Ο κίνδυνος της Eιδωλολατρίας
Ετικέτεςαπαγορευμένες απεικονίσεις
Ετικέτεςαπαγορευμένες απεικονίσεις
Ο κίνδυνος της ειδωλολατρίας
Ο Κύριος έδωσε εντολή: “Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γή κάτω”. (Έξ. κ΄: 4). Παράξενη εντολή, καθώς φαίνεται. Μοιάζει σαν να μήν αφήνει περιθώριο γιά εικόνες. Αυτός είναι ο λόγος που οι εικονοκλάστες, παίρνοντας θάρρος από τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους, έκαναν ακριβώς αυτή την εντολή το βασικό τους επιχείρημα εναντίον των εικόνων. Πώς λοιπόν συνέβει να θριαμβεύσει η Ορθοδοξία απέναντι στους εικονοκλάστες (726-842μχ), αν πράγματι οι εικόνες παραβίαζαν την εντολή του Θεού; Ο Θεός έδωσε την εντολή αυτή στους Εβραίους γιατί γνώριζε πως, μέσα στην
καρδιά τους, έκλιναν στην ειδωλολατρία.Και πραγματικά, λίγο αργότερα, κατασκεύασαν το χρυσό μόσχο και άλλα είδωλα και πανηγύρισαν ακούγοντας τον Ααρών να λέει: “Ιδού οι θεοί σου, Ισραήλ”. Η λέξη“σεαυτώ” σκοπό έχει να περιορίσει τους απαίδευτους Ισραηλίτες που ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την πίστη του Ισραήλ και να πέσουν στην ειδωλολατρία.
καρδιά τους, έκλιναν στην ειδωλολατρία.Και πραγματικά, λίγο αργότερα, κατασκεύασαν το χρυσό μόσχο και άλλα είδωλα και πανηγύρισαν ακούγοντας τον Ααρών να λέει: “Ιδού οι θεοί σου, Ισραήλ”. Η λέξη“σεαυτώ” σκοπό έχει να περιορίσει τους απαίδευτους Ισραηλίτες που ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την πίστη του Ισραήλ και να πέσουν στην ειδωλολατρία.
Αυτό που απαγόρευσε ο Θεός, δεν ήταν οι εικόνες, μα η ειδωλολατρία. Ο Ίδιος μάλιστα καθοδήγησε το Μωϋσή να κατασκευάσει πολλέςεικόνες αγγέλων για τη σκηνή: “Και ποιήσεις δύο Χερουβίμ χρυσοτορευτά και επιθήσεις εξ αμφοτέρων των κλιτών του ιλαστηρίου... και την σκηνήν ποιήσεις δέκα αυλαίας... Χερουβίμ εργασία υφάντου ποιήσεις αυτάς” (Έξ. κε΄: 17, κστ΄: 1)“Βρίσκονταν μπροστά σε όλους τους ανθρώπους που προσέβλεπαν σ’ αυτά κι έδιναν δόξα και λατρεία στό Θεό”. (Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός). Αργότερα, στό Ναό του Σολομώντος, “πάντας τους τοίχους του οίκου κύκλω εγκολαπτά έγραψε γραφίδι Χερουβίμ, και φοίνικες τω εσωτέρω και τω εξωτέρω”. (Γ΄ Βασ. στ΄: 29).
Οι εντολές του Θεού δεν αντιφάσκουν. Κάθε άλλο μάλιστα, όπως φαίνεται αν κατανοήσουμε τη Γραφή στό σύνολό της. Είναι φανερό ότι το θέλημα του Θεού ήταν να χρησιμοποιούν οι Εβραίοι εικόνες, αλλά το σωστό είδος εικόνων,και μόνο γιά τη λατρεία στον Οίκο Του. Ο νόμος ήταν “παιδαγωγός και σκιά των μελλόντων αγαθών” (Εβρ. ι΄: 1). Ο Θεός παιδαγωγούσε τους Εβραίους ώστε να τους ανεβάσει σε ψηλότερο επίπεδο λατρείας και προσκύνησης εν Πνεύματι. Τους έδωσε το Νόμο, τις εικόνες των αγγέλων, τη Σκηνή, και κατόπι το Ναό. Αλλά αυτά δεν μπορούσαν παρά εν μέρει να οδηγήσουν τους Ισραηλίτες στό δρόμο της αληθινής, εν πνεύματι λατρείας, γιατί ήταν μόνο σκιές και προεικονίσεις και “εικόνες εικόνων”, καθώς έλεγε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Πέρα από αυτό, οι Εβραίοι έπρεπε να περιμένουν τον ερχομό “των μελλόντων αγαθών” που τους υποσχέθηκε ο Κύριος.
