση:
«Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου, κύριε» (25).
 
2. Η εργασία ως εσωτερική ικανοποίηση
Ο πρώτος πού αισθάνθηκε εσωτερική ικανοποίηση από την εργασία του, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, είναι ο θεός, ως δημιουργός του σύμπαντος. Ο συγγραφέας της Γενέσεως τον παρουσιάζει κάθε βράδυ, μετά το τέλος του έργου κάθε ημέρας, να το αποθαυμάζει και να βλέπει ότι είναι «καλόν» (25). Αλλά και μετά από κάθε έργο του, όταν η δημιουργία του δεν διαρκούσε ολόκληρη ημέρα, πάλι το κοίταζε τελει­ωμένο, το χαιρόταν και έβλεπε ότι ήταν «καλόν» (27). Όταν όμως τελείωσε και η έκτη ημέρα, επιθεωρώντας ο θεός «τά πάντα, ὅσα ἐποίησεν», γέμισε πλέον από απέραντη ικανοποίηση, γιατί τα έργα του, στο σύνολο τους, ήταν «καλά λίαν» (28). Αυτό το αίσθημα της εσωτερικής ικανοποιήσεως, που απολαμβάνει ο Θεός βλέποντας τα έργα του, το τονίζει και ο Ψαλμωδός:
«Εὐφρανθήσεται κύριος ἐπί τοῖς ἔργοις αὐτοῦ» (29).
Αλλά δεν είναι μόνο ο Θεός πού αισθάνεται εσωτερική ικανοποί­ηση από την εργασία του. Αυτό το αίσθημα το απολαμβάνει και ο άνθρωπος. Το βιβλίο του Εκκλησιαστή γράφει ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να ευφραίνεται ο άνθρωπος με το αποτέλεσμα της εργασίας του. Και προσθέτει πως αυτή η ικανοποίηση είναι φυσική για τον άνθρωπο, αφού εκείνο που του δόθηκε (από τον Δημιουργό του) είναι ακριβώς αυτό: η εργασία (30). Ακόμη και ο μόχθος που προστέθηκε στην εργασία του ανθρώπου, μετά την πτώση του από τον Παράδεισο, δεν εμποδίζει την εσωτερική ικανοποίηση που μπορεί να αισθανθεί κανείς από την εργασία που κάνει, αφού και ο μόχθος δόθηκε από τον Δημιουργό του ανθρώπου (31).
Η εργασία, λοιπόν, για τον αρχαίο Ισραηλίτη, όχι μόνο δεν επιβάλλεται ως τιμωρία στον άνθρωπο, έπειτα από την πτώση του, που εξ αιτίας της καταδικάσθηκε να φύγει από τον Παράδεισο, αλλά συνδέεται με την εσωτερική ικανοποίηση του ανθρώπου, αυτή την ικανοποίηση ακριβώς που συμβολίζει ο Παράδεισος (32).


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) «...ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί πᾶν χλωρόν ἀγροῦ πρό τοῦ γενέσθαι ἐπί τῆς γῆς καί πάντα χόρτον ἀγροῦ πρό τοῦ ἀνατεῖλαι· οὐ γάρ ἔβρεξεν ὁ θεός ἐπί τήν γῆν, καί ἄνθρωπος οὐκ ἦν ἐργάζεσθαι τήν γῆν...» (Γέν. 2:4-5. Πρβλ. Wolff, Anthropology of the Old Testament, οπ. π., σελ. 128).
(2) Γέν. 1:28. Επίσης, βλ. Γέν. 1:26- 9:1, Ψαλ. 8:7-9.
(3) «Καί ἔπλασεν ὁ θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γέν. 2:7).
(4) Βλ. S. Boulgakoff, «Ορθοδοξία και οικονομική ζωή», Σύνορο, α ρ. 31 (Φθινόπ. 1964), σελ. 155.
(5) Ο Π.ΊΙ Μπρατσιώτης («Χριστιανισμός και εργασία», Αθήναι, 1959 - ανάτυπο από Εκκλησία, σελ. 5) γράφει ότι «το βαρυσήμαντον πρόσταγμα του Θεού προς τον άνθρωπον "κατακυριεύσατε τῆς γῆς",...ισοδυναμεί προς ό,τι θα ελέγομεν σήμερον "δημιουργήσατε πολιτισμόν" καί βεβαίως προϋποθέτει εργασίαν εκ μέρους του ανθρώπου». Επίσης, βλ. Wolff, Anthropology of the Old Testament, οπ. π., σελ. 128. Κατά τους Miller - Form (Industrial Sociology, οπ.π., σελ. 114), «η πλέον κοινή έννοια της εργασίας είναι ότι, εργασία αποτελεί κάθε δραστηριότητα που άμεσα ή έμμεσα έχει για σκοπό τη συντήρηση». Πιο κάτω όμως (σελ. 115) συμπληρώνουν ότι «τα κίνητρα για εργασία δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά στις οικονομικές ανάγκες...». Πραγματικά, καθώς βλέπομε, κατά την ανάπτυξη των υποδιαιρέσεων του παρόντος Κεφαλαίου, τα μη οικονομικά κίνητρα για εργασία είναι αρκούντως ισχυρά.
(6) Berger, «Some General Observations)), οπ. π., σελ. 211-212.
(7) Γέν. 2:15.
(8) Pierre Jaccard, Histoire sociale du travail - de l' antiquité à nos jours, Paris, Payot, 1960, σελ. 102.
(9) Ίδια σελ. Ο Alan Richardson (The Biblical Doctrine of Work, London, SCM Press, : 1954, σελ. 24), αναλύοντας τη έννοια της εντολής και του καθήκοντος για εργασία, γράφει: «Παντού στην Αγία Γραφή η εργασία θεωρείται ως θεϊκή διάταξη για την ανθρώπινη ζωή, και ότι δεν είναι κάτι που πρέπει να του δοθεί έμφαση με τη μορφή ενός θετικού νόμου, αλλά κάτι δοσμένο μέσω αυτού που σήμερα μπορούσαμε ίσως να το ονομάσομε ως "φυσικόν νόμο"». Ο ίδιος συγγραφέας γράφει αλλού (στο ίδιο, σελ. 23) ότι η εργασία στην Παλαιά Διαθήκη «θεωρείται ως μια αναγκαία και πραγματικά καθορισμένη από τον Θεό λειτουργία της ανθρώπινης ζωής». Επίσης, βλ. Π. Ι. Μπρατσιώτης, «Χριστιανισμός και εργασία», ο π.π., σελ. 5.
(10) Μελέτιος Πηγας, Χρυσοπηγή, αναστύλωσε Γ. Βαλέτας, Αθήναι, Πηγή Ορθ. Βιβλίου, 1958, σελ. 177. Και ο Ευγένιος Βούλγαρις γράφει: «Ούτε μέσα εις τον παράδεισον της τρυφής δεν έπρεπεν ο άνθρωπος να μένη παντελώς ανενέργητος και αργός· και εκεί ευρισκόμενος ήτον πρέπον κάποιον τι να εργάζεται... Η του Αδάμ εργασία ήθελεν είσται ακοπίαστος και ανεπίμοχθος και ατάραχος, τερπνή και ηδεία και ευφρόσυνος, παντοίας ανωτέρα λύπης τε και κακώσεως. Μόνη η επίμοχθος και βαρεία εργασία, και ίδρωτας κινούσα, η συνημμένη μετά ταλαιπωρίας και θλίψεως, είναι ο πικρός καρπός τής παραβάσεως. Αλλ' η εργασία απλώς, η την φύσιν μη καταθαρύνουσα, φαίνεται να είναι τής του ανθρώπου διοργανώσεως προσφυές τι και πρέπον παρακολούθημα» (Ευγένιος Βούλγαρις, Αδολεσχία φιλόθεος, ο π.π., σσ. 15, 16).
(11) Γέν. 3:23.
(12) Γέν. 3:19.
(13) Βλ. S.R. Driver, The Book of Genesis, London, Methuen, 1954 (1 η έκδ. 1904), σελ. 49. - Wolff, ο π. π., σελ. 129. Πρβ. Weber, Ancient Judaism, οπ.π., σελ. 132. Πιο κάτω (σελ. 401), ο ίδιος συγγραφέας κάνει λόγο για «την ανάγκη και την κούραση της εργασίας», αφήνοντας, όπως φαίνεται, να εννοηθεί πώς ο προπτωτικός άνθρωπος δεν εργαζόταν από ανάγκη, αλλά από ευχαρίστηση. Επίσης, πρβ. Richardson, ο π.π.. σελ. 26.
(14) Jaccard, Histoire Sociale, οπ. π., σελ. 102. Βλ. καί Π. Ι. Μπρατσιώτης, Η κοινωνική σημασία της Παλαιάς Διαθήκης, οπ.π., σελ. 22-23.
(15) Έξ. 20:9-10. Επίσης, βλ. Έξ. 31:15.
(16) «Ἐν πρωίᾳ σπεῖρον τό σπέρμα σου, καί εἰς ἑ σπέραν μή ἀφέτω ἡ χείρ σου, ὅτι οὐ γινώσκεις ποῖον στοιχήσει, ἤ τοῦτο ἤ τοῦτο, καί ἐάν τά δύο ἐπί τό αὐτό ἀγαθά» (Εκκ. 11:6).
(17) «Πάντα, ὅσα ἄν εὕρῃ ἡχείρ σου τοῦ ποιῆσαι, ὡς ἡ δύναμίς σου ποίησον, ὅτι οὐκ ἐστιν ποίημα καί λογισμός καί γνῶσις καί σοφία ἐν ἅδῃ, ὅπου σύ πορεύῃ ἐκεῖ» (Εκκ. 9:10). Πρβ. Ε. Jacob, Theology of the Old Testament, μετάφρ. A.W. Heathcote and Ph.J. Allcock, London, Hodder and Stoughton, 1958, σελ. 177.
(18) Γέν. 1:26.
(19) Ο Ν.Π. Μπρατσιώτης (Ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης: 1. Ο άνθρωπος ως θείον δημιούργημα, Αθήναι, 1967, σελ. 242) ερμηνεύει με εξαίρετη ενάργεια τους δύο αυτούς πολυσυζητημένους όρους: «Το μεν "κατ' εἰκόνα ἡμετέραν" = "συμφώνως προς την εικόνα ημών", το δε "καθ' ὁμοίωσιν (ημετέραν)" = "πρός ὁμοίωσιν μεθ' ἡμῶν"...». Επίσης, βλ. οπ.π., σελ. 288-292· Ηλίας Β. Οικονόμου, Παραδόσεις αρχαιο­λογίας της Παλαιστίνης και βιβλικής θεσμολογίας, Αθήνα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1984, σελ. 269· Βασ. Μουστάκης, Φόβος και ανδρεία εν τω χριστιανικώ βίω, Αθήναι, 1965, σελ. 17). Ας σημειωθεί ότι ο Βέλλας, αναφερόμενος στή φράση «κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ' ὁμοίωσιν», γράφει πώς «αι δύο λέξεις "εἰκών καί ὁμοίωσις" δηλούσιν εν και το αυτό» (Βασίλειος Μ. Βέλλας, Ο άνθρωπος κατά την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήναι, Ί966, σελ. 9, υποσ. 1), ενώ κατά τόν Ν.Ι. Σωτηρόπουλο (Ερμηνεία δύσκολων χωρίων της Γραφής, τόμ. Α', Αθήναι, 1985, σελ. 196), οι δύο αυτές λέξεις χρησιμοποιούνται «συνωνύμως»).
(20) Γέν. 1:1.
(21) Γέν. 2:1-2. Επίσης, βλ. Έξ. 20:11. 31:17.
(22) Ν.Π. Μπρατσιώτης, όπ.π., σελ. 32. Ο Berger γράφει πως «η εργασία ήταν, από τους πρώτους καιρούς, εμποτισμένη με βαθειά θρησκευτική σπουδαιότητα. Αν το να εργάζεσαι σημαίνει να κτίζεις έναν κόσμο, τότε αυτό έχει ως αποτέλεσμα, από θρησκευτική άποψη, επανάληψη και μίμηση των θεϊκών πράξεων με τις οποίες αρχικά κτίσθηκε ο κόσμος... Το να εργάζεσαι δεν είναι μικρό πράγμα. Το να εργάζεσαι είναι ό,τι το να μιμείσαι την ίδια τη δημιουργία» (Berger, « Some General Observations, όπ.π., σελ. 212). Εξ άλλου, ο Richardson (οπ.π., σελ. 27) σημειώνει ότι, «κατ' αρχήν, η εργασία είναι ανάγκη για τον άνθρωπο: η σωστή φύση του βρίσκεται στο να είναι εργαζόμενος- το να αρνείται την ευκαιρία της εργασίας σημαίνει ότι συμπεριφέρεται σαν κάτι κατώτερο από ανθρώπινη ύπαρξη που δημι­ουργήθηκα κατά την εικόνα του θεού, ο οποίος παρουσιάζεται ως εργαζόμενος ο ίδιος». Πρβ. Π. Ι. Μπρατσιώτης, Χριστιανισμός και εργασία, οπ.π., σελ. 5.
(23) Βλ. Δημοσθ. Σαβράμης, Η περί εργασίας διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, Αθήναι, 1962, σελ. 17. Εδώ ας παρατηρηθεί πως ο άνθρωπος είναι δημιουργός με την έννοια ότι δημιουργεί κάτι από εκείνο που ήδη υπάρχει δεν δημιουργεί εκ του μηδενός. Ο Richardson (οπ.π., σελ. 14) γράφει ότι «η εργασία του Θεού είναι ουσιαστικά δημιουργική, και από αυτή την άποψη είναι εντελώς διαφορετική από την εργασία που κάνουν οι άνθρωποι».
(24) Ψαλ. 103:23.
(25) Ψαλ. 103:24.
(26) Γέν. 1:4, 8, 12, 18, 21, 25.
(27) Γέν. 1:10.
(28) Γέν. 1:31.
(29) Ψαλ. 103:31.
(30) «Καί εἶδον ὅτι οὐκ ἐστίν ἀγαθόν εἰ μή δ' εὐφρανθήσεται ὁ ἄνθρωπος ἐν ποιήμασιν αὐτοῦ, ὅτι αὐτό μερίς αὐτοῦ» (Εκκ. 3:22)
(31) «Καί γε πᾶς ὁ ἄνθρωπος...τοῦ εὐφρανθῆναι ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, τοῦτο δόμα θεοῦ ἐστίν», (Εκκ. 5:18).
(32) Πρβ. Π.Ι. Μπρατσιώτης, «Η κοινωνική σημασία της Παλαιάς Διαθήκης, ο π.π., σελ.22-23. Οι Sayles - Strauss γράφουν: «Η εργασία του ανθρώπου είναι μία από τις πλέον σπουδαίες δραστηριότητες στη ζωή του -αν όχι η πιο σπουδαία. Εκείνοι πού δεν έχουν εργασίες, οι οποίες να τους ικανοποιούν, σπάνια είναι τελείως ικανοποιημένοι από τη ζωή τους» (Leonard R. Sayles and George Strauss, Human Behavior in Organizations, Englewood Cliffs, New Jersey, Prentice - Hall, 1966, σελ. 28). Εξ άλλου, ο Georges Friedmann τονίζει ότι «μία από τις βασικές αιτίες που δημιουργούν αποξένωση στον σύγχρονο άνθρωπο βρίσκεται στο γεγονός ότι απουσιάζουν οι συνθήκες εργασίας εκείνες, οι οποίες θα του επέτρεπαν να ικανοποιεί τις βαθύτερες ανάγκες που έχει η φύση του» (Georges Friedmann, The Anatomy of Work, μετάφρ. Wyatt Rawson, New York, The Free Press of Clencoe, 1961, σελ. 141). Τέλος, ο Richardson (The Biblical Doctrine, όπ.π., σελ. 24) υπογραμμίζει ότι « o άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος, ώστε, όχι μόνο δεν μπορεί να ικανοποιεί τις υλικές του ανάγκες χωρίς να εργάζεται, αλλά και δεν μπορεί να ικανοποιεί τις πνευματικές του ανάγκες, ή να πραγματοποιεί τη λειτουργία του ως ανθρώπινη ύπαρξη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου