Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΠΕΡΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ


ΠΕΡΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Του +Φώτη Κόντογλου
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ.
Του ζωγράφου +Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα

pattern
ΠΡΟΙΜΙΟΝ
Του Φώτη Κόντογλου
ita πάντιμος τέχνη της Εικονογραφίας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι μία ιερά τέχνη και λειτουργική, όπως είναι όλαι αι εκκλησιαστικαί τέχναι, όπου έχουν σκοπόν πνευματικόν. Αι άγιαι αυταί τέχναι δεν θέλουν να στολίσουν μόνον τον ναόν με ζωγραφικήν δια να είναι ευχ άριστος και τερπνός εις τους εκκλησιαζομένους, ή να τέρψουν την ακοήν των με την μουσικήν, αλλά να τους ανεβάσουν είς τον μυστικόν κόσμον της πίστεως με την πνευματικήν κλίμακα, όπου έχει διαβαθμίδας ήγουν σκαλούνια, τας ιεράς τέχνας, την υμνολογίαν, την ψαλμωδίαν, τήν οικοδομήν, την αγιογραφίαν και τας λοιπάς τέχνας, οπού συνεργούν, όλες μαζί, εις το να μορφωθή μέσα εις τας ψυχάς των πιστών ο μυστικός Πράδεισος, ο ευωδιάζων με πνευματικήν ευωδίαν. Δια τούτο, τά έργα των εκκλησιαστικών τεχνών της Ανατολικής Εκκλησίας είναι υπομνήματα εις τον θείον λόγον.
Η τέχνη των Εικόνων εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν λέγεται Αγιογραφία, ως ζωγραφούσα άγια πρόσωπα και αγίας υποθέσεις. Ο δε αγιογράφος δεν είναι απλώς ένας τεχνίτης όπου κάμνει μίαν αναπαραστατικήν ζωγραφιάν επάνω εις κάποια θέματα θρησκευτικά, αλλά έχει πνευματικόν αξίωμα και πνευματικ ήν διακονίαν, την οποίαν επιτελεί εις την εκκλησίαν, ως ο ιερεύς και ο ιεροκήρυξ.
Η λειτουργική Εικών έχει θεολογικήν ένοιαν. Δεν είναι, ως είπαμεν, μία ζωγραφιά οπου γίνεται διά να τέρπη τους οφθαλμούς μας, η ακόμα διά να μας ενθυμίζη απλώς τά άγια πρόσωπα, όπως γίνεται με τας εικόνας οπου έχομεν δια να φέρνωμεν εις την μνήμην μας τους αγαπημένους συγγενείς και φίλους μας, αλλά είναι κατά τέτοιον τρόπον ζωγραφισμένη, ώστε να μας υψώνη από τον φθαρτόν κόσμον τούτον, και να μας κάμνη να οσφρανθώμεν εκείνον τον καινόν αέρα της Βασιλείας του Θεού. Δια τούτο δεν έχει καμμίαν ομοιότητα με τας ζωγραφίας οπού παριστάνουν με υλικόν τρόπον κάποια πρόσωπα, ακόμα και Αγίους, όπως γίνεται εις την θρησκευτικήν τέχνην της Δύσεως. Εις την λειτουργικήν εικόνα τά άγια πρόσωπα εικονίζονται εν αφθαρσία.
Δι' αυτήν την αιτίαν, η λειτουργική τέχνη δεν αλλάζει κάθε τόσον μαζί με τά άλλα ανθρώπινα πράγματα, αλλά είναι αμετακίνητος όπως η Εκκλησία του Χριστού, την οποίαν εκφράζει. Η ιερά παράδοσις είναι ο πύρινος στύλος οπού την οδηγεί μέσα εις την έρημον του ασταθούς κόσμου. Τούτο ξενίζει τους ανθρώπους του αιώνος τούτου, οι οποίοι δεν είναι εις θέσιν να εισδύσουν εις τον βυθόν της πνευματικής θαλάσσης, αλλά κολυμβούν εις την επιφάνειαν των αισθήσεων, παρασυρόμενοι από τά ρεύματα και τάς δίνας των υδάτων.
Η λειτουργική τέχνη τρέφει τον πιστόν με πνευματικά οράματα και ακούσματα, διυλίζουσα τα εισερχόμενα δια των πυλών των αισθήσεων, φαιδρύνουσα την ψυχήν αυτού με τον ουράνιον οίνον, και δωρούμενη εις αυτόν την ειρήνην της διανοίας.
Η παρούσα βίβλος είναι τεχνική και παραστατική, και ημπορεί ο αναγνώστης να νομίση ότι είναι άσχετος προς την θεολογίαν. Πλήν ας γνωρίζη, ότι εις την Ανατολικήν Εκκλησίαν τά πάντα είναι πνευματικά. Ούτω και εις την τέχνην της αγιογραφίας γίνονται πνευματικά ακόμα και τα βάναυσα εργαλεία, και τά χρώματα, και οι τοίχοι, και αι σανίδες, και όλα τά υλικά πράγματα καθαγιάζονται δια της χάρητος του Αγίου Πνεύματος, γινόμενα όργανα μιάς αγίας τέχνης.
Η τεχνική γνώσις ταύτης της τέχνης δεν είναι μόνον μία μηχανική εργασία, αλλά μετέχει από την πνευματικότητα και αγιότητα εκείνον των πραγμάτων οπου θέλει να παραστήση. Δια τούτο, και το τεχνικόν λεκτικόν της αγιογραφ ίας, αι ονομασίαι των εργαλείων και η έκφρασις οπού έχει το κάθε πράγμα εις αυτήν, έχει θρησκευτικόν χαρακτήρα. Και αυτά τά υλικά οπού μεταχειρίζεται ο Αγιογράφος, είναι ευλογημένα, ταπεινά , εύοσμα, λεπτά. Ούτω, διά να κάμη κάρβουνα με τα οποία σχεδιάζη, μεταχειρίζεται ξύλον άσηπτον ξηράς λεπτοκαρυάς ή μυρσίνης. Δια να κάμη σανίδα επάνω εις την οποίαν θα ζωγραφίση την εικόνα, μεταχειρίζεται την κυπάρισσον, την καρυδέαν, την καστανέαν, την πεύκην ή άλλο δένδρον ευωδιάζον. Τα χρώματα είναι τά περισσότερα χώματα της γής οπού μοσχοβολούν όταν βραχούν από το νερόν, ιδίως εις την ζωγραφικήν του τοίχου, και ευωδιάζουν όπως τά βουνά κατά τά πρωτοβρόχια η ωσάν ένα καινούριον κανάτι με δροσερόν νερόν. Εις το αυγόν βάζει ο τεχνίτης και ολίγον όξος, δια να το διατηρήση. Τα βερνίκια μοσχοβολούν ωσάν θυμίαμα, και ο ασπαζόμενος την εικόνα αισθάνεται οσμ ήν ευωδίας πνευματικής. Τα υλικά της εικόνος είναι τά χρώματα οπού τα περισσότερα είναι χώματα, το αυγόν με το όξος, ο κηρός, το ρετσίνι των πεύκων, η εύοσμος σαντράκα, το μαστίχι, το μέλι, το κομμίδι της μυγδαλιάς. Με ένα σύντομον λόγον η αγιασμένη τούτη τέχνη δεν μεταχειρίζεται χονδροειδή και πηκτά υλικά, όπως η κοσμική ζωγραφική οπού μεταχειρίζεται λινέλαια κάκοσμα και χρώματα πηκτά και βούρτσες χονδρότριχες.
Όσον διά το λεκτικόν της αγιογραφικής τέχνης, είναι ωσάν να αναγινώσκη κανείς κάποιον συναξάρι ή άλλο βιβλίον της θρησκείας, όταν διαβάζη κανέν τεχνικόν βιβλίον οπου να διαλαμβάνη δι αυτήν την τέχνην. Ούτω, αναγινώσκει λόγια όπως είναι τά ακόλουθα: Φιαλόεσσα εκκλησία, σεμνοχρωμία, στύλβωμα, περί λινών,περί λινωχρών , περί πυρρωδισμού, περί προπλασμού, περί σαρκωμάτων, περί λαμμάτων, περί κινναβάρεως, ερμηνε ία των μέτρων, ιστορία, ιστορίζω τοίχον, περί χρυσώματος, περί λινοκοπίας, πώς να ποιήσης βαφήν να σστιλβώνεται, βάλε εις χυβάδαν ψυμμίθι με διάκρισιν, κατασταλακτή, όξος αγνόν, χρώμα θαυμασιώτατον, αγιοκέρι, προπλαστάρι, λαμματίζω, λαγαρίζω ασβέστην, άφησε να ψυχιάση ο ασβέστης, βάλε την όψιν, περί ομματοφρυδίων, περί γλυκασμού, περί γανώματος, καθάρισον με λαγοπόδι, χρυσοκονδυλιά και χρυσοκονδυλίζω, β άλε είς την χωνίαν, άρτυσε βαφήν, τά ομματόκλαδα, κατενώπιον. κ.ά.
Ομιλώντας διά τεχνικά πράγματα, οι αγιογράφοι μεταχειρίζονται πολλάκις λόγια θρησκευτικά και θεολογικά, ως είναι δια παράδειγμα τά ακόλουθα: <<γράψον τά ψυμμιθίας όχι με μόνον άσπρον, αλλά με ολίγην ώχραν, δια να είναι ταπειναί και κατανυκτικαί>>,ή <<οι βαφές έχουν ούτω πολλήν γλυκύτητα και ευσέβειαν>>, κ.ά.
Το κάλλος εις την λειτουργικήν ζωγραφικήν είναι κάλλος πνευματικόν, και ουχί σαρκικόν. Η τέχνη αύτη είναι νηστευτική και λιτή, εκφράζουσα τη πτωχεία τα πλούσια, και όπως είναι το Ευαγγέλιον και η Παλαιά Διαθήκη συνοπτικά και συντομολόγα, ούτω και η Ορθόδοξος αγιογραφία είναι απλή χωρίς περιττά στολίδια και ματαίας επιδείξεις.
Οι παλαιοί εκείνοι αγιογράφοι ενήστευαν, δουλεύοντας, και οπόταν άρχιζαν μ ίαν εικόνα, άλλαζαν τα εσώρουχά των, διά να είναι καθαροί έσωθεν και έξωθεν, και εργαζόμενοι έψαλλαν, δια να γίνεται το έργον των με κατάνυξιν και δια να μην μετεωρίζεται ο νούς των είς τα εγκόσμια.
Δι΄ αυτό, αι κατ' εξοχήν λειτουργικαί και κατανυκτικώτεραι Εικόνες φαίνονται δύσμορφοι εις όσους έχουν το πνεύμα του κόσμου τούτου, τά δε πρόσωπα δεν έχουν κατ' αυτούς <<είδος, ουδέ κάλλος>>, καθ' όσον <<το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις Θεόν>>( Ρωμ. η΄ 7).<< Η σάρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε Πνεύμα κατά της σαρκός>>(Γαλ.ε΄,17). Εις τας ιεράς εικόνας <<η σάρξ εσταύρωται σύν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις>>. Το πνευματικόν κάλλος των είναι <<η καλή αλοίωσις>> οπου έλεγεν ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι έβλεπεν εις τα νηστευτικά πρόσωπα των πνευματικών τέκνων του, κατά την νηστείαν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Η Μυστική Πύλη, η κατ' Ανατολάς, είναι και έσται κεκλεισμένη δι' όσους καταγίνονται με την σαρκικήν γνώσιν, η οποία <<φυσιοί>>, ήγουν κάμνει υπερήφανον τον άνθρωπον, κατά τον απόστολον Παύλον. Ενώ , <<οφθαλμοί Κυρίου επί τους ταπεινόφρονας, του ευφράναι αυτούς>>.
Όσην ευλάβειαν και ταπείνωσιν και πίστιν είχαν οι αγιογράφοι οπού εποίησαν τας σεβασμίας και αγίας εικόνας, άλλην τόσην ευλάβειαν και ταπείνωσιν και πίστιν πρέπει να έχωμεν και ημείς οπού τάς προσκυνούμεν, δια να αξιωθώμεν την μυστικήν χάριν οπού διαχύνεται από αυτάς, κατά τους λόγους τούτους του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, όπου λέγει:<<Της αυτής δυνάμεως δείται προφητεύουσί τε και ακροωμένοις προφητών, και ουκ αν ακούσει προφήτου, ότω μη αυτώ προφητεύσαν Πνεύμα την σύνεσιν των αυτού λόγων εδωρήσατο>>.


a_fklr.gif

Από το βιβλίο του "ΕΚΦΡΑΣΙΣ της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ" τόμος 2ος, του εκδοτικού οίκου "ΑΣΤΗΡ" ΑΛ.& Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Β' έκδοσης Αθήνα 1960.


pattern1
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ
Του ζωγράφου +Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα
gamaια μας τους ΄Έλληνες υπάρχει ζωντανή και η άλλη πλευρά: Η Βυζαντινή παράδοση . Εκείνη ακριβώς που ονειδίζεται, λοιδορείται από τους "νέους" σαν τον Σαβέττα ή τον Τζιόττο. Στην βυζαντινή ζωγραφική δεν θα συναντήσουμε τα νατουραλιστικά στοιχεία που παρατηρήσαμε στην Ιταλική Πρωτο-Αναγέννηση και ακόμη λιγότερο τις αισθησιακές προεκτάσεις της . Ακόμη και η αφηγηματικότης είναι περιορισμένη στο ελάχιστον. Δεν υπάρχουν εγκόσμιοι άγιο, ούτε εγκόσμιες πράξεις ή σκηνές, ούτε προσωπογραφίες, ιδιωτικές κατοικίες, παλάτια μεγιστάνων, πόλεις, αρχιτεκτονικά τοπία, ερείπια και φυτά με τα οποία βρίθει η Ιταλική Αναγέννησις. Αν φαίνεται κάπου ένα κτήριο είναι πάντοτε το ίδιο συμβατικό σχήμα με την ίδια πάντα ανεστραμμένη προοπτική, με το ίδιο πάντα απλωμένο παραπέτασμα. Αν αναπαραστώνται βράχοι παίρνουν μορφή υπερκαθημένων , τραπεζοειδών και πολυεδρικών στερεών που αγνοούν την προοπτική του τόνου και του χρώματος. Ουσιαστικά η "φύσις" δεν υπάρχει. Το φόντο είναι ουδέτερο, χρυσό ή μονόχρωμο. Αν πρόκειται για δάσος, ένα δένδρο αρκεί. Έτσι, ποτέ δεν θα μας δώσει ο βυζαντινός τεχνίτης ένα ρομαντικό τοπίο όπως του Κλώντ ή του Πουσσέν. Και όμως στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, στο ψηφιδωτό εκείνο όπου ο Χριστός προσεύχεται μόνος επί του Όρους Ελαιών, υπάρχουν βράχοι εξαίσιοι, "αληθινοί" και αγκάθια τόσο ξερά και μυρωδάτα που σε κάνουν να απορείς και να αναλογιστείς τι άρα γε θα έκαναν, τι θαύματα, αν οι βυζαντινοί τεχνίται επέτρεπαν στον εαυτό τους την αναπαράσταση της φύσεως. Άλλ' ούτε οι ίδιοι το επέτρεπαν στον εαυτό τους ούτε η εκκλησιαστική εξουσία. Άλλες είναι οι επιδιώξεις της βυζαντινής τέχνης. Άλλος ο προορισμός της. Η βυζαντινή τέχνη είναι μοναδική και άφθαστη στο ότι επενόησε σχήματα ταυτόσημα με σύμβολα υπερβατικά των αχράντων μυστηρίων, λειτουργικούς αίνους που βασίζονται σε μίαν υπερκόσμια γεωμετρία, κατοπτρισμούς ουρανίων ενοράσεων, νοητά αρχέτυπα – κάτι σαν άλλου είδους Ινδικά ή Θιβετιανά "μάνταλα". Δεν υπάρχει τέχνη πιο αυστηρή. Κοιτάζοντας την περίτεχνη αλληλουχία, διαβάθμιση και αλληλοεξάρτηση των σχημάτων, άγεται κανείς στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί τέχνης που εφ ήρμοσε την άτεγκτη αναγκαιότητα της μηχανικής επιστήμης στην έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος. Δεν υπάρχει εδώ ο λυρισμός του Σασσέτα ούτε αισθηματολογία ούτε καν αίσθημα, αλλά μία κρύα, παγερή κατασκευή που δεν επιδέχεται ούτε προσθήκη ούτε τελειοποίηση. Αν τελειοποιηθεί θα αλλάξει αναγκαστικά είδος και θα προσλάβει άλλη μορφή. Τα πάντα έχουν τυποποιηθεί. Τα σχήματα, τα φώτα, τα ημιτόνια, οι σκιές. Στην βάση υπάρχει η γραμμική-γεωμετρική σύνθεσις που συνεχώς θυμίζει τον μαθηματικό γνώμονα. Κάθε σχήμα εντάσσεται και προέρχεται από τα προηγούμενα. Είναι ένας Αριστοτελικός συλλογισμός, μία αλγεβρική εξίσωσις αλάνθαστη. Ο καλλιτέχνης δεν υπάρχει. Έχει αφομοιωθεί με την απόδοση μιάς οντότητας που τον απορροφά και τον εξουθενώνει ολοκληρωτικά. Τα υπερφυσικά όντα που εικονίζει έχουν την πληρότητα και την στιλπνότητα του ατσαλιού. Η σοφή τοποθέτησσις των τριγωνικών ή γωνιακών φώτων, οι λεπτότατες γραμμικές ψιμυθιές, οι γραμμικές σκιές και όλος ο ρυθμός της αφηρημένης αυτής φωτοσκιάσεως μεταμορφώνει τα όντα τούτα σε κινητές πανοπλίες που αντανακλούν ή απορροφούν το φως με τις ακμές και τις υπερ-λείες τους επιφάνειες. Οι στάσεις τους είναι μετωπικές και ιεραρχικές, τα πρόσωπα με υποτυπώδη έκφραση, αυστηρή και κάποτε, σχεδόν βλοσυρή, οι πτυχώσεις σχεδιασμένες με ευθείες γραμμές και λιγοστές καμπύλες προσεκτικά ζυγισμένες, έτσι που δίνουν την εντύπωση σαν να είναι τραβηγμένες με τον χάρακα. Τεντωμένες σαν την νευρή του δοξαριού, σαν υποτείνουσες τριγώνων, σαν χορδές κύκλων, σαν παραβολές και υπερβολές, γραμμένες, χαραγμένες, καρφωμένες στην σανίδα ή το σοβά, έτσι, που να μη μπορούν να ξεφύγουν, να χαλαρώσουν, να ξετεντωθούν, να λυγίσουν και να μαραθούν.
Είναι μία νοητή κατασκευή που έχει όγκο , αλλά ελάχιστο όγκο, που καταλαμβάνει τον τρισδιάστατο χώρο, αλλά τον καταλαμβάνει μόλις. Ποιος κατ' αρχήν εφεύρε και επενόησε το στυλ αυτό της ζωγραφικής είναι άγνωστον, αλλά κάποιος σοφός και ιδιόμορφος και τολμηρός τεχνίτης πρέπει να συνέθεσε τα ιδιάζοντα τούτα στοιχεία. Δεν είναι δυνατόν να εγεννήθηκαν σποραδικά και τυχαία και συν τω χρόνω. Η αφετηρία βεβαίως βρίσκεται όπως ξέρουμε στην ελληνιστική τέχνη της παρακμής κυρίως. Πράγματι, η βυζαντινή τεχνοτροπία έχει διαφυλάξει πιστά το μάθημα της ελληνιστικής εποχής. Κάτω από την αυστηρή, την άτεγκτη και σκληρή παρουσία της, βρίσκεις, αν σκάψεις, όλη τη γνώση των επιπέδων, αξόνων, συνθέσεων, φωτοσκιάσεων καθώς και της αναγλυφικότητος κατά το σύστημα της αρχαίας. Αλλά από την ελληνιστική τέχνη κάποιοι διανοούμενοι και δαιμόνιοι πρωτομάστορες διεμόρφωσαν πρώτοι, καθώς υποπτεύομαι, άγνωστον πότε, αλλά ίσως κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα τον απόκοσμο τούτο βυζαντινό ρυθμό. Δεν αρκέστηκαν να υιοθετήσουν την γνώση του χρώματος, την κλασσική γραμμή, την ένοια της συνθέσεως. Πήραν και κάποιες νοητές αρχές που ανάγονται σε δύο πηγές: Αφ' ενός, στα επιστημονικά επιτεύγματα του μαθηματικού γεωμέτρου ΄Ηρωνος , όπως είναι τα "πνευματικά" και η "Κατοπτρική". Αφ' ετέρου, στις μεταφυσικές και αισθητικές θεωρίες του Πλωτίνου, και μέσω αυτού της θεωρίας των ιδεών του Πλάτωνος.
Το βαθύ αυτό και ολοκληρωμένο σύστημα γνώσεων, το φυλαγμένο μέσα της, η βυζαντινή τέχνη το μετέδωσε ολόγυρα, σε πάμπολλες άλλες τέχνες, πρωτίστως δε στην νηπιακή τέχνη της Δύσεως. Αν λοιπόν εσυκοφαντήθη ως βάρβαρος είναι μόνο από όσους δεν αντελήφθησαν τι περιείχε πέραν από την ξηρότητα και αυστηρότητά της καθώς και τι προσέφερε. Ουσιαστικώς προσ έφερε τα πάντα. Ήταν η τέχνη η διδάσκαλος, όπως θα έλεγε ο Καβάφης: "Εις κάθε λόγον, εις κάθε έργον η πιο σοφή". Δυστυχώς υπάρχουν ακόμη στην Δύση πολλά εγχειρίδια και ιστορίαι της τέχνης ή του σχεδίου που αγνοούν και παραλείπουν τις αρχές τούτες της βυζαντινής παιδείας και παρουσιάζουν ως εκ τούτου μία παραμόρφωση της πραγματικότητας ξεκινώντας αυθαίρετα από την Τέχνη της Φλωρεντίας με τον Ντούτσιο, τον Ορκάνια, και τέλος τον Τζιότο.
Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας

Συγγραφικό έργο - ΑΝΤΟΥΡΑΚΗ

Συγγραφικό έργο Τιμητικός τόμος αρχιεπισκόπου Δημητρίου > Οι συμβολές > Γ. Αντουράκης - Χριστιανικές επιγραφές και εικόνες



Εκτύπωση

Χριστιανικές Επιγραφές και Εικόνες
(Πορίσματα Ερευνών - Μηνύματα)
Γεωργίου Β. Αντουράκη

Αρχαιολόγου, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών


Αντί Προλόγου - Αφιέρωση

Η συμβολή του παρόντος μελετήματος συνίσταται στην προσέγγιση και ερμηνεία βασικών "επιγραφικών ζητημάτων" από τον ευαίσθητο κλάδο της Επιστήμης της Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Επιγραφικής, όπως είναι: 1) η λειτουργική σχέση εικόνων και επιγραφών, 2) τα "εκούσια ή ακούσια" λάθη των επιγραφών, 3) τα λειτουργήματα ή επαγγέλματα στις χριστιανικές επιγραφές, 4) τα ηθικά παραπτώματα ή και τα "απαγορευμένα" επαγγέλματα, 5) η εργασία γενικά στις χριστιανικές επιγραφές (4ου - 15ου αιώνα), 6) ο χαιρετισμός "εν ειρήνη" και άλλα επιγραφικά σχόλια. Τα καίρια αυτά θέματα εξετάζονται συνοπτικά ή και συμπερασματικά στο Θεωρητικό πρώτο μέρος του παρόντος, ενώ στο δεύτερο Μέρος, το Πρακτικό ή Εποπτικό, επιλέγονται 34 επιγραφικά δείγματα εικόνων σε δώδεκα ολοσέλιδους Πίνακες, που αισθητοποιούν και εμπεδώνουν τα συνοπτικά κείμενα (βλέπε Περιεχόμενα).

Η επιλογή των παραπάνω θεμάτων - που τα θεωρούμε κάπως επίκαιρα ή και διαχρονικά πορίσματα ερευνητικής προσπάθειας, ένα κοινωνικό "καθρέπτη", όπου αντικατοπτρίζονται πολλά "μηνύματα", παλαιά και σύγχρονα. Γεφυρώνουν τον αρχαίο με το σύγχρονο κόσμο, εκφράζουν την "αγωνία" ή και την "άβυσσο" της ανθρώπινης ψυχής, τα ενδιαφέροντα γενικά του ανθρώπου, κάθε εποχής. Χαρακτηρίζονται και ως "σύγχρονα μηνύματα", κοινωνικά, ηθικά, καλλιτεχνικά, εκπαιδευτικά. Ασφαλώς στον παρόν πόνημα δεν εξαντλούνται όλα τα παραπάνω επιγραφικά ζητήματα και πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενα μελλοντικών μονογραφιών ή άρθρων και από άλλους ερευνητές: Επιγραφολόγους, Αρχαιολόγους, Γλωσσολόγους, Κοινωνιολόγους κ.α.

Σημειωτέον ότι, ο υποφαινόμενος από ετών μελετά ένα δύσκολο θέμα, με τίτλο: "Παραστάσεις δικαίων και αδίκων, που εμπνέονται από τη Δευτέρα παρουσία του Χριστού", τα αποτελέσματα του οποίου ευελπιστούμε ότι σύντομα θα δημοσιευθούν σε ειδική μονογραφία. Εννοείται ότι, ένα μεγάλο τμήμα της εν λόγω μελέτης αποτελούν τα ηθικά παραπτώματα ή τα λεγόμενα "απαγορευμένα" επαγγέλματα, με τις πλούσιες σκηνές των "κολασμένων" στη Χριστιανική Τέχνη. Κύρια σημεία του θέματος αυτού ανακοινώθηκαν π.χ. στο Cultural Center Maliotis (= στο Πολιτιστικό Κέντρο Μαλιώτης), που εδρεύει στον περιβάλλοντα χώρο του Ελληνικού Κολλεγείου και της Θεολογικής Σχολής "Τίμιος Σταυρός" της Βοστώνης των Η.Π.Α., όπου ο γράφων, ως επισκέπτης Καθηγητής, παρέμεινε και εδίδαξε σειρά μαθημάτων της ειδικότητάς του (κατά τα έτη 1989-1991).

Γεγονός είναι ότι οι αλλεπάλληλες επισκέψεις και η μακρά παραμονή του στις Η.Π.Α. (Ουάσινγκτον, Ν. Υόρκη, Βοστώνη κ.λπ.) υπήρξαν πολλαπλής ωφέλιμες, δεδομένου ότι: 1) Έζησε και εγνώρισε την ακμαία Ελληνική Ομογένεια, κατά τις διάφορες εκδηλώσεις με διαλέξεις, ομιλίες του. 2) Συνεργάσθηκε με πολλούς Επισκόπους και ιερείς, οι οποίοι - με πρόταση και παράκληση του δραστηρίου Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου - τον προσκαλούσαν για ειδικές ομιλίες (με διαφάνειες - slides) σε θέματα Χριστιανικής και Βυζαντινής Τέχνης, που οι Ομογενείς μας παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 3) Επισκέφθηκε και μελέτησε, κατά το δυνατόν, σπουδαία Μουσεία, Ερευνητικά Κέντρα, Πανεπιστήμια πολλών Πόλεων των ΗΠΑ, όπου εγνώρισε διαπρεπείς Επιστήμονες, Καλλιτέχνες, Επιχειρηματίες, Πολιτικούς, Δικαστές κ.α. 4) Κατά την εξάμηνη παραμονή του γράφοντος στο υπέροχο περιβάλλον του Ελληνικού Κολλεγείου και της Θεολογικής Σχολής Βοστώνης γνωρίστηκε και συνεργάστηκε στενότερα με τους τότε Καθηγητές: Επίσκοπο και διαπρεπέστατο Επιστήμονα Δημήτριο Τρικατέλλη, Αλκιβιάδη Καλύβα, Στυλιανό Χάρακ, Εμμ. Κλάψη, Γεώργιο Μπεμπή, Ηλία Πατσαβό, Χρίστο Αθανασόπουλο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Παναγιώτη Τσάμπηρα κ.λπ., καθώς και τους αείμνηστους (σήμερα) Γεράσιμο (Παπαδόπουλο), Επίσκοπο Αβύδου και Δημήτριο Ζαχαρόπουλο.

Τέλος, αλησμόνητη θα παραμείνει η πνευματική παρουσία, το επιστημονικό κύρος, η ανθρωπιά και η φιλία του Καθηγητού και Επισκόπου (τότε) Βρεσθένης Δημητρίου Τρικατέλλη, ο οποίος πρόσφατα εκλέχθηκε επάξια ως Αρχιεπίσκοπος Αμερικής: Η αγάπη, ο σεβασμός και η ευγνωμοσύνη του υποφαινομένου θα παραμένουν "εσαεί" προς τους εν Αμερική Φίλους και Συναδέλφους, και μάλιστα στον φιλόξενο "Βυζαντινό Άρχοντα" και τέως Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο Κουκουζη, για την όλη προσφορά του.

Το παρόν ταπεινό μελέτημα αφιερώνεται σε όλους τους εν Αμερική Φίλους, και μάλιστα στους παναξίους Αρχιεπισκόπους Ιάκωβο και Δημήτριο, ως ελάχιστο "Αντίδωρον, ανθ' ών" προσέφεραν και προσφέρουν στο έθνος και στην Επιστήμη.

Αθήνα, αρχή της Τρίτης Χιλιετίας
Μέρος Πρώτο: Θεωρητικό
Α'. Επιγραφές και Εικόνες: Παρατηρήσεις

Επιγραφική και Εικονογραφία, οι δύο αυτοί κύριοι τομείς της Χριστιανικής Τέχνης, είναι πάντοτε στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ο ένας συμπληρώνει και ερμηνεύει τον άλλο. Εικόνα και επιγραφή συμβαδίζουν και αλληλοεπηρεάζονται.

Από τα πολύ παλαιά χρόνια οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να προσθέτουν δίπλα στην εικόνα και μια γραπτή επεξήγηση, ένα χάραγμα ή ένα σύμβολο. Η εικόνα δηλ. δεν μπορούσε να σταθεί και να κατανοηθεί μόνη της, χωρίς κάποιο υπομνηματισμό. Σπάνια συναντούμε εικόνες "χωρίς λόγια". Γενικά η εικόνα, το σύμβολο, απευθύνεται κυρίως στην ψυχή, ενώ το γραπτό κείμενο, η επιγραφή, στη λογική, στη γνώση. Τη σχετική επιγραφής και εικόνας τη βλέπομε τόσο στην Αρχαία, όσο και στη Χριστιανική Τέχνη.

1. Η Χριστιανική Τέχνη πρέπει να εξετάζει, αλληλένδετα την ιερή εικόνα και τη θρησκευτική επιγραφή, δηλ. την απεικόνιση ιερού προσώπου και τη χάραξη -με ποικίλα σύνεργα γραφής του Θρησκευτικού κειμένου, τό όνομα τού εικονιζομένου προσώπου κ.α. Η απεικόνιση των ιερών μορφών του Χριστιανισμού, που άρχισε να γίνεται συστηματικά κυρίως μετά την επικράτηση τού Χριστιανισμού, πέρασε διάφορα στάδια και έγινε με διάφορους τεχνικούς τρόπους μέσα στους αιώνες. Συνέχισε δηλαδή την τέχνη της τοιχογραφίας, της γλυπτικής και του ψηφιδωτού (γνωστά και στην Αρχαία Τέχνη) και κατέληξε στη φορητή εικόνα, στα εικονογραφημένα χειρόγραφα, στις ποικίλες γλυπτές απεικονίσεις και στα διάφορα αντικείμενα Μικροτεχνίας (σφραγίδες, νομίσματα, φυλακτά, σύμβολα κ.λπ.).

2. Ως προς τις επιγραφές, που μας ενδιαφέρουν εδώ περισσότερο, σημειώνομε αρχικά τις παλαιοχριστιανικές αναγραφές ονομάτων, που τα συνοδεύουν με διάφορες σχετικές φράσεις, επικλήσεις, χωρία των Αγ. Γραφών, λειτουργικού τύπους κ.λπ. Στις επιτύμβιες στήλες -πού έχουν διασωθεί άφθονες- βρίσκομε στοιχεία γύρω από τη ζωή του νεκρού, καθώς και ποικίλες κατά τόπους αντιλήψεις. Όπως τονίσαμε και παραπάνω, οι παλαιοχριστιανικές επιγραφές επηρεάζονται πολύ από τις ειδωλολατρικές αντιλήψεις. Σημειώνομε επίσης τις επεξηγήσεις (λεζάντες) των χριστιανικών τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, όπως π.χ. τό όνομα και το επάγγελμα του εικονιζομένου προσώπου (ολογράφως ή βραχυγραφικά), καθώς και άλλες σχετικές αναφορές. Χωρία των Αγ. Γράφων, των Θ. Λειτουργιών κ.ά. είναι γραμμένα πάνω σε ειλητάρια, που τα κρατούν ανοικτά τα εικονιζόμενα ιερά πρόσωπα (Προφήτες, Απόστολοι, Ιεράρχες κ.ά.). Οι αναγραφές ονομάτων και επαγγελμάτων, καθώς και οι εκτενείς φράσεις των ειληταρίων, είναι ένα είδος στοιχείων "ταυτότητας" των εικονιζομένων. Βλέπε σχετικές εικόνες στους Πίνακες επιγραφών.

3. Σημειώνομε επίσης τις άφθονες κτητορικές επιγραφές των εκκλησιών, τα θρησκευτικά "κατά το μάλλον ή ήττον" χαράγματα ή άλλου είδους ενθυμήματα, τις επιγραφές πάνω στα νομίσματα, τις σφραγίδες, τα τυπάρια, τα φυλακτά, τα νομίσματα κ.λπ. Πρβλ. και το Ευαγγελικό ερώτημα "τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή;" (Μάρκου 12, 16), που απηύθυνε ο Χριστός για το νόμισμα του κήνσου.

4. Όπως στην περίπτωση του "νομίσματος του κήνσου" και γενικά στην ειδωλολατρική και στην κοσμική τέχνη, έτσι και στη Χριστιανική, οι δυο βασικές μορφές των "χαραγμάτων τέχνης και ενθυμήσεις του ανθρώπου" (Πραξ. Αποστόλων 17, 19) είναι στενά συνδεδεμένες και συμβαδίζουν. Η επιγραφή δηλαδή επεξηγεί την εικόνα και το αντίστροφο. Γενικά οι επιγραφές είναι ο "λόγος - μήνυμα" των εικόνων, αλλά και οι εικόνες συμπληρώνουν και αισθητοποιούν καλύτερα τις επιγραφές. Πρβλ. Πίνακες.

5. Σημειώσαμε και στην αρχή ότι ή εικόνα απευθύνεται στην ψυχή και η επιγραφή στη γνώση. Έτσι, στα χρόνια που οι άνθρωποι δεν διακρίνονταν για μεγάλη γνώση και μάθηση όπως π.χ. οι Έλληνες στα χρόνια του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας, είχαμε μεγάλη εικονογραφική παραγωγή, ενώ η επιγραφική περιοριζόταν σης απολύτως απαραίτητες (και γεμάτες ορθογραφικά σφάλματα) ενδείξεις και επεξηγήσεις πάνω στις εικόνες. Η εικόνα αποτελούσε το βιβλίο των αναλφαβήτων. Αυτή τους δίδασκε τις θεμελιώδεις αρχές της Χριστιανικής Πίστεως. Αντίθετα οι επιγραφές απευθύνονταν στους ελάχιστους "εκλεκτούς". Όσες επιγραφές έχουν κάποιο ενδιαφέρον περιεχόμενο ή μια καλλιτεχνική πρωτοτυπία στη γραφή και στη γλώσσα, απευθύνονται κυρίως στους ειδικούς μελετητές: ιστορικούς, αρχαιολόγους, γλωσσολόγους κ.λπ. Γεγονός είναι ότι το περιεχόμενο των εκτενών επιγραφών είναι ποικίλο και πολλά επιστημονικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από αυτό. Η μορφή τους, ο φορέας -η ύλη, πάνω στην οποία έχουν γραφεί ό τρόπος που χαράχτηκαν κ.λπ. είναι στοιχεία ποικίλου ενδιαφέροντος και περιεχομένου. Υπογραμίζομε τη σημασία των παλαιοχριστιανικών σχεδίων- απεικονίσεων και επιγραφών για τη γνώση της δομής της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας και γενικά της ζωής των πρώτων Χριστιανών. Τα κάθε είδους "κακόγουστα" και ανορθόγραφα χαράγματα των προγόνων μας (κάθε εποχής) είναι θρησκευτικά αξιοσέβαστα και επιστημονικά αξιοτίμητα.

6. Το ίδιο παρατηρείται και στη Ζωγραφική. Δίπλα στα μνημειώδη εικονογραφικά έργα -δημιουργήματα μεγάλων ανωνύμων και επωνύμων καλλιτεχνών- υπάρχουν και δευτερεύοντα (από καλλιτεχνική άποψη αγιογραφικά έργα αγνώστων λαϊκών καλλιτεχνών. Και τα έργα όμως αυτά είναι προϊόντα πίστεως και ευλαβείας, πολλές φορές και θαυματουργά, που μόνος οδηγός του χρωστήρα ήταν η αγνή και βαθειά πίστη των λαϊκών δημιουργών τους. Και τα δημιουργήματα αυτά είναι αξιοσέβαστα και πολύ σημαντικά γιά την ιστορία της Χριστιανικής Τέχνης, αφού εκφράζουν άριστα το πνεύμα της εποχής τους.

7. Χαρακτήρας των εικόνων-επιγραφών. Οι επιγραφές που συνοδεύουν και συμπληρώνουν τις ιερές εικόνες έχουν πάντοτε την ίδια έννοια, τον ίδιο χαρακτήρα: θεολογικό, λειτουργικό, ευχαριστιακό, διδακτικό, φιλάνθρωπο κ.λπ. Ήδη από τον 4ο αιώνα κ.ε. πολλοί Πατέρες, Συγγραφείς, Υμνωδοί κ.α. τονίζουν τη σπουδαιότητα και τη βαθύτερη έννοια-θεολογία των ιερών εικόνων, τις οποίες ασφαλώς θεωρούν ως αναπόστατα συνδεδεμένες με τις επιγραφές τους. Χαρακτηριστικό είναι π.χ. το απόσπασμα του Αγίου Νείλου (Μigne, P.G., τόμος 79, στήλες 577-580, ο οποίος θεολογώντας παρατηρεί: "...Όπως αν μη ειδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τας Θείας αναγιγνώσκειν Γραφάς τη θεωρία της ζωγραφίας, μνήμην τε λαμβάνωσιν της των γνησίως τω αληθινώ Θεώ δεδουλευκότων ανδραγαθίας, και προς άμιλλαν διεγείρωνται των ευκλεών και αοιδίμων αριστευμάτων, δι' ων της γης τον ουρανόν απηλλάξαντο, των βλεπομένων τα μη ορώμενα προτιμήσαντες..." Γεγονός είναι ότι, αν και παρατηρείται μεγάλη ποικιλία τάσεων και μορφών στις εικόνες και στις επιγραφές, εν τούτοις ο λειτουργικο-ευχαριστιακός χαρακτήρας τους, η Θεολογία γενικά είναι ενιαία. Τα κενά των εικόνων συμπλήρωναν οι επιγραφές, οι οποίες υπενθίμιζαν και ετόνιζαν περισσότερο την ιερότητα-λειτουργικότητα των εικονισμένων μορφών. Τα ιερά βιβλία, τα ειλητάρια που κρατούν ανοικτά τα εικονιζόμενα πρόσωπα, έπρεπε να συμπληρωθούν με "γράμματα" των Αγίων Γραφών, Λειτουργιών, Ύμνων κ.λπ. Διαφορετικά θά παρέμενε ένα αισθητό κενό, κάποια "τρύπα", στις παραστάσεις. Ο "φόβος του κενού", σε συνδυασμό πάντοτε με την όλη θεολογική θεώρηση των εικόνων, ανάγκαζε τους αγιογράφους να ποοσθέτουν (βραχυγραφικά) τσ ονόματα των ιερών μορφών, χωρία των Αγ. Γραφών, λειτουργικές ευχές κ.λπ. Απαραίτητο συμπλήρωμα των εικόνων αποτελούν και τα ιερά ονόματα των εικονιζομένων προσώπων. Τα ονόματα αυτά προσδίδουν ιερότητα και λειτουργικότητα στις εικόνες, οι οποίες -τότε και μόνο- είναι αντικείμενα σεβασμού. Οι εικόνες μαζί με τις επιγραφές τους προσφέρουν στον εκκλησιαζόμενο πιστό ένα σπουδαίο δίδαγμα, ένα "καινό" νόημα-μήνυμα. Και η εποχή μας -που είναι ήδη κορεσμένη από τις "κενές άδειες" σύγχρονες εικόνες και επιγραφές θα πρέπει επίμονα να προσπαθήσει να ανακαλύψει κάποιο "καινό" νόημα, τη βαθύτερη έννοια και τη Θεολογία των χριστιανικών -κυρίως των βυζαντινών και μεταβυζαντινών- εικόνων και επιγραφών.

Από τη μικρή αυτή επισκόπηση έγινε κατανοητό ότι, χωρίς τις απαραίτητες συνοδευτικές επιγραφές, οι περισσότερες εικόνες προσώπων και παραστάσεων θα ήταν ασαφείς και ακατανόητες. Είναι, λοιπόν, αδιανόητη ή μη συνεργασία Επιγραφικής και Ζωγραφικής. Οι εικόνες έχουν πάντοτε στενή σχέση με τις επιγραφές τους, οι οποίες αποτελούν και τον πλέον "αυθεντικό λόγο" ή τους ερμηνευτικούς υπότιτλους (λεζάντες) των παραστάσεων. Κατά συνέπεια, η Χριστιανική Τέχνη και η Χριστιανική Επιγραφική είναι επιστήμες αναπόσπαστα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Επιβάλλεται, λοιπόν, η καλλιέργεια- και μάλιστα η τόνωση- του τόσο σημαντικού κλάδου της Επιγραφικής, Αρχαίας και Χριστιανικής.

Β'. Επαγγέλματα και Λειτουργήματα σε Επιγραφές


α. Η εργασία στην ονοματολογία επαγγελμάτων.

Μεγάλη είναι η προσφορά των επιγραφών στη γνώση της πνευματικής και κοινωνικής καταστάσεως της κάθε εποχής. Στις ποικίλες χριστιανικές επιγραφές- που αποτελούν τον καθαρό καθρέπτη της εποχής τους- αντικατοπτρίζονται πολύτιμα στοιχεία: κοινωνικά, γλωσσικά, εθιμικά κ.λπ. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι επιγραφές στην ονοματολογία, δηλ. στη γνώση των ανρθωπωνυμίων της εποχής του. Με τους ποικίλους όρους που αναγράφονται σ' αυτές διαφωτίζεται η κοινωνική δομή με την αναγραφή των διαφόρων επαγγελμάτων ή λειτουργημάτων, που ασκούσαν τότε οι κάτοικοι των πόλεων και των οικισμών. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι πολύ σπάνια ανευρίσκομε στις επιγραφές το επώνυμο του νεκρού, αλλά ανακαλύπτουμε το επάγγελμά του, με το οποίο ήταν γνωστός στο περιβάλλον του. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι τα επαγγελματικά ονόματα έγιναν πολλές φορές, και με την πάροδο του χρόνου επώνυμα.

Από την εμφάνιση του χριστιανισμού μέχρι και σήμερα οι χριστιανοί εκτιμούσαν πολύ την εργασία, η οποία θεωρείται πάντοτε ως κοινωνικό και ηθικό καθήκον για τον κάθε άνθρωπο, που μπορεί να εργάζεται. Οι μη δυνάμενοι να εργάζονται (γέροντες, ανάπηροι, άρρωστοι) πρέπει να διατρέφονται και να βοηθούνται από τους υγιείς και δυναμένους. Την αξία και την αναγκαιότητα της εργασίας υπογραμμίζουν όλες σχεδόν οι Μεγάλες Προσωπικότητες του Χριστιανισμού (Απόστολοι, εκλησιαστικοί Συγγραφείς, Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, Άγιοι κ.λπ.). Χαρακτηριστική είναι π.χ. ή κατηγορική προτροπή του Απ. Παύλου "ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω..."

Ήδη από τήν παλαιοχριστιανική εποχή ανευρίσκομε πολλές απεικονίσεις όχι μόνο εργαλέιων αλλά και αντικειμένων, αλλά και ανθρώπων κατά την ώρα της ασκήσεως του επαγγέλματός τους. Πρόκειται για ζωγραφικές ή για γλυπτές παραστάσεις εργαζομένων είτε με τα σύνεργα της εργασίας τους, είτε με απλή αναγραφή του λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι από τους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες διασώθηκαν ολίγες σχετικά ενδείξεις για το επάγγελμα των νεκρών. Από τα μέσα όμως του 4ου αιώνα -όταν ο Χριστιανισμός είχε διεισδύσει στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα - οι επαγγελματικές μαρτυρίες συνεχώς πολλαπλασιάζονται.[1] Στις επιγραφές αναγράφονται τα λειτουργήματα ή και επαγγέλματα των κληρικών (όλων των βαθμών ιερωσύνης), των στρατιωτικών, των δικαστών, των ιατρών, των διαφόρων επαγγελματιών και βιοτεχνών. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις διάφορες περιοχές του χριστιανικού κόσμου διαπιστώνονται προτιμήσεις ή και διαφοροποιήσεις ως προς τις επαγγελματικές μαρτυρίες. Έτσι, στις Ελληνικές και Λατινικές χώρες, καθώς και στην Αίγυπτο και την Κιλικία (κυρίως τον 6ο και 7ο αιώνα) έχομε άφθονες επαγγελματικές μαρτυρίες, ενώ αυτές σπανίζουν στην Καρχηδόνα. Στη Τύρο της Φοινίκης οι μισές σχεδόν επιγραφές αναγράφοουν το επάγγελμα του πιστού. Από αυτές διαπιστώνεται ότι μερικοί χριστιανοί ασκούσαν δύο ή περισσότερα επαγγέλματα όπως π.χ. το επάγγελμα του πατέρα τους και κάποιο άλλο που άρεσε στους ίδιους. Επίσης μερικοί επαγγελματίες ή βιοτέχνες θεωρούσαν καθήκον και μεγάλη τιμή να ασκούν -παράλληλα με την κύρια εργασία τους- και διάφορα λειτουργήματα στό λαό ή στην ενορία τους, όπως του υποδιακόνου, του ψάλτη (ή υποψάλτη ), του νεωκόρου κ.ά. Γεγονός, πάντως, είναι οτι οι διάφορες ονομασίες των επαγγελμάτων στις επιγραφές είναι πολύ σημαντικές όχι μόνο από κοινωνιολογική, αλλά και από γλωσσολογική άποψη. Τα επαγγέλματα, που σταχυολογούνται στη συνέχεια, αναγράφονται σε χριστιανικές επιγραφές, κυρίως της Παλαιοχριστιανικής και της Βυζαντινής εποχής (4ος-15ος αι.). Βλέπε τους σχετικούς Πίνακες, όπου επιλέγονται διάφορα επαγγέλματα - λειτουργήματα από επιγραφές (εικ. 1-34).

6. Ανδρικά και γυναικεία επαγγέλματα.

Αξίζει να συγκεντρώσουμε εδώ τα επικρατέστερα ονόματα επαγγελμάτων, επειδή πολλά από αυτά είτε σπανίζουν σήμερα, είτε συνηθίζονται και μάλιστα επιβιώνουν με μερικές παραλλαγές -και στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα[2].

Α. Από τα ανδρικά επαγγέλματα σημειώνομε τους: 1) κογχυλείς (αλιείς κογχυλιών), 2) κογχυλοπλυτές, 3) κογχυλοκόπους (που στα βυζαντινά χρόνια ονομάζονται κογχυλάριοι), 4) σιτομέτρεις, 5) αρτοκόπους (= φουρνάρηδες^ ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και από τους βυζαντινούς), 6) ετράριους (= ζαχαροπλάστες), 7) τυροποιούς (= τυροκόμους), 8) τέκτονες και μαϊστορες (= αρχιτέκτοντες και μαστόρους), 9) χαλκείς (= σιδηρουργούς, πρβλ. και το σημερινό διαλεκτικό χαρκιάς), 10) χρυσοχείς, 11) δακτυλιδάριους (χρυσοχόους), 12) παρατουράς - παρατουράδες (σκηνοποιός - σκηνοπώλεις), 13) μεταξάριους (το ίδιο και στους βυζαντινούς χρόνους, που σημαίνει τους πωλητές μετάξης), 14) βαρβαρικάριους (κατασκευαστές πολυτελών υφασμάτων^ ο ίδιος όρος και στους βυζαντινούς χρόνους), 15) καραβιάριους (= αλιείς καραβίδων), 16) γρυτοπώλεις ή γρυποπώλεις (= παλαιοπώλεις), 17) βαλανέους ή βαλανείς (= υπεύθυνους λουτρών-λουτράρηδες^ ο όρος λουτράρης συναντάται και στους βυζαντινούς), 18) ιππιάτρους ή και ιππιατρούς (= κτηνίατρους για άλογα), 19) ιατρούς-γιατρούς, 20) κοπιάτες (ειδικούς τεχνίτες κατακομβών, γνωστούς και ως fossores λατινιστί), 21) βυρσοδέψεις, 22) υποδηματοποιούς-τζαγγάρηδες, 23) ξυλοκόπους-ξυλουργούς--ξυλογλύπτες, 24) σχοινοποιούς, 25) γραφείς-αντιγραφείς ή και σκρινιάριους-χαρτουλάριους, 26) καμπανιστές (= ζυγιστές), 27) καμπανάδες - σημαντήρηδες (πρβλ. και το επώνυμο Σημαντήρης-Σημαντηράκης), 28) χαράκτες, 29) θεριστές, 30) μυλωνάδες, 31) σακελλάρηδες, 32) ξενοδόχους-εστιάτορες-ταβερνιάρηδες, 33) ραπτάδες, 34) ζευγάδες, 35) γαλατάδες-γαλακτοπώληδες, 36) μαρμαράδες-μαρμαράριους, 37) βουκόλους (=κτηνοτρόφους), 38) κραμβιτάδες (=κηπουρούς, λαχανοπώληδες), 39) αρωματάρηδες-φαρμακοποιούς, 40) ζωγράφους-σγουράφους, 41) ζουράρηδες (= τοκιστές ή και φιλάργυρους-τοκογλύφους) και πολλά άλλα σύγχρονα και μη επαγγέλματα (βλέπε και την υποσημείωση ).

Β. Τα γυναικεία επαγγέλματα είναι σχετικά ολίγα αφού ως γνωστόν, στους Παλαιοχριστιανικούς και Βυζαντινούς χρόνους οι γυναίκες δεν ασκούσαν -επίσημα τουλάχιστο- πολλά βιοποριστικά επαγγέλματα. Υπάρχουν όμως και αρκετές εξαιρέσεις έτσι, από τα μαρτυρούμενα σε επιγραφές γυναικεία επαγγέλματα αναφέρομε τις: 1) ιατρίνες, 2) ναυκλήρισσες (=εφοπλίστριες), 3) πρεσβυτέρρισες-παπαδιές-αρχισυναγώγισσες (=πολύτιμοι βοηθοί ή και σύζυγοι των κληρικών), 4) διακόνισσες, 5) νεοκόρισσες, 6) κονδειτάριες (=οικοδέσποινες-νοικοκυρές), 7) ράπτριες, 8) υφάντριες - ανυφάντριες, 9) θερίστριες, 10) μαγείρισσες, 11) εργάτριες, 12) πωλήτριες (διαφόρων ειδών), 13) αστροπόλισσες (=πωλήτριες θυμιαμάτων), 14) κουβουκλάριες (=καμαριέρες το ίδιο και στους βυζαντινούς), 15) μαίες-μαμμές - κ.ά. Μερικά από τα επαγγέλματα αυτά ανευρίσκονται και σε διάφορα έγγραφα (συμβόλαια κυρίως) των χρόνων της Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας της Κρήτης κ.ά., όπου προστίθενται και διάφορες άλλες γυναικείες δραστηριότητες και ιδιαίτερα της χήρας, η οποία αναγκάζεται να διαχειρίζεται την οικογενειακή περιουσία, να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες, να εξασφαλίζει την οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση των ανήλικων τέκνων της. Σε αρχειακό υλικό της Κρήτης μαρτυρείται επίσης κατά τους αιώνες εκείνους και η προσφορά της γυναίκας τροφού - βυζάστρας, η οποία είναι γνωστή και ως παραμάνα[3].

Γ. Άξιο παρατηρήσεως είναι ότι πολλοί από τους παραπάνω όρους - λέξεις δεν ανευρίσκονται στα λεξικά της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας (Liddell-Scott) κ.α., όπως π.χ. είναι οι λέξεις: ναυκλήρισσα, ετράριος, κραμβιτάς, κονδειτάρια, αστροπόλισσα, παρατουράς. Στον Ησύχιο απαντά η λέξη παρατούριον (=αντίπανον -τέντα) κ.ά. Αλλες πάλι επέζησαν και στους βυζαντινούς χρόνους, όπως οι λέξεις: αρτοκόπος, μεταξάριος, δακτυλιδάριος, βαμβαρικάριος, κογχυλιάριος, γρυποπώλης, κουβουκλάρια, κ.ά. Πολλές λέξεις αντικαταστάθηκαν στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή από παρόμοιες ετυμολογικά, από τις οποίες προέρχονται αρκετά σύγχρονα επαγγέλματα. Έτσι διαπιστώνεται όχι μόνο η συνέχεια της Ελληνικής γλώσσας από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα. Αλλά και η Λατινική γλώσσα, καθώς και η Ιταλική, είναι πλούσιες σε ονομασίες επαγγελμάτων, όπως: catadromus - catadromarius, pantomimus, nutrix - baiula (= τροφός-βυζάστρα-παραμάνα), tabernaria (= ταβερνάρισσα) usurarius-usurario-ζουράρης (= τοκιστής-φιλάργυρος) κ.ά. Εξ άλλου, από το αρχαίο ελληνικό βαλανείον (= λουτρό, πρβλ. και τό λατινικό balneum) προέρχεται τo βαλανέος των επιγραφών, αντί του οποίου οι βυζαντινοί χρησιμοποίησαν αργότερα τον όρο λουτράρης.

Αξίζει να αναφερθούν εδώ τα επικρατέστερα βυζαντινά επαγγέλματα, τα οποία κυμαίνονται από 70 μέχρι 100, όπως: μουράρος (=κτίστης), μπαρμπέρης, ράφτης, χαλιναράς, μποτέρης, μαραγγός, σελάς, χρυσοχός, τζαγγάρης, μαρμαράς, φουρνάρης, σπαθάς, πετροκόπος, γούναρης, σκουφάς, μακελλάρης, καθεγλάς, καλαφάτης, τανιέρης, καλυκάς, χαλκάς, ζυμοπουλητής, γναφέος ή μαυριστής, δοξαράς, σκοινοπλάκος, τορνάρης, σαϊτας, κεράς, μπουμπαρδιέρος, σπλεντζέρης, χαλκωματάς, σαλουμάρος, ξεπετσοτέρης, γερακάρης, παπλωματάρης, πολβεράρος, κλειδάς, χρυσαφάς, ψαροπουλητής, ακπελλάς, περιβολάρης, σομαράς, σανσέρης (= μεσίτης), ξυγγοκεράς, τυροπουλητής. Αναφέρονται επίσης και πρωτομάστορες, κυρίως στους: χρυσοχόους, τζαγγάρηδες, μαραγγούς, μουράρους, ραφτάδες, καλαφάτες. Κάπως ευγενέστερα επαγγέλματα ήταν αρωματάρης ή σπετζιέρος ή φαρμακοπός, νοτάριος, αββοκάτος (= δικηγόρος), ιατρός τζηρόικος (= χειρούργος), ιατροφύζυκος, ζωγράφος ή σγουράφος [4] Βλέπε και τους σχετικούς πίνακες των επιγραφών.

Γ'. Απαγορευμένα Επαγγέλματα

Α'. Μερικοί χριστιανοί ασκούσαν -κυρίως στους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους- και επαγγέλματα, τα οποία οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούσαν να αποφεύγονται, όπως: 1) του αγαλματοποιού 2) του ηνιόχου), 3) του παντομίμου, 4) του γυμναστού 5) του μονομάχου, 6) του διδασκάλου τραγουδιού και μονομαχίας, 7) του θιασάρχου 8) του θαυματοποιού 9) του catadromarious (=σαλτιμπάγκου σε τσίρκο), 10) του αστρολόγου (=μάντη), 11) της τραγουδίστριας, 12) της χορεύτριας κ.ά. Γενικά οι δραστηριότητες των χριστιανών που είχαν σχέση με τον κόσμο των δημοσίων θεαμάτων και την ειδωλολατρεία- έπρεπε να αποφεύγονται, επειδή προσέβαλαν τα χρηστά ήθη και ήταν κάπως αντίθετες προς τα νέα ήθη της Χριστιανικής Διδασκαλίας. Όμως, παρά τις συστάσεις και απαγορεύσεις της Εκκλησίας, μερικά από τα επαγγέλματα αυτά συνεχίζονται ή επιβιώνουν, όπως διαπιστώνεται και από τις σχετικές επιτάφιες επιγραφικές μαρτυρίες[5]. Τα αρχαία επαγγέλματα συνεχίζονται και στη χριστιανική κοινωνία, η οποία αποτελεί συνέχεια και εξέλιξη της προχριστιανικής κοινωνικής δομής. Πρβλ. και το Πρώτο Μέρος του παρόντος τόμου που επιγράφεται "Μετάβαση από την Αρχαία Τέχνη στην Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη".

Β. Αν και κάπως εκτός θέματος, όμως πολύ ενδιαφέροντα είναι και τα Βυζαντινά (ή και Μεταβυζαντινά) ηθικά παραπτώματα των επιγραφών, επειδή σ' αυτά υάρχουν ενδείξεις επαγγελμάτων ή καυτηριάζονται και κάποιοι αμαρτωλοί, γνωστοί και ως κολασμένοι. Από τους τοιχογραφημένους ναούς π.χ. της Κρήτης (μετά τον 13ο αιώνα) επιλέγομε εδώ τα επικρατέστερα ηθικά παραπτώματα, όπως είναι: 1) Οι κοιμώμενοι την Αγίαν Κυριακήν, δηλ. οι μη εκκλησιαζόμενοι, 2) γυναίκες-μητέρες "αι μη θηλάζουσαι τα νήπια", ή "αποστρεφόμεναι τα νήπια" (πρβλ. και το επάγγελμα της τροφού - βυζάστρας - παραμάνας , 3) παπαδιά ή "πορνεύουσα" 4) οι πόρνοι - πόρνες,, 5) οι μοιχοί, β) οι φονείς, 7) οι ψεύτες, 8) οι κλέπτες, 9) οι φιλάργυροι, 10) οι βλάσφημοι, 11) οι επίορκοι. 12) ο ζουράρης, 13) η μαυλίστρια, 14) η παραφρουγκαστέα ( =κρυφακούστρια), 15) ο φαλτσογράφος 16) ο κλεπτοσκοίνης, 17) ο μεταθέτων τα όρια (=σύνορα) και πολλά άλλα. Επίσης, άδικα ή αμαρτωλά επαγγέλματα χαρακτηρίζονται και εκείνα, που ως πρώτο συνθετικό έχουν την πρόθεση παρά, όπως είναι: παρακαμπανιστής (= κακοζυγιστής), παραχαράκτης, παραθεριστής, παραυλακιστής, κ.ά., με την έννοια του άδικου, του κλέπτη και γενικά του κακού. Με τα καυτηριαζόμενα αυτά παραπτώματα -και μάλιστα σε πολλές και περίεργες εικονογραφικές σκηνές των ι. ναών -επιδιώκεται ό φρονηματισμός των πιστών. Οι ποινές, αυτές των αδίκων -κολασμένων έχουν μεγάλη σπουδαιότητα, κυρίως από ηθικής και κοινωνιολογικής απόψεως[6]. Πρβλ. και τις απειλητικές εκφράσεις (κατάρες, αναθέματα κ.ά.) των παλαιοχριστιανικών επιγραφών (4ου - 7ου αι.), που αναγράφονται κυρίως για την προστασία των τάφων. Τόσο από τα απαγορευμένα επαγγέλματα, όσο και άπο τις άφθονες ποινές των κολασμένων, εξάγονται πολύτιμα συμπεράσματα για τις ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις των χρόνων εκείνων. Γενικά όμως οι εικόνες, μαζί με τις συνοδευτικές τους επιγραφές, παρέχουν πολλά μυνήματα. Αντικατοπτρίζουν τα βιώματα και τις αντιλήψεις κάθε εποχής.

Δ. Εκκλησιαστικά Αξιώματα σε Επιγραφές

Στις χριστιανικές επιγραφές, καθώς και σε πολλές βυζαντινές πηγές, μαρτυρούνται όχι μόνο όλοι οι βαθμοί της Ιερωσύνης, αλλά και πολλά εκκλησιαστικά αξιώματα -οφφίκια, με ποικίλες μάλιστα διαλεκτικές παραλλαγές, όπως 1) Αρχιερεύς-Αρχιεπίσκοπος - Πατριάρχης 2) επίσκοπος - δεσπότης κ.ά., 3) πρεσβύτερος - πρωτοπρεσβύτερος - οικονόμος - παπάς - πρωτόπαπας - πρωτοπαπάς κ.α 4) ηγούμενος - γούμενος - καλόγερος - γέροντας κ.α., 5) ηγουμένισσα - γουμένισσα -καλογριά - γερόντισσα κ.ά., 6) διάκονος - διάκος κ.α., 7) διακόνισσα, 8) παρθενεύουσα (= αφιερωμένη στο Θεό), 9) ιεροψάλτης - ψάλτης - υποψάλτης, 10) αναγνώστης, 11) διδάσκαλος -σκρινάριος, 12) νεωκόρος - νεωκόρισσα, 13) εκκλησάρης - εκκλησάρισσα, 14) ιστοριογράφος - αγιογράφος - ζωγράφος κ.ά. Βλέπε Πίνακες εικόνων. Πολύ συχνά βλέπομε επίσης στις επιγραφές κληρικούς ή και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, οι οποίοι -παράλληλα με το λειτούργημά τους- ασκούσαν και διάφορα άλλα επαγγέλματα, όπως π.χ.: 1) πρεσβύτεροι - χρυσοχόοι - χαράκτες - αγιογράφοι κ.α., 2) μοναχοί - αγιογράφοι - βαφείς -μυροποιοί -μελισσοκόμοι κ.α. , 3) διάκονοι - χρυσοχόοι - βαφείς - χαράκτες κ.ά., 4) υποδιάκονοι - γραφείς, χρυσοχόοι - μελισσοκόμοι - κηροποιοί κ.α., 5) αναγνώστες -χαρτουλάριοι - μαρμαρογλύπτες - χαράκτες - μαχαιροποιοί, 6) πρεσβυττέρισσες - παπαδιές - αρχισυναγώγισσες - κατηχήτριες κ.α. Βλέπε και τους Πίνακες 6 κ.ε. Γνωστή είναι η ποοσφορά των κληρικών (κυρίως των μοναχών) στην Αγιογραφία και Μικροτεχνία γενικά. Έτσι, πολλές επιγραφικές μαρτυρίες υπάρχουν για κληρικούς-μοναχούς, που εργάζονταν και ως: αγιογράφοι, ζωγράφοι, καλλιγράφοι, αντιγραφείς χειρογράφων, ξυλογλύπτες διαφόρων εκκλησιαστικών έργων Τέχνης επιγραφών, σφραγίδων κ.λπ. (Πρβλ. Πίνακες).

Στις επιγραφές της κατηγορίας αυτής παρέχεται μια απλή και ανάγλυφη εικόνα όχι μόνο του Πολιτεύματος της Εκκλησίας, αλλά και της όλης δράσεως και προσφοράς των κληρικών στη διάρθρωση της κοινωνικής δομής κάθε εποχής. Και από τις άφθονες σχετικές επιγραφές μαρτυρείται, ότι οι κληρικοί -όλων των βαθμών ιερωσύνης- ήταν από τα πλέον δραστήρια μέλης της κοινωνίας.

Ε'. Λάθη Επιγραφών: Σχόλια - Παρατηρήσεις

Είναι γνωστό ότι οι ανορθογραφίες, τα λάθη, οι ασυνταξίες, ήταν πολύ συνηθισμένα σης επιγραφές. Τά λάθη όμως αυτά δεν ενοχλούσαν ή δεν ήταν τόσο αισθητά, δεδομένου ότι ουδείς διαμαρτυρήθηκε ή προσπάθησε να διορθώσει επιγραφικά λάθη. Η προσοχή των επιγραφοτεχνιτών στην "καλλιτεχνία" των επιγραφών δε τους άφηνε χρόνο η σκέψη για ορθογραφία. Η "καλλιτεχνία" ενδιέφερε περισσότερο. Ήταν μια τυπική και εμπειρική τέχνη, που έμοιαζε ως "ακουστική - οπτικοακουστική, δεδομένου ότι και ο προφορικός λόγος επηρέαζε πολύ τους χαράκτες των επιγραφών. Δεν ενοχλούσαν όμως τα λάθη, τα οποία στο "ακουσμά" τους δεν ήταν τόσο αντιληπτά. Κύριος σκοπός των επιγραφοτεχνιτών ήταν να παρουσιάσουν -όσο μπορούσαν πιο καλλιτεχνικά- ένα αυθεντικό κείμενο, ένα νόημα ή μήνμμα, αδιαφορώντας για την ορθογραφία του το κείμενο αυτό το έγραφαν ή το υπαγόρευαν άλλοι (ο πελάτης, η οικογένεια, η κοινότητα, κάποιος άρχοντας, η πολιτεία κ.λπ.). Οι χειρόνακτες και εμπειρικοί τενίτες επιγραφών ήταν αναγκασμένοι να προσαρμόσουν το κείμενο αυτό προς τις εκάστοτε συνθήκες, και μάλιστα: 1) προς τον συνήθως περιορισμένο χώρο - φορέα της επιγραφής 2) προς τα τεχνικά και υλικά μέσα της εποχής 3 ) προς την επιλογή των ευκολοτέρων προς χάραξη γραμμάτων - φθόγγων, 4) προς την οπτικά καλύτερη επεξήγηση ή υπομνηματισμό των παραστάσεων 5) προς την εμφανέστερη θέση της επιγραφής είτε για λειτουργικούς, είτε για εύκολη ανάγνωση ή αποστήθιση), 6) προς το πνευματικό επίπεδο και τη δεξιοτεχνία του κάθε επιγραφοτεχνίτη, 7) προς την όλη καλλιέργεια εκείνοι που παράγγειλε την επιγραφή, 8) προς το πνευματικό επίπεδο της κοινότητας, των αναγνωστών - πιστών κ.λπ., κ.λπ. Ας σημειωθεί ότι το θέμα των επιγραφικών λαθών είναι μεγάλο και θα πρέπει να γίνει αντικείμενο ειδικής μελέτης.

Ευνόητο είναι ότι με τη σταχυολόγηση των παραπάνω παραδειγμάτων, καθώς και με τις σχετικές παρατηρήσεις, δεν εξαντλείται εδώ ο κατάλογος των επαγγελμάτων των Παλαιοχριστιανικών και Βυζαντινών χρόνων. Για το πολύ ενδιαφέρον αυτό θέμα θα πρέπει να συνταχθεί ειδική πραγματεία ή και πολλές μονογραφίες (ηθικές, δογματικές, λειτουργικές κ.ά.) στηριγμένες, συν τοις άλλοις, και στα στοιχεία που παρέχουν τα διάφορα corpus και οι σχετικές μελέτες των χριστιανικών επιγραφών. Στο τέλος της μελέτης αυτής υπάρχουγ αρκετές εικόνες επιγραφών-Πίνακες (1-12), όπου μαρτυρούνται πολλά επαγγέλματα - λειτουργήματα, καθώς και άλλα επιγραφικά μηνύματα.

Στ'. Ο Χαιρετισμός "Εν Ερηνη" : Επιγραφικά Σχόλια

Από τους ωραιότερους και συχνότερους αποχαιρετισμούς προς τους χριστιανούς νεκρούς είναι το ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ. Η τυπική αυτή έκφραση (ιουδαϊκής προελεύσεως) εισήλθε από πολύ ενωρίς στη Χριστιανική Λατρεία (Θ. Λειτουργίες, Ευχολόγια). Αυτό διαπιστώνεται και από την πλατιά χρήση του όρου "εν ειρήνη" στις επιτάφιες χριστιανικές επιγραφές, από την Παλαιοχριστιανική εποχή μέχρι και σήμερα. Συναντάται πολλές φορέ.ς σε Ανατολή και Δύση. Το "εν ειρήνη" εναλλάσσεται σης χριστιανικές επιγραφές με τό λατινικό αντίστοιχό του "in pace", τo οποίο είχε επίσης μεγάλη διάδοση τόσο στή Δύση, όσο και στην Ανατολή ήδη από τον 3ο αιώνα (π.χ. κατακόμβη Αγίας Πρίσκιλλας κ.α.). Συνήθη ειναι τα επιτάφια επιγράμματα, τα ονομαζόμενα και "ειρήνης" ή και "αναστάσεως", εξαιτίας των φράσεων: "εκοιμήθη εν ειρήνη έως αναστάσεως", "ώδε εκοιμήθη εν ειρήνη", "ενθάδε κείται εν ειρήνη" κ.λπ. Τα επιγράμματα αυτά χρονολογούνται στους 4ο και 5ο αιώνες και συναντώνται σε πολλά μέρη του χριστιανικού κόσμου (Ιταλία, Μ. Ασία, Αίγυπτο, Αθήνα, Σπάρτη, Μακεδονία κ.ά.). Πολύ συνηθισμένο είναι και το "ειρήνη υμίν", καθώς και το αντίστοιχό του λατινικό "pax vobis". Επιγραφικά δείγματά του βρίσκομε παντού, όπως στη: Μ. Ασία, Συρία, Αφρική, Ιταλία, Ελλάδα κ.λπ. Και αυτά ανάγονται στούς 4ο-6ο αιώνες, επιβιώνουν όμως μέχρι και σήμερα. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι τα "ειρήνη υμίν - pax vobis" απευθύνονται, κυρίως στη Δύση, περισσότερο προς τους νεκρούς, όπως π.χ. "ειρήνη τη ψυχή σου". Αντίθετα στην Ανατολή απευθύνονται, κατά κανόνα, στους αδελφούς της κοινότητας ή και προς τους περαστικούς, όπως "ειρήνη πάσιν" ή "ειρήνη Χριστού πάσιν", φράσεις με έντονη επίσης λειτουργική φόρτιση και ναοκεντρική αναφορά. Το "ειρήνη υμίν" ήταν, ως γνωστόν, και ο προσφιλής χαιρετισμός του ίδιου του Χριστού. Ο ευαγγελικός αυτός χαιρετισμός -πρός ζώντες και νεκρούς, προς τη στρατευόμενη και θριαμβεύουσα Εκκλησία, ως σώμα Χριστού- επιβιώνει μέχρι και σήμερα στη γλώσσα του "από καταβολής κόσμου" ευσεβούς Ελληνικού Λαού. Με τα "πορεύου εν ειρήνη" ή απλώς "εν ειρήνη Κυρίου" κ.τ.τ. αποχαιρετούν και σήμερα ακόμη κυρίως οι λόγιοι (αλλά και οι ολιγογράμματοι) προσφιλή και αγαπημένα τους πρόσωπα. Αξιοπρόσεκτο είναι επίσης ότι από τον τυπικό εβραϊκό χαιρετισμό shalom (= ειρήνη) και από τον αραβικό salem aleikum (= ειρήνη υμίν) προέρχεται - δια μέσου της τουρκικής γλώσσας- ο κρητικός λαϊκός όρος "σαλαμαλέκι". Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η ακτινοβολία της ελληνικής γλώσσας -σε διεθνές μάλιστα επίπεδο- έγινε μέ πάρα πολλούς όρους, όπως: "Ιστορία, Αρχαιολογία, λειτουργία, ευχαριστία, εκκλησία, βασιλική, μοναστήρι, μοναχισμός, λόγος, επιγραφική, νομολογία, ειρήνη -εν ειρήνη". Πολλοί από τους όρους αυτούς χαράσσονται και σε πρωτότυπες επιγραφές που είναι ο αυθεντικός "λόγος - μήνυμα" του χαράκτη, ο οποίος αντιπροσωπεύει το λαό ή μια ομάδα ανθρώπων. Η τόσο πλούσια σε λειτουργικές-εκκλησιαστικές εκφράσεις γλώσσα του Ορθόδοξου Ελληνικού Λαού είχε πάντοτε μεγάλους τροφοδότες: το ιερό Ευαγγέλιο, τους ψαλμούς-ύμνους-τροπάρια, τις εκκλησιαστικές τελετές, τη θρησκευτική -ναοκεντρική ζωή γενικότερα. Γεγονός είναι ότι σε καμιά άλλη γλώσσα χριστιανικού λαού δεν παρατηρείται τόσο έντονος επηρεασμός από τα θρησκευτικά-λειτουργικά πράγματα, όσο στην Ελληνική.

Επισημείωση: Περισσότερα στοιχεία και πλούσια Βιβλιογραφία, βλέπε στα τρίτομα συγγράμματα του Γ.Β. Αντουράκη, με τίτλο: Χριστιανική Αρχαιολογία και Επιγραφική, Αθήνα 1997 - 2001. Του ιδίου. Θέματα Αρχαιολογίας και Τέχνης, τόμοι Α', Β' και Γ', Αθήνα 1998 -2001.




[1] ?ooe ?.?. a?u oeo 2000 ?an??io a?eanaoYo oui eaoaeiia?i oco Aa?ao ?n?oeeeeao aea?eooao aiaoYnioi oi a?Uaaaeia oio iaeniy, ai? a?u oeo 50 a?eanaoYo oio iaiy oco Aa?ao Aooci?ao ooi Grado (eiioU ooc Aaiao?a, ?io ?niiieiaiyioae ooi Yoio 579) ie 18 aiaoYnioi oi a?Uaaaeia oio iaeniy. AeY?a o?aoeeU D. Mazzoleni, Il lavaro nell' epigrafia Cristiana, Uneni ooa ?naeoeeU ooio Ooiaan?io "Spiritualita del lavoro..." Las-Roma 1986, oae. 264. OciaeuoYii uoe i aeeaeouo ooiUaaeoio D. Mazzoleni aeaaY?ecea oi aeUocii a?eanaoieuai A. Ferrua ooci Yana oco ?neooeaiee?o A?enaoee?o ooi Pont. Instituto de Archeologia Cristiana oco N?ico. Eae ie ayi Y?ioi ooaanUoae ?ieeYo eae aieueiaao iaeYoao aea oeo ?neooeaieeYo a?eanaoYo (aeY?a aeaeeianao?a).

[2] ?nae. A.A. AioionUec, A?eeia? eaue?i unui aea oi ?neooeaieeu iau eae oeo aeinoYo. Ooiaie? ooci Yeonaoc oco ?neooeaiee?o Eaona?ao eae OY?ico, Ae?ia 1986. Ooc iiiianao?a aoo? a?iaaeeiyaoae i iaaUeio ai?eiooeoiuo oco Aeeciee?o ae?ooao a?u oa encoeaooeeU-eaeoionaeeU ?nUaiaoa eae oci Yioiic ?neooeaiee? ?u? oui ?niauiui iao. AeeU eae i ai?eiooeoiuo oco Eaoeiee?o ae?ooao (eae oui eaoeiiaai?i aeuoo?i aaieeuoana) a?u ?neooeaieeiyo unioo-a?eanaoYo aai a?iae ieenuo. Oi ?aei ?anaocna?oae eae ooeo ae?ooao ueui oui ?neooeaiee?i ?un?i.

[3] ?nae. oci aieueiac iaeYoc (Aeaaeoinee? aeaonea?) oio A.I.?a?aaUec, Iinoa? oio eaueiy ?ieeoeoiiy oco En?oco oio 15io eae 16io ae?iio eaoU oao AnaiiaoaeaeUo ?caUo, Ae?iae 1976. AeY?a eae ?nyoao A. IaeoY?io, C ?anioo?a oco aoia?eao ooeo iioaneaeYo ?nUiaeo oco ?aneuaio oco Aaiaoienao?ao, ?an. "Encoieia?a", oay?c 16-19 (EaiioUneio 1983-AaeYianeio 1984), oae. 62-79, u?io eae c ?aeeuoanc o?aoee? aeaeeianao?a. ?nae. a??oco eae ooi o?aoeeu iaeYocia oio A.A. AioionUec, Aoia?eao ooci OY?ic, Ae?ia 1997.

[4] Aea oa a?aaaYeiaoa ooi Ao?Uioei, aeY?a oi o?aoeeu eaoUeaei oio eeaooeeiy ooaanUiaoio oio aaeii?ooio Eaecaco? O. EioeioeY, Ao?aioei?i A?io eae ?ieeoeoiuo, ouiio A', iYnio E: "Ainoa? eae ?aicaoneoii? -Ynaa ao?ie?ao- a?aaaYeiaoa eae ieeniai?uneii", ai Ae?iaeo 1948, oae. 179-258, u?io aiaoYniioae 150 ?an??io ao?aioeiU a?aaaYeiaoa. ?nae. eae E.A. IYno?eio, Ooa?oieia?iaoa a?u oa eaoUooe?a oio iioan?io En?oco Ie?a?e IanU (1538-1578), ?aneiaeeu "EncoeeU ?niieeU", oii. EA'-EOO' (1961-1962), oae. 228-308, u?io ?ieeU a??ioia eae a?aaaYeiaoa.

[5] Uo ?anUaaeaia ociae?iiia oi ?an?ocii a?eoyiaei iicia?i oio ?neooeaieeiy i?iio Aeoae?io, i i?i?io a?Yeocoa iaaUec o?ic ooii euoii oui aciio?ui eaaiUoui eaoU oii 5i ae?ia i.?. ?nae. G.B. Rossi, Inscriptiones Cristianae Urbis Romae septimo saeculo antiquiores, oui. 5io, anee. 13655, u?io c aciio?aooc oco a?eoUoeao ?eUeao oio Aeoae?io. ?aneoouoana aea oci ?niou?eeuocoa eae oi anai oio ?neooeaiiy aooiy i?iio, aeY?a ooi ?niaiaoaneYi Uneni oio D. mazzoleni, oae. 267-268. AeY?a eae ?ei. 2, aee. 6, u?io aeeuia eae a?eanao? eU?ieio a?eooUoc-iiiiiU?io a?u oi Iiooa?i Eineieio.

[6] ?nae. A.A. AioionUec, Oie?ianaociYiie Ao?aioeii? iai? oco En?oco, Oay?io A' A?an??ae: Ooae?ui - A?iein?iio - Naeyiico, Ae?iae 1978-1987, oae. 24-26, u?io o?aoeeU ?anaaa?aiaoa. Aea oi eYia aoou o?Un?ae ?eiyoea aeaeeianao?a, a?u oci i?i?a ociae?iioia aa? iuii oeo iaeYoao oui: O.I. IaaanUec, C eueaoc eae ie ?ieiYo oui eieaoiYiui oai eYia oco AaooYnao ?anioo?ao ooeo aeeeco?ao oco En?oco, ooi ?aneiaeeu "?aun ae ?Yonao", oay?c EE (1978) -V-VI (1980-81). E.I. ?niaaoUec, I aeUaieio aeo oci Ao?aioei?i OY?ici. Ooiaie? aeo oci Ynaoiai oco Ineiauiio ?uanaoee?o eae Aeo?oee?o, Eaooaeii?ec 1980. Ie ?anaooUoaeo aeea?ui eae aa?eui iao a?ao?ieiyi oa aeaee? iiiianao?a, c i?i?a ea aciioeaoea? oyioiia, Eaiy aoaieiyioio.

Η Θεολογία των Αρχαίων Ελλήνων

Η Θεολογία των Αρχαίων Ελλήνων



Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

του εκπαιδευτικού κ. Κων/νου Γανωτή
Φεύγοντας σήμερα από την Θ. Λειτουργία είδα ότι ο κόσμος δεν έφευγε από το ναό μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας. Κι έλεγα: πώς να μη κάθονται; Είναι ευχαριστημένοι, αναπαυμένοι, χαρούμενοι οι άνθρωποι. Γιατί; Για σκεφτείτε ότι τον Θεό τον κατέβασαν στη γη και τον πήραν μέσα τους. Πώς να μην έχουν χαρά; Μεγάλη χαρά αυτή. Αυτή τη χαρά δεν την είχαν οι πρόγονοί μας.
Οι πρόγονοί μας δεν είναι κάποιοι αρχαίοι ξένοι και αδιάφοροι. Είναι οι παππούδες μας, πριν κάμποσες γενιές και λαχταρούσαν κι αυτοί να 'χουν αυτή τη χαρά. Όλοι οι άνθρωποι λαχταρούσαν αυτή τη χαρά. Λαχταρούσαν ασυνείδητα ή συνειδητά να έχουν το Θεό μέσα στο σώμα τους, στη ψυχή τους, να ζουν μαζί Του. Και δεν το είχαν οι καϋμένοι οι αρχαίοι μας πρόγονοι, γιατί δεν το ήξεραν. Και εμείς όταν κάνουμε τους Σταυρούς μας και τις μετάνοιές μας στα εικονίσματα, θα πρέπει να κάνουμε και μερικές μετάνοιες για τους προγόνους μας που δεν ήξεραν να κάνουν το Σταυρό τους. Κι όταν περνούσαν έναν κίνδυνο δεν ήξεραν να πουν: Παναγία μου βόηθα. Δεν ήξεραν την Παράκληση. Γι' αυτό είναι αξιοσυμπάθητοι και πρέπει να τους σκεφτόμαστε.
Σκεφτείτε ότι τη διαστροφή που έχουν πάθει πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι να αγνοούν τη θρησκεία και να νομίζουν ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο και ότι δεν έχει τίποτα πέρα από τις αισθήσεις του, δεν την είχε καμμία εποχή, σε κανένα πολιτισμό του κόσμου. Καμμιά έποχή. Τους 2 τελευταίους αιώνες παρουσιάστηκε αυτή η ρητή αθεΐα, η συνειδητή. Μέχρι τότε οι άνθρωποι κι όταν ακόμα αμφισβητούσαν κάποια θεότητα, την αμφισβητούσαν στο όνομα κάποιας άλλης θεότητας, αλλά δεν είχαν την αθεΐα. Είναι κάτι ανήκουοτο αυτό που συμβαίνει σήμερα.
Έτσι λοιπόν στ' αρχαία χρόνια, ψάχνοντας στα βιβλία, βλέπω τον ανασασμό των ανθρώπων. Αναπνέω τον καϋμό τους, τον πόνο τους και τους συμπονώ. Όταν έκαναν τα πανηγύρια προς τιμήν του Απόλλωνα -ένα από τα θρησκευτικά μεγέθη που είχαν στην αρχαιότητα- μαζεύονταν οι Ίωνες που λάτρευαν τον Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, μαζεύονταν στους ναούς κι έκαναν πανηγύρια. Εκεί, όπως αναφέρεται, πηγαίναν για να επιδείξουν τα πολιτιστικά τους επιτεύγματα οι άνθρωποι, ό,τι είχε ο καθένας, αλλά πηγαίναν και για να λατρεύσουν το θεό τους. Εκεί έκαναν τον περίφημο ύμνο στον Απόλλωνα, που αποτελούσε λατρευτικό κείμενο, όπως έχουμε εμείς σήμερα την Παρακλητική, κ.λπ. όπου εκεί υπάρχουν κάποιοι στίχοι συγκλονιστικοί. Αναφέρει ότι στο πανηγύρι έρχονταν και οι μούσες κι έλεγαν τραγουδώντας: «υμνεύσι ρα θεών δώρ' άμβροτα... »• υμνούν λέει εκεί οι μούσες τα αθάνατα δώρα των θεών, «...ήδ' ανθρώπων τλημοσύνας...»• και των άνθρώπων τα βάσανα. «...ος έχοντες υπ' αθανάτοισι θεοίσι ζώουσ'...»• όσα βάσανα έχοντας και σηκώνοντας οι άνθρωποι ζουν κάτω από την εξουσία των αθανάτων θεών, «...αφραδέες και αμήχανοι... »• "αφραδέες" θα πει που δεν μπορούν να κάνουν φράση, να σκεφτούν και "αμήχανοι" που δεν έχουν τρόπο να κατασκευάσουν... Τι θέλουν οι άνθρωποι να κατασκευάσουν, τι θέλουν να σκεφτούν;
Λέει: «...ουδέ δύνανται ευρέμεναι...»• κι ούτε μπορούν να βρουν «θανάτοιο τ' άκος και γήραος άλκαρ...»• δε μπορούν να βρουν, λέει, γιατρικό για τον θάνατο και αποτρεπτικό για τα γεράματα. Ο καϋμός των ανθρώπων, τα βάσανά τους. Και δεν τους φτάνουν αυτά τα βάσανα, αλλά ζουν παράλληλα με τους θεούς, οι οποίοι έχουν «άμβροτα», αθάνατα δώρα. Σαν δύο κάστες δηλ., η κάστα των ανθρώπων που έχει όλα τα βάσανα και η κάστα των θεών που τα έχει όλα πλούσια και ωραία και αθάνατα και άνετα και οι άνθρωποι έχουν συνείδηση ότι υπάρχει ωραιότερη ζωή την οποία ποθούν. Δεν είναι σαν τα ζώα που δεν υποπτεύονται ότι μπορούν να ζήσουν καλύτερα απ’ όσο ζουν. Κι αυτός ο καϋμός χρωματίζει έντονα όλη την λατρεία των αρχαίων Ελλήνων. Είναι μέσα στους Ομηρικούς ύμνους, στίχοι 190-193 από τον ύμνο στον Απόλλωνα.
Θα πει κανείς: αυτοί οι άνθρωποι από τόσο νωρίς είχαν καταλάβει ότι τα προβλήματά μας δεν είναι αυτά τα ανόητα που λένε οι σημερινοί πολιτικοί μας -και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον μόνο σ’ αυτά- ανάπτυξη, πρόοδος, βελτίωση συνθηκών ζωής κ.τ.λ. Τα προβλήματά μας είναι ο θάνατος και η φθορά. Μη κοροϊδευόμαστε ότι έχουμε άλλα σοβαρά προβλήματα. Να γιατί οι αρχαίοι μας πρόγονοι, ενώ δεν είχαν τον αληθινό Θεό, δεν είχαν την Αλήθεια, δεν είχαν την παρηγοριά, είχαν όμως σωστό προβληματισμό, ήξεραν τι τους γίνεται. Αυτή την ευθύτητα και το καίριο αίσθημα του αναγκαίου, του προβλήματος που πραγματικά απασχολεί την ανθρώπινη φύση, μπορεί κανείς να τους το δώσει ως τιμητική διάκριση, των αρχαίων Ελλήνων. Ύστερα αν κανείς αναζητήσει την θεολογία τους και έχει την τόλμη και τον χρόνο να ανακατώσει την μυθολογία τους, τότε πραγματικά θα δει μέσα εκεί έναν θρήνο, ένα αδιέξοδο, ένα χάος. Όσοι γονείς παρασυρμένοι από αυτή την αρχαιοπληξία πάρουν βιβλία της ελληνικής μυθολογίας για τα παιδιά τους, γρήγορα αναγκάζονται να απολογηθούν ύστερα στα παιδιά τους για όσα φοβερά διαβάζουν εκεί. Έχει πραγματικά ορισμένες φάσεις, ορισμένες στιγμούλες, διαλειμματάκια που είναι ρομαντικά και... νόστιμα, θα λέγαμε. Πλην όμως στο σύνολό της είναι γεμάτη φρίκη. Οι άνθρωποι μυθολόγησαν τη φρίκη του αισθήματος της ζωής, τη διαμαρτυρία τους για την ανθρώπινη μοίρα, και την αγανάκτηση για τη μακαριότητα των θεών. Η πιο παλιά, η πιο αρχαία μυθολογία είναι γεμάτη από ανθρωποκτονίες, παιδοκτονίες και σχέσεις σεξουαλικές γονιών με παιδιά, επιμιξίες, κ.λπ. Θα πείτε, λαϊκά είναι· οι άνθρωποι έβγαζαν εκεί τα απωθημένα τους...
Όταν φτάσαμε όμως στην κλασσική εποχή, που η αρχαιότητα έφτασε στο ύψιστο σημείο της ωριμότητάς της, εκεί θα πρέπει να σταθούμε και να μελετήσουμε τη θεολογία των αρχαίων Ελλήνων. Κάθε παράδοση φτάνει σ' ένα επίπεδο ωριμότητας.
Κάποιοι ονειρεύονται μια αρχαία ελληνική θρησκεία, επειδή πηγαίνουν στα μουσεία και βλέπουν τα αγάλματα κάτασπρα. Και λένε κοίταξε ανοιχτόκαρδα πράγματα, ελεύθερα, στον ήλιο, στο φως κ.τ.λ. Βέβαια οι αρχαίοι τα έβαφαν τα αγάλματα, εμείς τα βρίσκουμε άσπρα, γιατί τα έχει ασπρίσει το χώμα κι η βροχή που τα 'φαγε. Και φαντάζονται μια θρησκεία ελεύθερη που αφήνει τον άνθρωπο ελεύθερο. Τώρα, πόσο ελεύθερο, αλήθεια, αφήνουν τον άνθρωπο; Ο φόβος των δαιμόνων... μπορούμε να το καταλάβουμε αν δούμε τους αφρικανούς πριν από τις ιεραποστολές, όταν ζουν κάτω από τον τρόμο του μάγου και των πνευμάτων. Αυτό τον φόβο τον είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες. Όχι μόνο τον είχαν αυτό τον τρόμο αλλά και όλη η ιστορία τους, η αρχαϊκή ιστορία τουλάχιστον, που είναι μπλεγμένη με την μυθολογία τους, είναι γεμάτη από αυτό τον τρόμο.
Σκεφτείτε πώς ξεκινάει η Τρωϊκή εκστρατεία, που έπρεπε να περάσει από τη θυσία της Ιφιγένειας για να προχωρήσει, αλλιώς δεν προχωρούσε. Λέει ο Αισχύλος ότι της έφραξαν το στόμα με πετσιά, για να μη ξεστομίσει κατάρες, γιατί πίστευαν ότι οι κατάρες ενός μελλοθανάτου πιάνουν και την έσφαξαν την κοπέλα χωρίς να μπορεί ούτε να φωνάξει, ούτε να διαμαρτυρηθεί, ούτε να παραπονεθεί, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να γίνει ο Τρωϊκός Πόλεμος. Σκεφτείτε όταν έγινε ο Τρωϊκός Πόλεμος έπρεπε επάνω στον τάφο του Πατρόκλου να θυσιαστούν 12 πρηγκιπόπουλα, να σφαχτούν και πάνω στον τάφο του Αχιλλέα να θυσιαστεί η Πολυξένη. Άρα οι ανθρωποθυσίες παίρναν και δίναν. Θα μου πείτε μυθολογία ήταν. Οι μυθολογίες απλά δημιουργούν ένα συναισθηματικό κλισέ θα λέγαμε γύρω από κάποια ιστορικά γεγονότα. Είναι θρύλοι, δεν είναι φανταστικά αποκυήματα.
Θα προχωρήσουμε όμως λίγο. Να δούμε τον άνθρωπο της εποχής εκείνης πώς είναι έρμαιο υπερφυσικών δυνάμεων τις οποίες τρέμει και τις οποίες εκμεταλλεύεται για να βγάλει από πάνω του την ευθύνη. Ξέρουμε ότι οι θεοί και οι άνθρωποι ζούσαν στον ίδιο χώρο περίπου, τους οποίους έφεγγε και αυτός ο ήλιος. Λέει ότι ο ήλιος βγήκε για να φαείνει τους θεούς και τους ανθρώπους και οι θεοί έκαναν τα κέφια τους. Ο Δίας εμφανίζεται ότι κυβερνά τον κόσμο αλλά και αυτός υπόκειται στη μοίρα, την ειμαρμένη και ξέρουμε από την Ιλιάδα ότι όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει ο Σαρπηδόνας, βασιλιάς των Λυκίων, ο γιος του Δία, ο Δίας σκέφτηκε να γλιτώσει το γιό του από τη μοίρα την κακή· αλλά τότε έπεσαν οι άλλοι θεοί και του είπαν ότι δε μπορείς εσύ να ταράζεις την τάξη της μοίρας, γιατί άμα το κάναμε όλοι αυτό και ο καθένας έβγαζε το δικό του άνθρωπο, τότε θα χαλάσει ο κόσμος. Και τότε αναγκάστηκε ο Δίας να παραιτηθεί και να αφήσει το γιο του να σκοτωθεί· μόνο που έβρεξε αιμάτινη βροχή στη γη, πάνω στα λειβάδια της Τροίας για να δείξει τον πόνο του, τον καϋμό του και παρακάλεσε τον Απόλλωνα να του πλύνει τις πληγές και τότε ο ύπνος και ο θάνατος τον πήραν και τον πήγαν στη Λυκία και του έκαναν τάφο πέτρινο, κ.λπ. Έτσι δεν είχαν ούτε την παντοδυναμία των θεών εξασφαλισμένη. Ήταν υποκείμενοι στη μοίρα κι η μοίρα δεν είχε πρόσωπο, ήταν μια κρυφή δύναμη απροσδιόριστη.
Μέσα σ' αυτό τον τρόμο ζούσαν οι άνθρωποι και δεν ήξεραν ποιοι κανονίζουν τη ζωή τους. Όπως ακριβώς τα πρόβατα σήμερα στο κοπάδι που δεν ξέρουν πότε ο βοσκός θα τα σφάξει. Κι αυτό το αίσθημα το είχαν, την πικρία την εξέφραζαν. Πολλές φορές έχουμε αυτή την έκφραση της πικρίας των ανθρώπων κι αν προσέξετε όπου περιγράφει ο Όμηρος παλληκάρια που έγραψαν ιστορία με την παλληκαριά τους, που ήταν συνήθως παιδιά θεών που έκαναν με θνητές γυναίκες, μετά περιέγραφε το τέλος, το θλιβερό τους θάνατο. Άρα μια απαισιοδοξία κυριαρχούσε στο αίσθημα της ζωής των ανθρώπων γιατί ήξεραν όλοι πως ό,τι να κάνουν, όσο σπουδαίοι κι αν φανούν, όποια δόξα κι αν αποκτήσουν θα ‘ρθει στο τέλος, ένας κεραυνός, ένα βέλος από τον Ηρακλή, από την Άρτεμι, μια φωτιά, ένα κακό και θα τους συντρίψει. Με αυτή τη βεβαιότητα της συντριβής ζουν όλοι οι ήρωες κι ο Πάτροκλος κι ο Ηρακλής κι ο Αχιλλέας κι οι πάντες. Θα μου πείτε γιατί αναφέρομαι σ’ αυτά, τα μυθολογικά; Γιατί με τη μυθολογία ο άνθρωπος προσπαθεί να δώσει μια ερμηνεία, την οποία αντί να την δώσει με μία ξύλινη γλώσσα, να πει έτσι κι έτσι φαντάζομαι τη ζωή, τη δίνει με μυθολογικές εικόνες.
Η ζωή, όπως τη δίνει η ελληνική μυθολογία, είναι ένα βαρύτατο γεγονός μέσα στο οποίο είναι μπλεγμένος ο άνθρωπος. Χαρακτηριστικό είναι και το δράμα του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης». Ο τιτάνας Προμηθέας δεν μπορούσε να δεχτεί την τόση δυστυχία του ανθρώπινου γένους, που οι άνθρωποι ζούσαν όχι μόνο μελλοθάνατοι αλλά και υποκείμενοι σαν τα πιο απροστάτευτα ζώα σε όλες τις καιρικές συνθήκες που προέκυπταν, τις οποίες δεν είχαν την τέχνη να βελτιώσουν κι αυτό τους στοίχιζε. Ο Προμηθέας λοιπόν από συμπόνοια, «διά λίαν φιλότητα βροτών», -όπως λέει κι επαναλαμβάνει συχνά στο έργο του ο Αισχύλος- λόγω της υπερβολικής αγάπης προς τους ανθρώπους, κλέβει τη φωτιά από τους θεούς, για να τη δώσει στους ανθρώπους, όχι για να λύσουν το πρόβλημα του θανάτου και των γηρατιών. Γι' αυτά δεν υπήρχε ελπίδα. Αλλά για να ζήσουν, όσο θα ζούσαν, κάπως καλύτερα, κάπως πιο δυνατοί, πιο προοτατευμένοι. Αλλά αυτή η αγάπη προς τους ανθρώπους, μη ξεχνάμε ότι είχε κάποιους αντιπάλους. Ήταν οι θεοί. Αυτοί μίσησαν πολύ τον Προμηθέα και τον κάρφωσαν στον Καύκασο. Δηλ. οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων φθονούσαν και το παραμικρό ίχνος ευτυχίας στον άνθρωπο. Το παραμικρό ίχνος προστασίας και στοργής από οποιαδήποτε δύναμη. Επαληθεύεται αυτό που λέει και η Γραφή (Ψαλμοί): «οι θεοί των εθνών δαιμόνια». Από τους ανθρώπους ήθελαν υποταγή, δόξα, προσκύνηση και τίποτ' άλλο. Με τη μοίρα των ανθρώπων έπαιζαν. Είδαμε στην Ιλιάδα να μοιράζονται οι θεοί, όπως στις ομάδες οι φίλαθλοι, οι μισοί από δω και οι μισοί από κει και υποστήριζε όποιον ήθελε ο καθένας, έτσι για γούστο, για ευχαρίστησή του, με τυχαία επιλογή και βοηθούσαν τους ανθρώπους να ανοίγουν τα κεφάλια ο ένας του άλλου, να σφάζονται περισσότερο, να σκοτώνονται περισσότερο.
Ο Προμηθέας, μέσα στο δράμα του Αισχύλου, μιλάει με εχθρότητα, με αντιπάθεια μεγάλη για το Δία. Λέει ότι είναι καινούργιος θεός, γεμάτος κακία και σκληρότητα για τους ανθρώπους και προβλέπει την πτώση του. Και ανήσυχος ο Δίας στέλνει τον Ερμή να μάθει λεπτομέρειες. Ο Προμηθέας δεν δίνει τις πληροφορίες στον Ερμή και ο Ερμής τον απειλεί και του λέει: τέτοια θα πάθεις, όπως είσαι εδώ καρφωμένος θα μείνεις αιώνες έτσι και δεν θα γλιτώσεις από αυτή τη συμφορά σου, εκτός αν φανεί και θελήσει κάποιος θεός να περπατήσει για σένα στα ανήλιαγα βάθη του Άδη. Όπως λέει το χωρίο: «τοιούδε μόχθου τέρμα μη τι προσδόκα... »• τέτοιου μαρτυρίου το τέρμα μη το περιμένεις καθόλου, «...πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων φανή θελήση τ' εις αναύγητον μολείν Άιδην κνεφαία τ' αμφί Ταρτάρου βάθη»• πριν λέει κάποιος θεός να γίνει διάδοχος των πόνων σου, δηλ. να πάρει τους πόνους σου και τα βάσανά σου επάνω του, να τα κάνει δικά του και να θελήσει να πάει στον σκοτεινό, τον χωρίς αυγή Άδη και στα τάρταρα, τα σκοτεινιασμένα βάθη του να κατέβει για σένα. Νομίζω ότι είναι η πιο σαφέστατη προφητεία του σπερματικού λόγου για την έλευση του Χριστού. Μας θυμίζει την εικόνα της Αναστάσεως όπου ο Χριστός με την ''εις Άδου κάθοδον" αδράχνει με ορμή τα χέρια των πρωτοπλάστων και τους βγάζει από τους τάφους. Μπορεί οι θεοί να ήταν υποκείμενοι στη μοίρα και να μην είχαν τη δύναμη να ξεφύγουν απ’ αυτή και ν' αποφασίζουν ελεύθερα. Ο θεός όμως, για τον οποίο μιλάει ο Αισχύλος στο δράμα του, θα αποφασίσει ελεύθερα και θα θελήσει να γίνει διάδοχος των πόνων του Προμηθέα.
Αυτά δεν υπήρχαν σε άλλες παραδόσεις προτήτερα κι όταν θέλησε ο Αισχύλος να βρει ήρωα να παίξει τον Προμηθέα, δεν δεχόταν κανένας να αναλάβει, ενώ ήταν τότε περιζήτητες αυτές οι θέσεις ηθοποιών στο αρχαίο θέατρο, πληρώνονταν και καλά, και ήταν πολύ τιμημένες. Κι όμως δεν εύρισκε κανένα, γιατί έπρεπε να μιλήσει με τέτοια υβριστικά λόγια για τον Δία και δεν τολμούσε κανείς να το κάνει αυτό. Τελικά στη πρώτη παρουσίαση του δράματος τον ρόλο του Δία τον έπαιξε ο ίδιος ο Αισχύλος και στις πρόβες, την ώρα που ξεστόμιζε αυτά τα λόγια εναντίον του Δία, κατέβηκαν οι άνθρωποι κάτω από τις κερκίδες να τον σκοτώσουν και κατέφυγε στη θυμέλη που ήταν ικέτις του θεού κι έτσι τη γλίτωοε. Όταν ύστερα όμως το 'παιξε κανονικά το δράμα δεν τον έδειραν οι άνθρωποι γιατί είχαν αρχίσει να το σκέφτονται και είπαν: «αυτός λέει κάτι φοβερό· θα 'ρθει ένας θεός για να σώσει τον Προμηθέα, που ''διά λίαν φιλότητα βροτών" υποφέρει, που θα θελήσει ο θεός αυτός να κατεβεί στον Άδη γι' αυτόν και να γίνει διάδοχος των πόνων του. Σαφέστερο μήνυμα δεν υπήρχε απ’ αυτό. Δροσιά απλώθηκε στις καρδιές των ανθρώπων.
Όταν μετά ήρθε η Ιώ, μια κοπελίτσα παρθένος την οποία κατεδίωκε ο Δίας κι αυτή έφευγε, αφού περιηγήθηκε όλο τον κόσμο, βρέθηκε στον Καύκασο κι έμεινε εκστατική μπροστά στο μαρτύριο του Προμηθέα και λέει: «έτσι θα μείνεις εσύ, δε θα σε σώσει κανένας; Σ' εγκατέλειψαν όλοι;». Της λέει τότε ο Προμηθέας ότι θα με σώσει ένας γόνος δικός σου. Ξαφνιάζεται τότε η παρθένος Ιώ: «Πώς είπας;». Ο Προμηθέας απαντάει με ένα τρόπο που θα μας αφήσει κατάπληκτους. Σε 13 γενιές από σήμερα θα συμβεί αυτό. Το δράμα παραστάθηκε γύρω στο 440-445 π.Χ. Εάν μετρήσουμε τις γενιές μέχρι την έλευση του Χριστού, είναι 13. Δεν θέλω να πω ότι ήταν προφήτες, αν και ο θεός αγαπούσε και τους ειδωλολάτρες και τους ισραηλίτες το ίδιο. Δεν έδωσε σαφείς προφητικές δυνάμεις σε άλλους λαούς. Πλην όμως όλοι είχαν ένα μεσσιανισμό κι όλοι περίμεναν, όπως περίμενε κι ο Ισραήλ. Αλλά εδώ έχουμε τόσο σαφή δείγματα προφητικότητας! Εμένα τουλάχιατον μου αφήνουν την εντύπωση ότι οι άνθρωποι πονούσαν, βασανίζονταν, λαχταρούσαν λύτρωση και μέσα στη λαχτάρα τους εύρισκε τον κατάλληλο τρόπο, θα λέγαμε, και απαντούσε ο Θεός ώστε να έχουν μια παρηγοριά. Ο Αισχύλος δίνει την παρηγοριά αυτή που τη βγάζει από τη μεγάλη του καρδιά. Δεν την βρίσκει μέσα στην παράδοση. Η παράδοση η λαϊκή που έχουμε, βγάζει μόνο την πολύ μεγάλη βρωμιά των θεών.
Ο Πλάτωνας στα δύο πρώτα βιβλία της ''Πολιτείας" του ανασκευάζει τον Όμηρο και λέει: ''δεν μπορεί να μας λέει τέτοιες μεγάλες βρωμιές για τους θεούς ο Όμηρος". Κι όμως ο Όμηρος εκπροσωπεί τον λαό, δεν βγάζει φαντασίες δικές του. Ο Όμηρος καταγράφει τις λαϊκές παραδόσεις. Όλες τις κακίες που μπορούσαν να υπάρξουν παρασταίνονται να τις κάνουν οι θεοί. Ο Αισχύλος όμως προχωρεί πέρα απ’ αυτά και μας δίνει την ελπίδα πως σε 13 γενιές θα 'ρθει ο διάδοχος των πόνων. Θα λέγαμε εμείς, αυτός που πήρε πάνω στον ώμο του τα βάσανα των ανθρώπων. Θα περπατήσει στον Άδη ως θεός, για χάρη των ανθρώπων. Είναι τόσο ελπιδοφόρα αυτά. Μια δροσιά, μια αύρα φυσάει μέσα από το έργο του Αισχύλου κι έρχεται και μας δυναμώνει.
Από ένα χαμένο έργο του Αισχύλου που το έχει πάρει ο Καβάφης και το έχει κάνει ποίημά του με τον τίτλο «Απιστία», αναφέρεται ότι στους γάμους του Πυλέα και της Θέτιδας ήταν και ο Απόλλων κι όταν ήπιε την αμβροσία που τον κέρασαν ευχήθηκε ότι από αυτόν τον γάμο θα βγει ένα παιδί αθάνατο που θα τιμήσει τους γονείς του και θα δοξασθεί, κ.λπ. Όταν όμως έμαθε η Θέτις μετά ότι σκοτώθηκε ο γιος της, μέσα στους θρήνους τους φοβερούς της είπε: «και πού ήταν ο Απόλλωνας, αφού ήταν παρών στον πόλεμο, πού ήταν κι άφησε το παιδί μου να σκοτωθεί;». Και της είπαν οι γέροντες που έφεραν την είδηση: «ο Απόλλωνας τον σκότωσε». Εκεί τελειώνει το δράμα. Άλλωστε ο Απόλλωνας, όπως αναφέρει ο Όμηρος, έδωσε το πρώτο κτύπημα στον Πάτροκλο αφοπλίζοντάς τον. Φαίνεται δηλ. ότι οι άνθρωποι είναι προδωμένοι από αυτούς που λένε θεούς, ότι απ’ αυτούς έχουν μόνο αρνητικά στοιχεία στη ζωή τους και είναι δυστυχισμένοι βαθύτατα. Δεν τα λένε αυτά για να κάνουμε λογοτεχνία. Φαίνεται ο προβληματισμός των αρχαίων.
Όπως και στο ποίημα του Καβάφη «Τα άλογα του Αχιλλέως» που αναφέρονται στο επεισόδιο της Ιλιάδας, που τα άλογα του Αχιλλέως βλέποντας τον Πάτροκλο σκοτωμένο άρχισαν να κλαίνε και ν' ανακατεύουν τις χαίτες τους με την άμμο. Κι ονομάζει ο Καβάφης τα άλογα «...ευγενή» και λέει ότι είπε ο Δίας στους άλλους θεούς, ότι δεν κάναμε καλά να δώσουμε τα άλογα στον Αχιλλέα, γιατί τι φταίνε αυτά τώρα να υποφέρουν με τη μοίρα των ανθρώπων; Λυπήθηκε τα άλογα και δεν λυπήθηκε τους ανθρώπους. Τέτοια εικόνα απάνθρωπη για τους θεούς διασώζεται. Έτσι είδαν ο Όμηρος και ο Καβάφης την εξευτελισμένη μοίρα των ανθρώπων, με τον τρόπο του ο καθένας. Ο Όμηρος ήταν όλος θεολογικός από την αρχή ως το τέλος του κι εκπροσωπεί τη φιλοσοφία ζωής του Έλληνα της αρχαϊκής εποχής μέχρι το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στην Πνύκα. Όλο το έργο του Ομήρου, για τους αρχαίους Έλληνες, αντιστοιχεί, θα λέγαμε, με όλη την εκκλησιαστική λογοτεχνία τη δική μας. Αφού κι ο Σωκράτης αντλούσε στοιχεία από τον Όμηρο. Να η ανεπάρκεια της θεολογίας των αρχαίων Ελλήνων στο πιο υψηλό της επίπεδο, όταν οι άνθρωποι είχαν ξεπεράσει πια τις ανθρωποθυσίες, τις επιμιξίες κι όλα αυτά τα φοβερά της αρχαιότητας που αναφέρονται στη μυθολογία. Ο ποιητής κλαίει γοερά κι απαρηγόρητα για την άθλια μοίρα κι έκφράζει το λαό. Γιατί οι άνθρωποι ήταν βαριά τραυματισμένοι κι απογοητευμένοι απ’ τη θρησκεία των ειδώλων και είχαν συνειδητοποιήσει και μάλιστα δραματικά την ανεπάρκειά της.
Αλλά και στον Ευριπίδη, βλέπουμε τον προβληματισμό του ποιητή σχετικά με τον θάνατο. "Τι να πούμε στα ποιήματα μας; Αφού υπάρχει ο θάνατος, πρέπει να υπάρχει ανάσταση. Να ανεχθούμε το θάνατο;" Και στο έργο "Άλκηστις", η Άλκηστις πεθαίνει, μάρτυρας της αγάπης για τον άνδρα της και ο Ηρακλής, που είναι ημίθεος, μισός θεός και μισός άνθρωπος, την ανασταίνει και την ξαναδίνει στον άνδρα της, γιατί, όπως λέει, ήταν "πολύ καλή". Κι έκανε ο λαός έναν υπέροχο ύμνο προς χάριν της. Κι ο Ηρακλής, ο θεάνθρωπος -όπου εμφανίζεται ο Ηρακλής στην αρχαία μυθολογία, ωφελεί γιατί παλεύει με τις δυνάμεις τις υπερφυσικές που βάζουν τον άνθρωπο κάτω-, την ανασταίνει.
Μ' αυτό το έργο ξεκινά ο Ευριπίδης. Αυτό είναι το "ντεμπούτο" του, θα λέγαμε, στη θεατρική του παραγωγή. Κι υστέρα, έρχεται να μας κάνει την άλλη διαμαρτυρία ο Ευριπίδης. Εμφανίζει έναν υπέροχο, αγνό νέο, τον Ιππόλυτο, στο έργο του "Ιππόλυτος", που ήταν γιος της αμαζόνας. Και που ήθελε να είναι αγνός. Δεν ήθελε τους έρωτες. Δεν τιμούσε την Αφροδίτη. Όταν του λέγει ο παιδαγωγός του -είχαν δυο αγάλματα έξω απ' το ανάκτορο, της Αφροδίτης και της Άρτεμης: "Πες και στη Αφροδίτη καμιά κουβέντα λατρευτική...". Εκείνος λέει: "Πόρωθεν αυτήν, αγνός ων, ασπάζομαι". Από μακριά, λέει, τη χαιρετώ, κρατώντας την αγνότητά μου.
Στην Άρτεμη προσέφερε τα λουλούδια... "Σε σένα, λέει, κυρά μου, προσφέρω αυτό το στεφάνι με τα ωραία λουλούδια, που τα 'κοψα από ένα ανέγγιχτο λιβάδι, όπου δεν έχει έλθει ξυλοκόπος μέχρι τώρα, ούτε βοσκός να βόσκει τα πρόβατά του... Η Αφροδίτη όμως θίγεται βαθύτατα. Υπάρχει άνθρωπος ο οποίος δεν την τιμά; Και βγαίνει στη σκηνή και λέει: "Αυτό τον άνθρωπο, σήμερα, θα τον σκοτώσω". Αλλά πώς θα τον σκοτώσει; Πρέπει να παρουσιάσει ότι κατά την απουσία του πατέρα του, έκανε προτάσεις αθέμιτες στη μητριά του. Σκέφτεται, βέβαια, η Αφροδίτη και λέει: "Η Φαίδρα, η μητριά του, είναι αξιοπρεπής, είναι ηθική, αλλά, εγώ δεν θα προτιμήσω την δική της ηθική και θα χάσω την ευχαρίστηση και το δικαίωμα να εκδικηθώ, ας την πάρει, λοιπόν, κι αυτήν το κακό. Και την ξετρελλαίνει για τον πρόγονό της· κάνει αυτή προτάσεις στον πρόγονό της• ο Ιππόλυτος αρνείται, με σιχαμό μεγάλο κι αυτή αυτοκτονεί. Και τότε ο Ιππόλυτος ξεστομίζει ένα φοβερό κατηγορητήριο κατά των γυναικών... "Τι τις θέλανε τις γυναίκες οι θεοί και τις κάνανε; Για να κάνουμε παιδιά; Δε θα μπορούσαν να μας τα αφήνουν στους ναούς και να πηγαίνουμε να τα παίρνουμε;". Δηλαδή, φάνηκε ο δυϊσμός του πλέον, φάνηκε ότι υπάρχουν δυο δυνάμεις ακαταγώνιστες σ' αυτό τον κόσμο: Η δυναμη της αγνότητος -του καλού- και η άλλη, η βρωμιά. Δεν μπορεί να υποταχτεί το ένα στο άλλο; Δε μπορεί να υπάρχει μια ενότητα στη ζωή, που να υποτάσσει τα πάντα σε μια ειρήνη και να μην είναι βρωμιά το ένα και να μην είναι το άλλο τόσο εγωιστικό και υπερήφανο; Γιατί το έργο καταλήγει στο θάνατο του Ιππόλυτου κι ενώ είναι αδικία αυτό, συγχρόνως, φαίνεται ότι είναι και γκρέμισμα της μεγάλης αλαζονείας της αρετής. Την ίδια στιγμή, λέει, ή αλαζονική αρετή θα 'χουμε ή προστυχιά ασυγχώρητη, απ' την άλλη μεριά. Εγκαινιάζει το δυϊσμό ο Ευριπίδης κι αφήνει το έργο έτσι να τελειώνει. Μας αφήνει διχασμένους, με σκισμένη την ψυχή μας στα δυο.
Κι ας δούμε δυο ακόμα έργα του Ευριπίδη. Κι εδώ εκφράζεται το πιο υψηλό επίπεδο της θρησκευτικότητας μέσα στην Κλασσική Εποχή.

Στη "Μήδεια", όπου η τροφός της Μήδειας, που βλέπει τη Μήδεια και τον Ιάσονα να μισούνται θανάσιμα και να βρίζονται χυδαία, λέει τα εξής πολυ συγκινητικά λόγια. Λέει: "Οι άνθρωποι, οι παλιοί, που βγάλανε τα τραγούδια, είναι κακοί και αχρείοι άνθρωποι. "Σκαιούς" θα μπορούσε να τους πει κανείς. Γιατί, βγάλανε τραγούδια για τα γλέντια και για τα τραπέζια. Τι να τα κάνουμε αυτά; Εφ' όσον έχουμε ωραία φαγιά, τι να τα κάνουμε τα τραγούδια για τα ωραία φαγιά και τα ωραία ποτά. Τραγούδια που να παρηγορούν τις ψυχές και να γλυκαίνουν τα πάθη των ανθρώπων και να μερώνουν τις κακίες τους, απ’ τις οποίες προέρχονται και θάνατοι και τόσα βάσανα, δε βγάλανε οι ανόητοι"!
Ας προσέξουμε εδώ τον καημό του Ευριπίδη που, τελικά, τον πραγματοποίησε η Εκκλησία μας. Έβγαλε τραγούδια που να μερώνουν τις καρδιές, να τις παρηγορούν και να προλαβαίνουν τις μεγάλες αψιθυμίες που φέρνουνε βάσανα στους ανθρώπους, ακόμα και θανάτους.
Και παρακάτω, όταν η Μήδεια σκέφτηκε να σκοτώσει, να σφάξει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άνδρα της -έκανε, δηλαδή, το μεγαλύτερο έγκλημα που θα μπορούσε να κάνει μια μάνα-, ήλθε ο πάππος της, ο Ήλιος και της έστειλε ένα άρμα, που το έσερναν δράκοντες μυθικοί -έχει σημασία, ότι δεν το έσερναν άλογα-. Και το δείχνει αυτό το άρμα στο βάθος της σκηνής, το έργο, στο τέλος για να την παραλάβει και να την σώσει στην Αθήνα. Βέβαια, το χωρικό έχει πει παραπάνω: "Τι δουλειά έχεις εσύ σ' αυτή τη χώρα των μακάρων και των αγίων, των ιερών ανθρώπων, εσύ, μια φόνισσα; Παρ' όλα αυτά, θα πήγαινε εκεί, με την υποστήριξη του θεού κι εκεί, πάνω στο άρμα ήταν τα δυο σφαγμένα -να στάζουν αίματα- πτώματα των παιδιών της. Κι εκείνη, περίφανη στο άρμα, έτοιμη να ξεκινήσει...
Και την προλαβαίνει, καθώς ανοίγει η σκηνή, ο Ιάσονας και την παρακαλεί να τον αφήσει ν' αγγίξει τα παιδάκια του, να τα θρηνήσει. Κι αυτή λέει: Όχι, αποκλείεται.
Αλλά, γιατί να δοξάζεται η φόνισσα; Γιατί θα πρέπει να την τιμήσουν οι θεοί με τέτοιο άρμα, μυθικό, μεγαλειώδες; Γιατί χάνεται μέσα στα βάθη του θρύλου, χωρίς ένα δάκρυ, χωρίς μια ντροπή, χωρίς μια μετάνοια, χωρίς τίποτε;... Γιατί, όπως έχει τη δόξα του το καλό και το κακό έχει τη δόξα του. Είναι η δόξα του Σατανά, η δόξα του δαιμονισμού. Γιατί όταν οι Κορίνθιες γυναίκες κατάλαβαν ότι η Μήδεια θα έκανε αυτό το κακό, της λένε: "Σταμάτα, κυρά μου. Ο Δίας θα σε βοηθήσει". "Ποιος Δίας", λέει εκείνη, "εγώ θα πάρω το δίκιο μου μόνη μου". Και είναι η δόξα, η κολασμένη, του κακού που φαντάζει στο τέλος σαν το φινάλε της αμαρτίας. Κι εδώ, μας διδάσκει ο Ευριπίδης ότι η αμαρτία δεν γίνεται για να ευχαριστηθεί κάποιος με κάτι ή για να κερδίσει κάτι.
Στο τέλος ζητά ένα δοξασμό, όπως ζητά ένα δοξασμό, μέσα στη Βασιλεία των Ουρανών, ένας άγιος. Ζητά κι αυτός μια δόξα μέσα στην κόλαση, μέσα στην ανταύγεια της κόλασης, την οποία κόλαση ο Αισχύλος την περιγράφει: "Ανήλιον λάμπειν". Λάμπη, είναι η γυαλάδα, σαν ένας υπόνομος που γυαλίζει στην επιφάνειά του. Αλλά, σαν το φως αυτό να μην είναι του ήλιου. Να 'ναι ένα φως σατανικό. Ένα φως φανταστικό, ουτοπίας. Αυτή είναι η κόλαση κι αυτή τη λάμπη, την ανήλιον, την έχει σαν ζητούμενο ο άνθρωπος· το τέρμα της κάθε αμαρτίας. Και στη Μήδεια, παρασταίνεται πια, το ότι υπάρχει μια δόξα κολασμένη, δόξα σατανική της αμαρτίας. Κι είναι το πύρινο, το άρμα αυτό με τους δράκοντες αυτή η δόξα.
Ο Ευριπίδης πάλεψε πολύ με το θέμα της θρησκείας. Και πολύ πόνεσε για το ότι οι θεοί δεν είναι καλύτεροι από τους ανθρώπους.
Όταν στο δράμα "Ελένη" -για την ωραία Ελένη πρόκειται- παρουσιάζεται ο χορός και λέει: "Τα 'χω χαμένα• δεν ξέρω τι να πω. Εσύ, Ελένη είσαι κόρη του Δία. Άρα είσαι θεά κι εσύ. Κι όμως, ενώ είσαι θεά, βούηξε ο κόσμος, γιατί είσαι άπιστη, άθεη, άδικη• όλα τα κακά! Ε, δεν ξέρω τι να πω για τους θεούς... Το μόνο που μπορώ να πω, είναι πως υπάρχουν. Κατά τα άλλα, όλα είναι θολά. Πώς είναι θεοί κι είναι χειρότεροι από τους ανθρώπους;" Αυτός είναι ο προβληματισμός του Ευριπίδη.
Ξέρουμε ότι το τελευταίο έργο του Ευριπίδη είναι οι "Βάκχες", το οποίο πιθανότατα παραστάθηκε χωρίς να ζει ο ίδιος. Στο τέλος του δράματος αυτού μας άφησε τον τελευταίο του λόγο, που πρέπει να είναι ο πόνος που τον κράτησε όλη τη ζωή του στριφνόν.
Ήλθε ο Διόνυσος, που είναι ο ήρωας ο κεντρικός όλου του δράματος και τους έφερε το "μέθυ". Η Δήμητρα τους έφερε το ψωμί κι ο Διόνυσος το κρασί. Και τι καλό τους κάνει το κρασί; Ξεχνούν τις λύπες τους• όχι ότι δεν έχουν λύπες, όχι ότι δεν έχουν συμφορές, αλλά τις ξεχνούν. Στα παλιά χρόνια όταν δεν είχε καταργηθεί ακόμα η ποινή του θανάτου, στους μελοθανάτους έδιναν τις τρεις τελευταίες μέρες πριν από την εκτέλεσή τους μια νταμιτζάνα κρασί να πίνουν, να είναι μεθυσμένοι διαρκώς. Λοιπόν, αυτό το πράγμα είναι και ο Διόνυσος. Αυτή είναι η προσφορά του Διονύσου.
Κατά τα άλλα, ήταν πολύ εκδικητικός και στους συγγενείς της μάνας του! Στην Αγάβη, δηλαδή, τη θεία του, αδελφή της μάνας του της Σεμέλης, έδειξε όλη του την σκληρότητα και την κακία και στον πάππο του, τον Κάδμο, γιατί δεν τον πιστεύανε για θεό. Τη θεία του τη Αγάβη την έκανε να ξετρελαθεί και έπιασε τον Πενθέα το γιο της, που νόμιζε ότι είναι λιοντάρι και τον έσκισε με τα χέρια του και τα κομάτια του τα 'φερε στη σκηνή• το κεφάλι του μπηγμένο σ' ένα καλάμι. Κι αυτός ήταν ο θρίαμβος του θεού• κι έτσι αποδείκνυε τη δύναμή του. Η δύναμή του αποδεικνύεται με το να τρελάνει τους ανθρώπους και να τους κάνει να κάνουν τις μεγαλύτερες κακίες και να περάσουν τις πιο μεγάλες θλίψεις. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά μετά, όταν του είπαν: "Ναι, παραδεχόμαστε ότι είσαι θεός", στέλνει εξορία τον πάππο του και τη θεία του. Κι εκείνη την εποχή, για βασιλιάδες... της Θήβας, να τους στείλουν εξορία ήταν χειρότερα από θάνατο. Και του λέει ο Κάδμος: "Παραδεχόμεθα ότι σε αδικήσαμε"... "Τώρα", λέει εκείνος, "είναι αργά. Όταν έπρεπε δεν με παραδεχόσασταν". "Μα", λένε εκείνοι, "δεν ξέραμε, τώρα σε παραδεχόμαστε. Συγχώρεσε μας". "Όχι, θα πάτε εξορία". Και η τελευταία λέξη του δράματος, ο τελευταίος στοίχος, τα τελευταία λόγια που άφησε γραμμένα ο Ευρυπίδης είναι: "Στους θυμούς τους, οι θεοί έπρεπε να μην είναι όμοιοι με τους θνητούς". Τι θεοί είναι αυτοί, αν δεν είναι καλύτεροι από μας; Αυτοί είναι οι τελευταίοι, σχεδόν, στίχοι από το δράμα "Βάκχες".
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες πολλές... Κι ακόμα, δε μιλήσαμε για Πλάτωνα, δε μιλήσαμε για άλλους συγγραφείς, ούτε για Σοφοκλή ούτε για τον Οιδίποδα Τύραννο... Είναι άπειρα τα παραδείγματα μέσα στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, όπου φαίνεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με τους θεούς τους. Ήταν βαθιά πληγωμένοι απ’ τη θεολογία τους κι έδειχναν αυτή τη βαρυθυμότατη διάθεση για τη ζωή. Η εικόνα που μας έχουν δώσει οι διάφοροι μελετητές της αρχαιότητος ιδιαίτερα οι Γερμανοί καθηγητές, που ήταν καθηγητές των καθηγητών μας, είναι τελείως παραπλανητική. Θα χρειαστεί να τα ξαναδιαβάσουμε από τη αρχή και να τα επανεκτιμήσουμε. Όχι, πως οι αρχαίοι Έλληνες δεν ξέρανε το ωραίο και δεν ξέρανε τι λαχταρούσανε- φαίνεται από τα διαλείμματα, από τα κομματάκια τα μικρά, στα οποία προσπαθούσαν να στήσουν έναν κόσμο ωραίο τον οποίο όμως, δεν μπορούσαν να τον στήσουν ποτέ.
Έτσι, θα θέλαμε να μας πούνε-, όσοι από τους νεώτερους συνανθρώπους μας, συμπολίτες μας, ονειρεύονται τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τις αρχαίες θρησκείες, το δωδεκάθεο κ.τ.λ., σαν ποιον από τους θεούς θα θέλανε να 'χουν θεό; Ποιον απ’ όλους; Ας μας απαντήσουν οι ίδιοι. Και πώς φαντάζονταν τους αρχαίους Έλληνες να ζούνε τη θρησκευτική τους ζωή; Οι αρχαίοι πρόγονοί μας ήταν γεμάτοι τρόμο και φόβο. Συνέχεια θέλαν τον "εξιλασμόν" σαν να ήταν εγκληματίες, γεμάτοι ενοχή και θέλαν απλώς να εξευμενίσουν, όπως ένας κατάδικος που θέλει μια ποινή όσον γίνεται πιο επιεική. Τίποτε περισσότερο. Και πρέπει εμείς, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, να παρακαλούμε το Θεό να βοηθάει τους ανθρώπους, όχι τόσο στο να μη γίνονται αιρετικοί, αλλά στο να στέκονται Ορθόδοξοι, γιατί η Ορθοδοξία δεν είναι άρνηση όλων των αιρέσεων όλες οι αιρέσεις είναι άρνηση της Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία είναι ο υπαρκτός τόπος, που μπορεί κανείς να πατήσει. Γύρω, γύρω είναι το χάος που οι άνθρωποι πέφτουν και γκρεμοτσακίζονται. Κι αυτό, γιατί αγνοούν, δεν διαβάζουν τα κείμενα, έχουν μια φανταστική εικόνα των κειμένων, όπως την δώσανε οι Γερμανοί.
Οι Γερμανοί διδάξαν την Οδύσσεια και δεν το είπανε στον κόσμο, δεν το είπαν στους καθηγητές των Πανεπιστημίων κι οι καθηγητές των Πανεπιστημίων δεν το 'παν στους καθηγητές, εμάς... κι εμείς δεν το 'παμε στα παιδιά, ότι η κύρια αρετή που υμνείται μέσα στην Οδύσσεια είναι η νηστεία.
Τ' ακούν οι καθηγητές και τα παιδιά αυτό και μένουν μ' ανοικτό το στόμα. Κι όμως, το λέει ο Όμηρος. Απ' όλους τους συντρόφους του, ο Οδυσσέας, και μόνος αυτός, γύρισε-, γιατί; Γιατί αυτός δεν έφαγε από τα βόδια του Ήλιου. Τήρησε τη νηστεία που του όρισε ο θεός. Θεός ειδωλολατρικός... Ενώ οι άλλοι, όλοι καταστραφήκαν. Και λέει, "νήπιοι, οι κατά βους Υπερίονος Ηελίοιο. ήσθιον", οι ανόητοι..., αυτό ήταν το έγκλημά τους. Δε συγκρατήθηκαν στη νηστεία τους.
Το λέει εκτενώς στο Ν' της Οδύσσειας, πως τρεις φορές προσπάθησε ο Οδυσσέας να τους πείσει να μη φάνε τα απαγορευμένα κι απέτυχε. Δεν τον άκουσαν και γι' αυτό, χάσαν την ημέρα του γυρισμου· χάσαν τη Βασιλεία των Ουρανών, θα λέγαμε εμείς σήμερα. Χάσαν την Ιθάκη. Και κάτι άλλο μας λέει ο Όμηρος, ο σοφώτατος Όμηρος. Όταν αυτοί ψήναν τα βόδια και τα πρόβατα του Ήλιου κι ήλθε ο Οδυσσέας που είχε πάει να προσευχηθεί στο βάθος, βλέπει κι έβαλε τα κλάματα ο Οδυσσέας, απ’ τη δυστυχία τους. Γιατί είδε τέρατα! Τι ήταν τα τέρατα; Κάποια πρόβατα που ψήνονταν στη φωτιά, βελάζανε... Τα σφαχτά βελάζανε! Και κάποια τομάρια που τα 'χαν γδάρει και τα 'χαν πετάξει, είχαν σηκωθεί και περπατούσαν μόνα τους τα τομάρια. Δηλαδή, φρίκη! Κι έτσι, αποδεικνύεται ότι η αμαρτία δημιουργεί τερατογενέσεις. Ότι η αμαρτία είναι καταστροφή, διαστροφή της φύσης. Αυτά τα πράγματα δε μας τα δίδαξαν ποτέ... Δε μας τα δίδαξαν και δεν τα διδάξαμε στα παιδιά. Είναι καιρός να μάθουμε σωστά αρχαία ελληνικά· η νεολαία μας κι οι διδάσκαλοι τους και να προσέχουμε, να μην παρασυρόμαστε από ψευτιές και από επιπολαιότητες. Γιατί, πολλοί από αύτους τους "αρχαιολάτρες" δεν είναι ψεύτες, απλώς είναι επιπόλαιοι κι αναμασούν αυτά τα δυο, τρία λαθεμένα που μας είπαν οι Γερμανοί φιλόλογοι. Αυτό το ίδιο, το βλέπουμε και στη θεολογία την Ορθόδοξη. Όσοι πάνε έξω να σπουδάσουνε θεολογία, το τι ακούνε, δε λέγεται. Έρχονται και δε θέλουν να πιστέψουν σε τίποτα.


* Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του στο Σεμινάριο Ορθοδόξου Πίστεως, που γίνεται κάθε Κυριακή στο Ενοριακό Κέντρο του Ι. Ναού Αγίας Παρασκευής, του ομώνυμου προαστείου, από 11.30 π.μ. έως 1 μ.μ.
Τεύχος 39, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2005