Ο Μωϋσής προειδοποιεί: “Φυλάξεσθε σφόδρα τάς ψυχάς υμών, ότι ούκ είδετε ομοίωμα εν τη ημέρα, ή ελάλησε Κύριος πρός υμάς εν Χωρήβ εν τω όρει εκ μέσου του πυρός. Μη ανομήσητε και ποιήσετε υμίν εαυτοίς γλυπτόν ομοίωμα αρσενικού ή θηλυκού, ομοίωμα παντός κτήνους των όντων επί της γής, ομοίωμα παντός ορνέου πτερωτού, ό πέταται υπό τον ουρανόν...” (Δευτ. δ΄: 15-17). Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο να αντικρύσουμε τον Αόρατο με τα σωματικά μάτια: “Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσηται”. (Έξ. λγ΄: 20). Τα Χερουβίμ ήταν οι μόνες εικόνες που έδωσε ο Θεός στους Εβραίους. Δεν υπήρχαν άλλες, αφού ο Λόγος δεν είχε λάβει ακόμη “μορφήν δούλου, εν ομοιώματι ανθρώπων”. (Φιλιπ. β΄:7). Δεν υπήρχε ακόμη η λύτρωση, ο Άδης δεν είχε σκυλευθεί, και ο Λόγος δεν μπορούσε να εικονιστεί.
Αλλά οι χρυσές και υφαντές εικόνες των αγγέλων συμβόλιζαν όλες τις άλλες εικόνες. Ο Ναός και οι προσφερόμενες θυσίες ήταν τύπος,προεικόνιση του σώματος του Χριστού που έγινε θυσία γιά όλους. Σ’ αυτό αναφερόταν ο Χριστός όταν είπε στους Εβραίους: “Λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν”. (Ιω. β΄: 19) Ο Χριστός ήταν το “τέλος του Νόμου”(Ρωμ. ι΄: 4). Η Σκηνή ήταν σύμβολο του ουράνιου θυσιαστηρίου, προτυπώνοντας τον ερχομό του Χριστού που είναι “αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών, διά της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής”. (Εβρ. η΄: 11) Ο Ναός οδηγούσε στην Εκκλησία και στην Εκκλησία υπάρχει το πλήρωμα της αλήθειας, γιατί “ελθούσης της πίστεως ουκέτι υπό παιδαγωγόν εσμέν” (Γαλ. γ΄: 25), κι έχουμε “λάβει από το Θεό την ικανότητα να διακρίνουμε τι μπορούμε να απεικονίσουμε και τι είναι απερίγραπτο”. (Άγ.Ιωάννης ο Δαμασκηνός) (4) Η διάκριση αυτή δίνεται από τη χάρη του Θεού στην Εκκλησία με την κατοίκηση του Αγίου Πνεύματος. Μα δεν έχουμε περισσότερη ελευθερία από τους Εβραίους να κατασκευάζουμε εικόνες που είναι απαγορευμένες και ξένες στό πνεύμα της Εκκλησίας ή αντίθετες στα δόγματά της. Ο κίνδυνος της ειδωλολατρίας παραμονεύει πάντα.
Οι εικόνες πρέπει να είναι σύμφωνες με τη Θεολογία των εικόνων
Η νίκη της Ορθοδοξίας εναντίον των εικονοκλαστών δεν έγινε παραβλέποντας τα διδάγματα της Αγίας Γραφής, αλλά κατανοώντας τα με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί στην Εκκλησία. Οι εικονοκλάστες διάβαζαν απλώς τις Γραφές και κολλούσαν στό γράμμα των Γραφών,σαν τους Φαρισαίους.
Η Ορθοδοξία θριάμβευσε επειδή το περιεχόμενο και η σύνθεση των εικόνων βρίσκονταν σε συμφωνία με τη θεολογία της Εκκλησίας και τις αλήθειες της πίστης. Χωρίς αυτή τη συμφωνία, οι ορθόδοξοι δε θά μπορούσαν να υπερασπιστούν τις εικόνες. Αυτό είναι κάτι σημαντικό, που συχνά το παραβλέπουμε. Με άλλα λόγια, τόσο οι εικόνες όσο και η θεολογία η σχετική με τις εικόνες είναι δύο διαστάσεις της ίδιας πραγματικότητας. Δεν είναι δυνατό να ομολογούμε το ένα χωρίς το άλλο. Η Ορθοδοξία είναι αλήθεια, όχι σοφιστεία.Είναι αδύνατο γιά την αλήθεια να υπερασπίζεται το ψεύδος, ακόμη κι αν η ανθρώπινη λογική μπορεί. Τα έξυπνα επιχειρήματα από μόνα τους δε θά μπορούσαν να ανατρέψουν την κατηγορία της ειδωλολατρίας αν οι εικόνες και η θεολογία μας δε βρίσκονταν σε συμφωνία. Αλλά σήμερα συναντάμε ευρεία αποδοχή εικόνων που ανατρέπουν την Ορθοδοξία. Και μια ομολογία χωρίς συμφωνία πίστης και πράξης,αργά ή γρήγορα, θά χάσει το πρώτο και κατόπι και το δεύτερο.
Οι εικόνες του Θεού Πατρός είναι άρνηση της Αγίας Γραφής και της διδασκαλίας της Εκκλησίας
Η Αγία Γραφή δεν έχει αλλάξει.Απαγορεύει τις εικόνες της αόρατης Θεότητας: “ούκ είδετε ομοίωμα εν τη ημέρα, ή ελάλησε Κύριος πρός υμάς εκ μέσου του πυρός” (Δευτ. δ΄: 15-17). “Γένος ούν υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου, το θείον είναι όμοιον” (Πράξεις ιζ΄: 29) “Τίνι ωμοιώσατε Κύριον και τίνι ομοιώματι ωμοιώσατε αυτόν;” (Ησαϊα μ΄: 18). Η ενσάρκωση του Λόγου μας δίνει τη δυνατότητα να απεικονίσουμε μόνο τον Υιό, και αυτόν μόνο κατά την ανθρώπινη φύση. Έτσι οφείλουμε να τηρούμε με ακρίβεια την εντολή να μήν κατασκευάσουμε “ομοίωμα αρσενικού... ή ορνέου πτερωτού” ως εικόνες της αόρατης Θεότητας. “Ουχ ότι τον Πατέρα τις εώρακεν”. (Ιω. στ΄: 46).“Τις εώρακεν αυτόν και εκδιηγήσεται; (Σοφία Σειράχ μγ΄: 31). “Όν είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται”. (Τιμ. Α΄, στ΄: 16). “Θεόν ουδείς εώρακε πόποτε”. (Ιω. α΄: 18). Τα ομοιώματα του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, είναι απαγορευμένες απεικονίσεις.
Αυτές οι απεικονίσεις συναντώνται στην ονομαζόμενη εικόνα της Αγίας Τριάδος που σήμερα βρίσκεται παντού. Παριστάνει το Θεό Πατέρα σαν γέρο με λευκά μαλλιά και γένια, τον Ιησού, τον Υιό του Θεού καθισμένο δίπλα του, και το Άγιο Πνεύμα, με μορφή περιστεριού να ίπταται ανάμεσά τους. Συχνά βλέπει κανείς σ’ αυτήν την εικόνα το Μασονικό τρίγωνο γύρω από την κεφαλή του Πατρός. Αν αυτή η εικόνα υπήρχε κατά τον όγδοο και ένατο αιώνα, θά είχε δώσει μεγάλη ώθηση στα επιχειρήματα των εικονοκλαστών, διότι απεικονίζοντας τον Πατέρα σαν άνθρωπο, αρνείται τη θεολογία που κατατρόπωσε τους εικονοκλάστες.
Γιατί η περιστερά δεν επιτρέπεται ως εικόνα του Αγίου Πνεύματος
Η περιστερά ως σύμβολο του Αγίου Πνεύματος είναι κάτι αρκετά παλιό και χρησιμοποιήθηκε με φειδώ στην εκκλησιαστική διακοσμητική. Μα στην εικόνα της Αγίας Τριάδος, οι τρείς μορφές δε χρησιμοποιούνται σαν σύμβολα αλλά σαν ομοιώσεις. Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, το Άγιον Πνεύμα εμφανίστηκε κατά τη Βάπτιση του Κυρίου “εν είδει περιστεράς” ή“ωσεί περιστερά”, αλλά δεν έγινε περιστέρι. Η μόνη επιτρεπτή εικόνα όπου παριστάνεται η περιστερά είναι η Βάπτιση του Χριστού (Θεοφάνεια), επειδή αυτή είναι η μόνη γνωστή περίπτωση εμφάνισης της μορφής του περιστεριού. Άλλο παράδειγμα μοναδικής εμφάνισης με παράξενο σχήμα ήταν η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, όταν “διεμεριζόμενοι γλώσσαι ωσεί πυρός” ήρθαν και στάθηκαν πάνω στα κεφάλια των Αποστόλων. (Πράξεις β΄: 3). Υπήρξαν επίσης και άλλες μορφές και εμφανίσεις.
Η Παράδοση δεν επιτρέπει την απεικόνιση του Αγίου Πνεύματος σαν περιστερά ή πύρινες γλώσσες σε εικόνες άλλες από αυτές των Θεοφανείων και της Πεντηκοστής, γιά δύο λόγους: Πρώτο, γιά να διατηρήσει την ιστορική ακρίβεια^ και δεύτερο, γιά να εμποδίσει την ιδέα ότι το Άγιον Πνεύμα μπορεί να ζωγραφίζεται σαν περιστέρι ή σαν πύρινες γλώσσες χωρίς περιορισμό. Οι εικονογράφοι οφείλουν να μένουν στην ακρίβεια όταν απεικονίζουν γεγονότα που περιγράφονται στην Αγία Γραφή, στην ιστορία της Εκκλησίας, στους βίους των αγίων ή αλλού. Αυτοί είναι δύο από τους λόγους γιά τους οποίους τίποτε δεν επιτρέπεται “καλλιτεχνική αδείΆα” στις εικόνες. Από την άλλη μεριά, η Δύση παραβλέποντας την Αγία Γραφή, τοποθέτησε το περιστέρι σε πολλές θρησκευτικές απεικονίσεις, όπως του Ευαγγελισμού. Παράδειγμα, η ζωγραφιά του Φλαμανδού ζωγράφου Gerard Davis (δέκατος πέμπτος αιώνας), καθώς και πίνακες πάνω στό ίδιο θέμα από τους Petrus Christi (δέκατος πέμπτος αιώνας) και Hans Memling (δέκατος έκτος αιώνας). Άλλο παράδειγμα είναι η “Γέννηση” (δέκατος πέμπτος αιώνας) τουLorenzo Monaco. Η Αγία Γραφή όμως δεν αναφέρει εμφανίσεις με μορφή περιστεράς στη Γέννηση ή στον Ευαγγελισμό.
“Η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει”
Αυτή ήταν η περίφημη απάντηση των ορθοδόξων ενάντια στην κατηγορία γιά ειδωλολατρία. Δεν ήταν το μόνο τους επιχείρημα φυσικά, γιατί εξάλλου και οι κατηγορίες εναντίον τους ήταν πολλές,αλλά ήταν το πιο σπουδαίο: Δεν προσκυνούμε και δε λατρεύουμε το ξύλο, την μπογιά, τις πέτρες, το χρυσό, το ασήμι^ αλλά κατά τα λόγια του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, “η απόδοση τιμής στην εικόνα, μεταφέρεται στό πρωτότυπό της”. (5)
Αυτό το επιχείρημα θίγει δύο ζητήματα. Πρώτο, τους βαθμούς της λατρείας (απόλυτη λατρεία, σχετική λατρεία, τιμή, σεβασμός, προσκύνηση,κλπ). Και δεύτερο θέμα, αυτό που αφορά εμάς εδώ - τα ουσιώδη στοιχεία των εικόνων καθ’ αυτών - τις εικονίσεις και τα πρωτότυπά τους.
Άς μιλήσουμε λίγο γιά την έννοια του πρωτοτύπου. Είναι το κλειδί γιά την κατανόηση της ορθόδοξης αντίληψης γιά τις εικόνες.
Πρωτότυπο, είναι το πρόσωπο ή το αντικείμενο που παριστάνεται στην εικόνα, όπως ο Χριστός, η Θεοτόκος, ένας άγιος. Η απεικόνιση πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με το πρωτότυπο: “Η εικόνα είναι ομοίωμα που χαρακτηρίζει σε όλα το πρωτότυπό της”. (Αγ. Ιω. Δαμασκηνός) (6) Το πρωτότυπο και η απεικόνιση, το αρχικό πρόσωπο και το αντίγραφό του, συνδέονται στενά και μπορούτμε να πούμε ότι έχουν κοινή ταυτότητα. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης λέει ότι αυτό ήταν στό βάθος το νόημα της εντολής του Θεού στον Μωϋσή, “...ποιήσεις δύο Χερουβίμ...”. “Βλέπετε πώς το αντίγραφο καλείται με το ίδιο όνομα όπως και το πρωτότυπο”. (7)
Ο Άγιος Αθανάσιος τονίζει κι αυτός την κοινή ταυτότητα της απεικόνισης με το πρωτότυπο: “Η εικόνα θά μπορούσε να πεί: “Εγώ και το(πρωτότυπο) είμαστε ένα πράγμα. Γιατί εγώ βρίσκομαι σ’ αυτό κι αυτό σε μένα.Και ό,τι βλέπεις σ’ αυτό, βλέπεις και σε μένα”. Άρα λοιπόν, όποιος προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί το πρωτότυπο που βρίσκεται σ’ αυτή, γιατί η εικόνα είναι η μορφή και το ομοίωμά του”. (8) Ο Άγιος Θεόδωρος προσθέτει: “Με τον ίδιο τρόπο, πρέπει να πούμε πώς η εικόνα του Χριστού ονομάζεται και η ίδια“Χριστός”, και δεν υπάρχουν δύο Χριστοί”. (9) “Όταν προσκυνείται ο Χριστός,προσκυνείται και η εικόνα Του^ και όταν προσκυνείται η εικόνα Του προσκυνείται και ο Ίδιος”. (10)
Έχοντας αυτή την αντίληψη γιά τις εικόνες, ότι είναι η μορφή και το ομοίωμα του πρωτοτύπου, είναι αδύνατο να δεχτεί κανείς την απεικόνιση του Θεού Πατρός σαν γέρου ανθρώπου. Που βρίσκεται η ταυτότητα της μορφής και του χαρακτήρα ανάμεσα στον άνθρωπο που φαίνεται σε προχωρημένα γεράματα και στον Πατέρα που είναι άχρονος, αόρατος, άυλος, άμορφος και απερίγραπτος; Έχουν κοινή μορφή και ομοίωση; Είναι δυνατό, ό,τι φαίνεται στην εικόνα να υπάρχει και σ’ Αυτόν να υπάρχει και στην εικόνα;
Άς φανταστούμε τώρα ότι στον ένατο αιώνα κάποια εικόνα παρίστανε ένα ιερό πρόσωπο με έναν τρόπο ή κάποια μορφή που δεν ανταποκρίνονταν στην επίγεια ή ουράνια πραγματικότητα του προσώπου αυτού. Δηλαδή, η εικόνα δεν αντιστοιχούσε στό πρωτότυπο του οποίου έφερε το όνομα, ούτε και σε κάποιο άλλο πραγματικό πρωτότυπο. Έτσι οι Χριστιανοί θά προσκυνούσαν μια ψεύτικη απεικόνιση. Στην περίπτωση αυτή, η κατηγορία γιά ειδωλολατρία θά ήταν ακλόνητη.Και η Ορθοδοξία κάθε άλλο παρά ορθόδοξη θά ήταν.
Εικονίσεις χωρίς υπαρκτά πρωτότυπα είναι είδωλα και όχι εικόνες
Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχαν τέτοιες εικόνες στον καιρό της Εικονομαχίας. Αλλά ο κανόνας αυτός αποτελεί ένα πρακτικό κριτήριο βασισμένο στην έννοια του πρωτοτύπου. Και μάλιστα ένα κριτήριο που το χρησιμοποιούσαν πολύ οι χριστιανοί προκειμένου να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στις εικόνες και στα είδωλα: τα ομοιώματα των ειδωλολατρικών θεών ήταν είδωλα επειδή ήταν φανταστικά και ψεύτικα. Ήταν εικόνες χωρίς πρωτότυπα. Κάποιος άγιος συζητώντας το θέμα αυτό μ’ έναν ειδωλολάτρη, του είπε:“Εμείς κατασκευάζουμε εικόνες ανθρώπων που υπήρξαν και είχαν σώματα. Δεν κάνουμε τίποτε το άτοπο απεικονίζοντάς τους όπως ήταν στη ζωή. Δεν επινοούμε τίποτε, όπως κάνετε εσείς”. (Ιωάννου, Επισκόπου Θεσσαλονίκης, έβδομος αιώνας) (11) Τα λόγια του συμπυκνώνουν το χριστιανικό κριτήριο γιά τη διάκριση ανάμεσα σε είδωλα και εικόνες. Αυτά τα αρχαία μέτρα μας βοηθούν να καταλάβουμε πώς εικόνες χωρίς πραγματικά πρωτότυπα δεν είναι εικόνες, αλλά είδωλα. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, πολύ πρίν από μας, έθεσε το ζήτημα ως εξής: “Ο κίνδυνος της ειδωλολατρίας προέρχεται και από τα είδωλα αλλά και από τις εικόνες”(12).
Με το ίδιο κριτήριο, εικονογραφήσεις του Θεού Πατρός με τη μορφή γέρου ανθρώπου και του Αγίου Πνεύματος με μορφή περιστεριού, δεν έχουν πρωτότυπα. Δεν αντιστοιχούν σε τίποτε. Η μόνη ενσάρκωση που έγινε ήταν του Χριστού. Πώς πήρε το Άγιον Πνεύμα τη φύση ενός πουλιού; Τολμά κανείς να συλλογιστεί ποιά ήταν η φύση της μητέρας του περιστεριού; Που βρίσκεται σήμερα το περιστέρι; Πότε γεννήθηκε ο Πατήρ σαν άνθρωπος; Ποιά ήταν η μητέρα Του; Με ποιο τρόπο έγινε η σύλληψή Του; Είχε γιά μητέρα μια θνητή; Βλέπετε πώς ο ανθρωπομορφισμός οδηγεί στον παγανισμό και στους μύθους; Η εικόνα του Πατρός είναι εξ’ ολοκλήρου φανταστική και ψεύτικη. Και αφού η προσκύνηση μεταφέρεται στό πρωτότυπο, τι συμβαίνει όταν δεν υπάρχει πρωτότυπο; Παραμένει η προσκύνηση στό ξύλο και στη μπογιά; Αυτό δεν είναι καθόλου κενό ερώτημα.
Άραγε, δέχεται ο Θεός μια τέτοια προσκύνηση, παρ’ όλη την κραυγαλέα ανυπακοή της συγκεκριμένης Του εντολής, και παρ’ όλη την άρνηση της διδασκαλίας Του ότι “τον Πατέρα ουδείς εώρακεν” και την απαγόρευση της Εκκλησίας γιά τέτοιες εικόνες; Ξέρουμε ότι ο Θεός “ελέησει όν αν ελεεί”. Μπορεί δικαίως να πιστεύει κανείς ότι ο Θεός ακούει τις προσευχές και δέχεται την προσκύνηση από ανθρώπους που πλησιάζουν την εικόνα με πίστη, αλλά και άγνοιατων πολλών απαγορεύσεων εναντίον της. Τι να πεί όμως κανείς γιά όλους τους ενεργούς υποστηρικτές της εικόνας της Αγίας Τριάδος, που ενώ ξέρουν καλά όλες τις καταδίκες εναντίον της, επιμένουν στό λάθος τους και φτάνουν στό σημείο να κηρύττουν και να διδάσκουν υπερασπιζόμενοι μια εικόνα που είναι αντίθετη στην παράδοση της Εκκλησίας; Πώς τολμούν να βγάζουν ψεύτη το Θεό που είπε “Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσηται;” Σε τι διαφέρουν από τον Άρειο και το Νεστόριο που κι αυτοί επέμεναν στα λάθη τους;
Εξ’ ορισμού, εικόνες του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος με υλική μορφή χωρίς να υπάρχει το πρωτότυπο κάποιας αληθινής σωματικής φύσης,γίνονται είδωλα και η προσκύνησή τους ειδωλολατρία. Μια οπτασία, όπως αυτή της περιστεράς κατά τη Βάπτιση, δεν μπορεί να είναι υλικό πρωτότυπο.
Η δικαίωση των εικόνων είναι θεμελιωμένη στην αληθινή υλικότητα και τη σωματική ύπαρξη των φυσικών τους πρωτοτύπων, καταρχήν του Χριστού και δεύτερο των αγίων. Η υλική απεικόνιση του Χριστού γίνεται δυνατή εξ’ αιτίας της αληθινής Του ανθρωπότητας με σάρκα και αίμα, διότι η απεικόνισή Του αποδεικνύει την ενανθρώπιση, και η ενανθρώπισή Του έδειξε την εικόνα του προσώπου του. “Το ένα βρίσκεται στό άλλο, με εξαίρεση την διαφορά της ουσίας”. (Άγ. Διονύσιος Αρρεοπαγίτης) (13) Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος (787)επιβεβαίωσε αυτή την αντίληψη με τις αποφάσεις της: “Και συνελόντες φαμέν^απάσας τάς εκκλησιαστικάς εγγράφ ς ή αγράφως τεθεσπισμένας ημίν παραδόσεις ακαινοτομήτως φυλάττομεν^ ών μία εστί και η της εικονικής αναζωγραφήσεως εκτύπωσις, ως τη ιστορίΆα του ευαγγελικού κηρύγματος συνάδουσα, πρός πίστωσιν της αληθινής και ου κατά φαντασίαν του Θεού λόγου ενανθρωπήσεως... τα γάρ αλλήλων δηλωτικά αναμφιβόλως και τάς αλλήλων έχουσιν εμφάσεις”. (Όρος πίστεως Ζ΄ Οικ. Συνόδου).
Άρα λοιπόν, οι εικόνες είναι ομοιώσεις φυσικών μονάχα πραγμάτων και προσώπων. “Κατάλληλα γιά απεικόνιση, είναι τα φυσικά πράγματα που έχουν σχήμα και τα σώματα που είναι περιγραπτά κι έχουν τα φυσικά χρώματα”. (Αγ. Ιω. Δαμασκηνός) (14) Αυτή η βασική προϋπόθεση αναφέρεται σε όλες τις εικόνες, είτε των αγίων είτε του ίδιου του Θεού. Και δεν υπάρχει παρά ένας Κύριος που πήρε φύση περιγραπτή και μένει πάντα ενωμένος με τη φύση αυτή, ο Χριστός ο Θεάνθρωπος.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδίκασαν τις εικονίσεις της Αγίας Τριάδος
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει ότι μόνο πρόσωπα που είχαν σώματα μπορούν να ζωγραφίζονται σε εικόνες. Γι’ αυτόν,και μόνον η σκέψη να κάνει κανείς τον αόρατο Θεό ορατό, είναι απεχθής και ισοδυναμεί με τρέλα: “Όταν ο Αόρατος παίρνει δούλου μορφή... και αποκτά σώμα και σάρκα, τότε μπορείς να ζωγραφίσεις την εικόνα Του” (15) “Αν προσπαθούσαμε να κατασκευάσουμε εικόνα του αοράτου Θεού, θά ήταν πράγματι αμαρτία. Αν κάποιος τολμήσει να φτιάξει εικόνα της άυλης, ασώματης, αόρατης, και ασχημάτιστης Θεότητας (δηλ. της Αγίας Τριάδος), την απορρίπτουμε σαν ψευδή και νόθα”. (16)“Ποιος μπορεί να κατασκευάσει ομοίωμα του αοράτου, ασωμάτου, απεριγράπτου και ασχηματίστου Θεού; Είναι ακραία παραφροσύνη και ασέβεια να δίνει κανείς σχήμα στό Θείο”. (17)
Τα έργα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (πέθανε το 749)ήταν μια επίκαιρη και οργανωμένη έκθεση της παραδοσιακής διδασκαλίας της Εκκλησίας σχετικά με τις εικόνες. Γι’ αυτό η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος αναφέρει τα γραπτά του. Όλοι οι μετέπειτα πατέρες βρίσκονται σε συμφωνία μαζί του, όπως κι αυτός ήταν σε συμφωνία με τους πρίν απ’ αυτόν πατέρες.
Δεν είναι δυνατό να παραθέσουμε τα λόγια όλων των πατέρων που μίλησαν ενάντια στις εικόνες της αόρατης Θεότητας. Θά παραθέσουμε μόνο τους δύο κύριους υπερασπιστές των εικόνων πρός το τέλος της εποχής της εικονομαχίας:“Κατασκευάζουμε τις εικόνες Του, όχι ως Θεό Λόγο, αλίμονο αν το κάναμε, αφού είναι αόρατος και απλησίαστος και ασχημάτιστος και θά ήταν μια πράξη ακρότατης παραφροσύνης, αλλά σαν άνθρωπο, όπως εμφανίστηκε από κάθε άποψη”. (Άγ.Νικηφόρος ο Ομολογητής) (18) “Η Αγία Τριάς μόνο δε ζωγραφίζεται σε εικόνα,γιατί δεν είναι δημιούργημα, αλλά ο ακατασκεύαστος Θεός”. (Άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης) (19).
Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος παρεμποδίζει τις απεικονίσεις της Αγίας Τριάδος
Σε κάθε περίπτωση, οι Σύνοδοι της Εκκλησίας έχουν στα μάτια των ορθοδόξων όλο το απαιτούμενο κύρος σε θεολογικά ζητήματα. Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος στερέωσε και προφύλαξε τις εικόνες όχι μονάχα αναθεματίζοντας την εικονομαχία, αλλά επίσης και καταδικάζοντας την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδος: “Η φύσις της Αγίας Τριάδος ως ανείδεος και αόρατος, ουκ εικονίζεται... Αόρατος και απερίγραπτος η θεία φύσις και ασχημάτιστος...” (Πράξεις Εβδόμης Οικ. Συνόδου) Και αλλού, τα πρακτικά της Συνόδου αναφέρουν: “Οι Χριστιανοί διδάχτηκαν να εικονίζουν το Χριστό κατά την ορατή Του φύση, και όχι κατά την αόρατη. Γιατί αυτή είναι απερίγραπτη και γνωρίζουμε από το Ευαγγέλιο ότι ποτέ κανείς άνθρωπος δεν είδε το Θεό”.
Αφού απαγόρευσε τις εικόνες της Αγίας Τριάδος, η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος καθόρισε και ποιές εικόνες μπορούν να ζωγραφίζονται και να προσκυνούνται:
“Τούτων ούτως εχόντων, την βασιλικής ώσπερ ερχόμενοι τρίβον,επακολουθούντες τη θεηγόρω διδασκαλίΆα των αγίων Πατέρων ημών και τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας... ορίζομεν σύν ακριβείΆα πάση και εμμελείΆα,παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τάς σεπτάς και αγίας εικόνας, τάς εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης,εν ταίς αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς^ της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου Δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων αγίων και οσίων ανδρών”. (Όρος πίστεως Εβδόμης Οικ.Συνόδου).
Όπως είναι γνωστό, εικόνες των αγγέλων κατασκευάστηκαν μετά από ειδική εντολή του Θεού στό Μωϋσή. Αλλά θά μπορούσε κανείς δικαιολογημένα να αναρωτηθεί: γιατί αυτά τα άυλα και ασώματα και αόρατα όντα μπορούν να ζωγραφίζονται σε εικόνες αφού δεν έχουν ορατή μορφή; Οι πατέρες της Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου έγραψαν: “Διότι φανερώθηκαν με ανθρώπινη μορφή σ’ αυτούς που λογαριάστηκαν άξιοι”. Εκτός απ’ αυτό, πρέπει να καταλάβουμε, ότι όροι όπως άυλος, ασώματος, πνεύμα κλπ. αληθεύουν απόλυτα μόνο γιά το Θεό. Όταν αναφερόμαστε σε δημιουργήματα αυτοί οι όροι είναι σχετικοί και όχι απόλυτοι,αφού όλα τα δημιουργήματα, ορατά και αόρατα, είναι φτιαγμένα από κάτι. Μόνον ο Θεός είναι πραγματικό πνεύμα, απόλυτα άυλος και πραγματικά ασώματος. Οι άγγελοι είναι ασώματοι μόνο με τη σχετική έννοια, σε σύγκριση δηλαδή με μας τους ανθρώπους και με την υπόλοιπη δημιουργία. Στην Έκδοση της Ορθοδόξου Πίστεως(Βιβλίο Δ΄, Κεφ. γ΄), ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει: “Οι άγγελοι είναι παχείς και υλικοί” σε σύγκριση με το Θεό, “γιατί στην πραγματικότητα μόνο η Θεότης είναι άυλη και ασώματη”. (20)
Η Πανορθόδοξος Σύνοδος του 1666 - 7 (Μόσχα) καταδίκασε τις εικόνες της Αγίας Τριάδος και όρισε στό εξής να μη ζωγραφίζονται
Από το δέκατο και ενδέκατο κιόλας αιώνα, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή, μερικά σχέδια και μινιατούρες σε χειρόγραφα άρχισαν να παριστάνουν το Θεό Πατέρα και την Αγία Τριάδα.
Στην Ανατολή, γιά παράδειγμα, εικόνες του Θεού Πατρός εμφανίζονται σε ελληνικά ευαγγελιστάρια: Κώδικας 587, φύλλο 3b, 34b (1059).Κώδικας 740, φύλλο 3ν, ενδέκατος αιώνας, Μοναστήρι Διονυσίου, Άγιον Όρος.Ομιλίες του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, στη βιβλιοθήκη του Βατικανού (MS. gr. 394, φύλλο 7). Στό χειρόγραφο αυτό φαίνεται ο Θεός Πατήρ καθισμένος, με το Χριστό καθισμένο στην αγκαλιά του και το Άγιο Πνεύμα σαν Περιστέρι στην αγκαλιά του Χριστού. Υπάρχουν κάποιες διαφωνίες εδώ όσον αφορά το περιστέρι. Μερικοί ειδικοί λένε, οτι αυτό που φαίνεται σαν περιστέρι δεν είναι παρά ένα σημάδι καταστροφής σ’ εκείνο το σημείο της εικόνας. Οι ιστορικοί της τέχνης λένε ότι πρώτο το Βυζάντιο επηρέασε τους Δυτικούς ώστε να ζωγραφίσουν εικόνες του Πατρός και της Αγίας Τριάδος. Ορισμένοι αντικρούουν λέγοντας ότι τα “βυζαντινά”πρότυπα της Δύσης δεν ήταν παρά δυτικής προέλευσης “βυζαντινοποιημένες” εικόνες από τη Γαλλία και την Ιταλία. Πάντως οι εικόνες που αναφέρθηκαν στα παραπάνω χειρόγραφα, είναι πραγματικά Βυζαντινής προέλευσης. Οπωσδήποτε όμως, η συνηθισμένη απεικόνιση της Αγίας Τριάδος που χρησιμοποιείται σήμερα προέρχεται από τη Δύση.
Στη Δύση επίσης, σε πολλά χειρόγραφα συναντούμε παρόμοιες μινιατούρες. Οι μινιατούρες οδήγησαν σε μεγαλύτερες παραστάσεις με το Θεό Πατέρα, γιά παράδειγμα η “Δημιουργία” του Μικελλαντζελο στην Καπέλλα Σιξτίνα.Επίσης με την Αγία Τριάδα, όπως “Η στέψη της Παρθένου” του Καρράκι (δέκατος έκτος αιώνας) κ.ά.
Γύρω στον δέκατο έκτο αιώνα, η απεικόνιση της Αγίας Τριάδος(ο γέρος Πατήρ, ο Ιησούς Χριστός και το περιστέρι) διείσδυσε στην ορθόδοξη Ανατολή.
Το 1666, η Πανορθόδοξος Σύνοδος που έγινε στη Μόσχα καταδίκασε και απαγόρευσε ειδικά τις εικόνες της Αγίας Τριάδος, τις απεικονίσεις του Θεού Πατρός με κάθε μορφή, όπως επίσης και εικονίσεις του περιστεριού σε εικόνες άλλες από αυτές των Θεοφανείων. Στη Σύνοδο αυτή παραβρέθηκαν περισσότεροι Πατριάρχες απ’ ότι στην Τρίτη, στην Τέταρτη, στην Έκτη και στην Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο. Οι κυριότερες αποφάσεις είναι οι εξής:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου