Η εμφάνισις των πρώτων χριστιανικών εικόνων
Μάρκου Α. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών
εικόνων,
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1994, σελ. 65-79
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1994, σελ. 65-79
α. Ο αποστολικός
χαρακτήρ της εκκλησιαστικής παρα- δόσεως περί των ιερών εικόνων.
Πρώτος ο Μ. Βασίλειος ( † 379) χαρακτηρίζει την περί των ιερών
εικόνων παράδοσιν της Εκκλησίας ως «αποστολικήν», ως αναγομένην δηλαδή εις τους
χρόνους των αγίων Αποστόλων. Η πληροφορία αύτη προσλαμβάνει ιδιαιτέραν βαρύτητα
δια δύο λόγους: α) διότι παρέχεται ως ομολογία της προσωπικής πίστεως του Μ.
Βασιλείου - και β) διότι χρησιμοποιείται υπ' αυτού εις την πολεμικήν του κατά
του αυτοκράτορος Ιουλιανού του «Παραβάτου» (1). Την αποστολικήν προέλευσιν της
παραδόσεως ταύτης ανεγνώριζον και άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ως και αύτη η
Ζ' Οικουμενική Σύνοδος (2). Σημαίνει δε η αναγνώρισις αύτη την αποδοχήν της
υπάρξεως κατά τους αποστολικούς χρόνους εικόνων του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου
και τινών Αποστόλων. Την αρχαιοτέραν γραπτήν μαρτυρίαν περί της υπάρξεως
τοιούτων εικόνων παρέχουν ο ʼγιος Ειρηναίος († 202), η Σύνοδος της Ελβίρας
(Γρανάδας της Ισπανίας) των ετών 305-306, και ο Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας
της Παλαιστίνης († 340) (3). Την αυτήν αποστολικήν παράδοσιν εκφράζουν ασφαλώς
και αι απόκρυφοι «Πράξεις των Αποστόλων Ιωάννου και Θαδδαίου» (4). Την παράδοσιν
ταύτην επιμαρτυρούν ακόμη και αρχαιολογικά ευρήματα των πρώτων μεταποστολικών
χρόνων, τα οποία παρουσιάζουν απεικονίσεις του προσώπου του Ιησού Χριστού (5). Η
αξιοπιστία των μαρτυριών τούτων δεν είναι εύκολον να διαμφισβητηθή, διότι αύται
παρουσιάζονται εν συσχετίσει προς πραγματικά γεγονότα και περιστατικά ιστορικώς
εξακριβούμενα. Ούτω συνάγεται λογικώς ότι αι αναρίθμητοι εικόνες των
μεταγενεστέρων χρόνων προϋποθέτουν την ύπαρξιν προτύπων τινών εικόνων του Ιησού
Χριστού, της Θεοτόκου και των Αποστόλων. Τα πρότυπα των πρώτων εικόνων του Ιησού
Χριστού και της Θεοτόκου πρέπει να ήσαν λίαν περιωρισμένα (6). Ασφαλώς αύται
κατ' αρχάς εφυλάσσοντο επιμελώς και μετά ιδιαιτέρου σεβασμού εις τους οίκους των
φιλοτεχνησάντων αυτάς ή των πρώτων κατόχων τους. Χαρακτηριστικήν τοιαύτην
περίπτωσιν, περί της οποίας θα γίνη κατωτέρω λόγος, συνιστά ο χαλκούς ανδριάς
του Ιησού Χριστού, τον οποίον κατεσκεύασεν η υπ' αυτού ιαθείσα αιμορροούσα γυνή
και ετοποθέτησεν εις τον κήπον της κατοικίας της, της κώμης Πανέα, της άλλως
Καισαρείας της Φιλίππου, εις ενδειξιν βαθείας ευγνωμοσύνης (7). Παραλλήλως προς
τα ελάχιστα ταύτα πρότυπα, πηγήν της χριστιανικής εικονογραφίας απετέλεσαν δια
τους μεταποστολικούς χρόνους και αι προφορικώς ζώσαι εισέτι αναμνήσεις και
πληροφορίαι περί των χαρακτηριστικών της μορφής και της παραστάσεως του Ιησού
Χριστού, της Θεοτόκου, των Αποστόλων, και των άλλων ιερών προσώπων της πρώτης
Αποστολικής Εκκλησίας (8). Ούτω συνεκροτήθη πλήρως η αποστολική παράδοσις περί
της πρώτης χριστιανικής εικονογραφίας.
Πρέπει να τονισθή ότι τα πρόσωπα του Ιησού Χριστού, της
Θεοτόκου, των Αποστόλων και των λοιπών πρωτεργατών της Αποστολικής Εκκλησίας
αποτελούν δια της διδασκαλίας και των θαυμάτων των, διαρκή πρόκλησιν δια το
πλήρωμα αυτής, ιδιαιτέρως δε δια τους ζωγράφους των χρόνων εκείνων, ώστε να
κατασκευάζωνται αι απεικονίσεις της μορφής αυτών, τουλάχιστον υπό τίνων εκ των
ζωγράφων εκείνων, οι οποίοι ήρχοντο εις Ιεροσόλυμα εκ του εθνικού κόσμου.
Υπογραμμίζεται ενταύθα ότι αι υπό της ιστορικής παραδόσεως αναφερόμεναι εκ του
φυσικού απεικονίσεις του Ιησού, περί των οποίων θα γίνη κατωτέρω εκτενής λόγος,
κατεσκευάσθησαν υπό μη Ιουδαίων ζωγράφων.
β. Η συμβολή των Μαρτύρων της πίστεως εις την
άνάπτυξιν της χριστιανικής εικονογραφίας.
Ουσιαστική υπήρξεν η συμβολή των Μαρτύρων της πίστεως κατά τους
μεγάλους διωγμούς της Εκκλησίας, από του Νέρωνος μέχρι και του Διοκλητιανού, εις
την καθιέρωσιν και α νάπτυξιν της χριστιανικής εικονογραφίας (9). Κατά την
περίοδον ταύτην εγράφη το κατ' εξοχήν πνευματικόν κεφάλαιον της ιστορίας της
Εκκλησίας του Χριστού, το κεφάλαιον της «μαρτυρίας της πίστεως» και του
«μαρτυρίου» των εκλεκτών του σώματος αυτής. Το κεφάλαιον τούτο αφορά ευθέως εις
την προαγωγήν εκ της «κατ' εικόνα Θεού» καταστάσεως εις το «καθ' ομοίωσιν» αυτού
των αφωσιωμένων εκείνων πιστών, οι οποίοι δια την αγάπην του Χριστού προετίμησαν
τον θάνατον δια του «μαρτυρίου», αντί της αρνήσεως της πίστεώς των.
Ως γνωστόν, η Εκκλησία προέβαλε τους Μάρτυρας της πίστεως ήδη
κατ' αυτά τα έτη των πρώτων διωγμών δια των προς τιμήν των πανδήμων εορταστικών
συνάξεων του πληρώματός της, κατά την επέτειον ημέραν του μαρτυρίου των. Κατ'
αρχάς μεν εις τους τόπους του μαρτυρίου και εις τους τάφους των ιερών λειψάνων
αυτών, βραδύτερον δε εις τους προς τιμήν των ανεγερθέντας επωνύμους ευκτήριους
οίκους. Ως γνωστόν, αι συνάξεις αύται απετέλεσαν την απαρχήν της θεολογικής
αναπτύξεως της θείας λατρείας και του εκκλησιαστικού εορτολογίου, δια των οποίων
προβάλλεται ουσιαστικώς μέχρι σήμερον το συντελούμενον δια της Εκκλησίας έργον
της εν Χριστώ σωτηρίας (10).
Από της πρώτης επετείου του θανάτου εκάστου Μάρτυρος παρείχετο
λαμπρά ευκαιρία προβολής, δια των προς τιμήν αυτών πανδήμων συνάξεων του
πληρώματος της Εκκλησίας, προς κοινήν θέαν των υπαρχουσών ζωγραφικών
απεικονίσεων της μορφής εκάστου εξ αυτών. Τούτο επιβεβαιούται ρητώς και
κατηγορηματικώς εις πολλούς εκ των σωζόμενων εγκωμιαστικών λόγων των Πατέρων της
Εκκλησίας, οι οποίοι απηγγέλλοντο τότε ανά πάσαν επέτειον της ημέρας του θανάτου
πάντων των Μαρτύρων (11).
Με την πάροδον του χρόνου, την προβολήν της απεικονίσεως της
μορφής εκάστου Μάρτυρος συνεπλήρωσαν εικονογραφικοί συνθέσεις διαφόρων σκηνών
του μαρτυρίου εκάστου Μάρτυρος, προς προβολήν και ανάμνησιν των υπέρ του
αγωνοθέτου Χριστού σεπτών παθημάτων των, προς δόξαν Θεού, και προς ενίσχυσιν της
πίστεως των μελών της Εκκλησίας, των αγωνιζομένων κατά των δυνάμεων του κακού.
Η προβολή αύτη ήτο η προς τους Μάρτυρας ανταμοιβή του σώματος
της Εκκλησίας του Χριστού, κατά το ίδιον αυτού λόγιον «Ὅστις δ' ἄν ὁμολογήσῃ ἐν
ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ
ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32. Λκ. 12,8) (12). Αι προς τιμήν των Μαρτύρων της
Εκκλησίας πάνδημοι εκείναι συνάξεις του πληρώματος της, κατά τας επετείους
ημέρας του μαρτυρίου των, προσελάμβανον κατ' εξοχήν λειτουργικών και εορταστικόν
χαρακτήρα. Δια του χαρακτήρος τούτου απ' αρχής συνυφάνθησαν αι συνάξεις αύται
προς την θείαν λατρείαν του ενός και μόνου εν Τριάδι αληθινού Θεού. Ούτω
προεβάλλετο η υπέρ της εις Χριστόν πίστεως θυσία της ζωής των Μαρτύρων της
Εκκλησίας ως η πλέον ουσιαστική έκφρασις της προς τον Θεόν λατρείας αυτού τούτου
του σώματος της Εκκλησίας του Χριστού. Η θυσία της ζωής των Μαρτύρων,
προβαλλόμενη ούτω δια των καθημερινών περίπου εορτών του Μαρτυρίου του νέφους
εκείνου των Μαρτύρων της Εκκλησίας, εταυτίζετο προς αυτήν ταύτην την σταυρικήν
θυσίαν του θεανθρώπου Ιησού, καθόσον ήτο η αδιαλείπτως παρατεινομένη θυσία των
μελών του ιδίου του σώματος Του, της Εκκλησίας. Διο και το ουσιαστικώτερον
στοιχείον των εορταστικών τούτων επετείων ήτο η τελεσιουργία και μετάληψις του
μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας επί του τάφου και των λειψάνων των Μαρτύρων.
Ούτω κατανοείται και το σταθερώς εκδηλούμενον και αυξανόμενον ενθουσιαστικόν
στοιχείον και η πνευματική αγαλλίασις του πληρώματος της Εκκλησίας, κατά τους
πανηγυρισμούς της επετείου του θανάτου των Μαρτύρων της πίστεως (13).
Η παρουσίασις προσωπικών εικόνων των Μαρτύρων της πίστεως κατά
τας εορταστικάς συνάξεις της επετείου του θανάτου των, κατ' αρχάς μόνον της
μορφής του προσώπου των, βραδύτερον δε και σκηνών του μαρτυρίου των, αι ενώπιον
των εικόνων τούτων προσευχαί και δεήσεις των πιστών προς τον αρχιμάρτυρα Ιησούν
Χριστόν, απετέλεσαν την απαρχήν της καθιερώσεως της εκκλησιαστικής
εικονογραφίας. Η προβολή αύτη των εικόνων των Μαρτύρων της Εκκλησίας είχεν ως
άμεσον και ε πιτακτικήν συνέπειαν την χρήσιν των εικόνων και του αρχιμάρτυρος
Ιησού Χριστού, της Παναγίας Μητρός του, των Αποστόλων και Πάντων των Αγίων (14).
Ούτως ήρχισεν ήδη από των χρόνων των πρώτων διωγμών των χριστιανών η καθιέρωσις
των ιερών εικόνων εις την ζωήν της Εκκλησίας. Η αναγνώρισις του Χριστιανισμού
υπό του Μ. Κωνσταντίνου, ως της επισήμου θρησκείας του ελληνορωμαϊκού κράτους,
και η υπ' αυτού προστασία της Εκκλησίας, μετέφερε τας ιεράς εικόνας από τους
ευκτήριους οίκους εις τους μεγάλους ναούς, εις τας οικίας πάντων των χριστιανών
και γενικώτερον εις την θείαν λατρείαν (15).
Η τελεσιουργία της θείας λατρείας, η οποία, ως προελέχθη, πολύ
προ του Μ. Κωνσταντίνου είχε συνδεθή με τους τάφους και τα λείψανα των Μαρτύρων,
κατέστη μετά τον θάνατον του Μ. Κωνσταντίνου αδιανόητος άνευ της υπάρξεως εις
τας αγίας τράπεζας των ιερών λειψάνων Μάρτυρος τίνος, ως και αριθμού ωρισμένων
ιερών εικόνων. Έκτοτε εναπετίθεντο κάτωθι της ʼγιας Τραπέζης κάθε ναού λείψανα
των Αγίων (16). Εικόνες δε απαραίτητοι εθεωρούντο αι εικόνες του Ιησού Χριστού,
της Παναγίας, Ιωάννου του Προδρόμου, του προαναγγείλαντος την ενσάρκωσιν του
θείου λυτρωτού ου μόνον εις τους τότε ζώντας επί της γης, αλλά και «τοῖς ἐν Ἅδῃ»
(17), η εικών του Αγίου, του οποίου ο ναός φέρει το όνομα, και άλλων τινών Αγίων
ή η εικών των Αγίων Πάντων.
γ. Η αγιογραφία κατά τους χρόνους του Μ.
Κωνσταντίνου και η προς τας ιεράς εικόνας αντιπάθεια του Ευσεβίου Καισαρείας
Η χρήσις των ιερών εικόνων υπό του πληρώματος της Εκκλησίας, ως
και η είσοδος αυτών εις τους ευκτηρίους οίκους και την θείαν λατρείαν, ήτο
γνωστή πολύ προ του Μ. Κωνσταντίνου. Ούτος και η ευσεβής Μήτηρ του, η Αγία
Ελένη, επέδειξαν μέγα νεδιαφέρον και ιδιαίτερον ζήλον δια την ανέγερσιν εις
Παλαιστίνην και εκτός αυτής των πρώτων επιβλητικών ναών. Αι σωζόμεναι σχετικαί
γραπταί πηγαί εξαίρουν το ενδιαφέρον και τας φροντίδας αυτών δια τον πλούσιον
και επιβλητικόν διάκοσμον των ναών τούτων, χωρίς να κάμνουν καν λόγον περί
αγιογραφήσεως αυτών και δι' ιερών εικόνων (18). Το γεγονός τούτο αποβαίνει άξιον
ιδιαιτέρας προσοχής· διότι: α) κύρια πηγή των πληροφοριών τούτων είναι ο στενός
φίλος και σύμβουλος του Μ. Κωνσταντίνου, ο επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης
Ευσέβιος (†339), ο σφόδρα αντιτιθέμενος εις την χρήσιν ιερών εικόνων· β) διότι
και ο Μ. Κωνσταντίνος εχρησιμοποίησεν εικόνας, ως του καλού ποιμένος, προς
διακόσμησιν των ανακτόρων και άλλων δημοσίων χώρων (19)· γ) διότι πολλοί Πατέρες
της Εκκλησίας, ολίγα έτη μετά τον θάνατον του Μ. Κωνσταντίνου, ομιλούν περί
ιερών ναών, οι εσωτερικοί τοίχοι των οποίων ήσαν διακεκοσμημένοι με πολλάς
εικόνας του προσώπου των Αγίων της Εκκλησίας, ως και δια παραστάσεων εκ διαφόρων
σκηνών της ζωής των (20).
Ο ίδιος ο Ευσέβιος ομιλεί περί εικόνος των ανακτόρων του Μ.
Κωνσταντίνου, παριστώσης τον σταυρόν του Ιησού Χριστού συντρίβοντα δράκοντα
(21). Δεν πρέπει να λησμονήται ότι ο Μ. Κωνσταντίνος ετέλει καθ' όλην την ζωήν
του υπό την έντονον επιρροήν του εν ουρανώ οραθέντος «σημείου τοῦ σταυροῦ» μετά
της φωτεινής επιγραφής «Ἐν τούτῳ νίκα» (22). Ούτω θεωρείται εύλογος η χάραξις
αυτού όχι μόνον εις τα όπλα και τα ενδύματα των στρατιωτών, αλλά και εις τους
τοίχους των ανακτόρων, ως και άλλων δημοσίων χώρων (23). Πλην όμως ο
προαναφερθείς πίναξ των ανακτόρων, ο οποίος είχε τοποθετηθή και εις άλλα δημόσια
κτίρια (24), απεικόνιζεν εμπνευσμένην θεολογικήν παράστασιν, η οποία εκφράζει
την ήδη τότε ανάπτυξιν της εκκλησιαστικής εικονογραφίας. Όθεν επιτρέπεται να
λεχθή ότι ο Μ. Κωνσταντίνος ήτο ήδη καλός γνώστης της επί των ημερών του
ανεπτυγμένης τεχνοτροπίας της χριστιανικής ταύτης εικονογραφίας.
Η θεοσέβεια του Μ. Κωνσταντίνου και ο ένθεος πόθος του να
διακοσμήση κατά τον πλέον ενδεδειγμένον τρόπον όλους τους υπ' αυτού
ανεγειρόμενους μεγαλοπρεπείς χριστιανικούς ναούς ασφαλώς θα υπηγόρευε την προς
τούτο χρήσιν ιερών εικόνων, ακόμη και εάν αύται δεν είχον προ αυτού
χρησιμοποιηθή. Τούτο δεν έγινεν, ασφαλώς ουχί άνευ λόγου. Πρόκειται περί της
μεγάλης επιδράσεως επί του ευσεβούς βασιλέως της γνώμης του εμπίστου αυτού
συμβούλου, του Ευσεβίου, επισκόπου Καισαρείας, κατά τον οποίον η χρήσις των
ιερών εικόνων αντέβαινε πλήρως προς την δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας του
Χρίστου.
Ο επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος ήτο σφόδρα αντίθετος εις την
υπό των χριστιανών χρήσιν των ιερών εικόνων, ίσως ένεκα της εξ Ιουδαίων
καταγωγής του(;) μάλλον δε ένεκα των φιλοαρειανικών φρονημάτων του (25). Λίαν
χαρακτηριστική των διαθέσεων του Ευσεβίου έναντι της υπό των χριστιανών χρήσεως
των ιερών εικόνων είναι η αυστηρά επιστολή του προς την Κωνσταντίαν, την αδελφήν
του Μ. Κωνσταντίνου και σύζυγον του συναυτοκράτορος Λικινίου (26). Ούτως
ενισχύεται η υπόνοια ότι ο αυτός Εύσέβιος απέτρεψεν και τον Μ. Κωνσταντίνον να
κατακοσμήση και δια των ιερών εικόνων του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου, των
Αποστόλων, και των άχρι των η μερών του Μαρτύρων της Εκκλησίας, τους υπ' αυτού
ανεγερθέντας μεγαλοπρεπείς ναούς. ʼλλωστε θεωρεί τον Μ. Κωνσταντίνον τιμητήν των
ιερών εικόνων και η προ της εικονομαχίας ιεροσολυμιτική παράδοσις (27). Κατ'
αυτήν, «ὁ ἐν βασιλεῦσι τοῦ Χριστοῦ ἀπόστολος Κωνσταντῖνος, ὁ μέγας καί
δίκαιος... καί ἐξαίρετον καλλιέρημα τῆς εἰς Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν εὐσέβειας
γνώρισμα ἐγχαράττει τῷ βασιλικῷ τῆς πολιτείας νομίσματι τό τέ οὐρανοφανές
σημεῖον τοῦ σωτηρίου σταυροῦ, καί τόν σεβάσμιον καί θεανδρικόν Χριστοῦ χαρακτήρα
ἐν αὐτῲ μετά τοῦ ἰδίου ἀνετυπώσατο... ὡσαύτως δέ ἐνιδρῦσθαι καί ἀναστηλοῦσθαι
τόν σεβάσμιον καί σεπτόν χαρακτήρα τῆς ἐνσάρκου πολιτείας αὐτοῦ, τῆς τε ἀχράντου
μορφῆς αὐτοῦ τά χαρακτηριστικά ἰδιώματα, καθ' ὅ ὡράθη ἐπί τῆς γῆς τέλειος
ἄνθρωπος καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη, ἐκ τῆς ἁγίας ἀχράντου καί Θεοτόκου
Μαρίας· ἐμφαίνοντας τά γνωρίσματα, καθώς παρέδωκαν τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ οἱ
μακάριοι Απόστολοι -· κατακοσμοῦντος αὐτήν ζωγραφικαῖς ἱστορίαις καί
μουσουργικοῖς ψήφισιν, ἐκ τε τῶν θεοπαραδότων Εὐαγγελίων συγγραφῆς τόν
θεανδρικόν χαρακτήρα τοῦ Χριστοῦ ἐγκαθιδρύοντος» (28).
δ. Μαρτυρίαι περί της υπάρξεως ιερών εικόνων προ
του Μ. Κωνσταντίνου και έλεγχος της αξιοπιστίας τούτων.
Ήδη προ του Μ. Κωνσταντίνου είχεν εδραιωθή η χριστιανική
Εκκλησία και εκτός της Παλαιστίνης, εις Συρίαν, Μ. Ασίαν, Ελλάδα, Αίγυπτον, Β.
Αφρικήν και Ι ταλίαν. Οι κατ' αυτής μεγάλοι διωγμοί απέδειξαν πόσον βαθείαι ήσαν
απ' αρχής αι ρίζαι της χριστιανικής πίστεως εις τας χώρας αυτάς. Οι διωγμοί
ούτοι συνετέλεσαν αποφασιστικώς εις την εμφάνισιν των Ιερών εικόνων των ηρώων
και πρωταθλητών Μαρτύρων της χριστιανικής πίστεως. Η υπό της Εκκλησίας
πανηγυρική προβολή των εικόνων των Μαρτύρων εγίνετο αφ' ενός προς τιμήν και
προσκύνησιν των εικονιζόμενων προσώπων υπό των μελών του σώματος της, και αφ'
ετέρου προς ενίσχυσιν της πίστεως πάντων. Η εν τω πνεύματι τούτω χρήσις των
ιερών εικόνων γενικώς προ του Μ. Κωνσταντίνου μαρτυρείται υπ' αυτού τούτου του
Ευσεβίου, του πρώτου ιστορικού της Εκκλησίας του Χριστού. Ούτος αναφέρει, παρά
τας προσωπικάς αντιθέσεις του, την εν τη Εκκλησία χρήσιν και τιμήν των ιερών
εικόνων, ως πραγματικόν ιστορικόν γεγονός. Ούτος γράφει σχετικώς - «...ὅτε καί
τῶν Ἀποστόλων αὐτοῦ τάς εἰκόνας Παύλου καί Πέτρου καί αὐτοῦ δή τοῦ Χριστοῦ διά
χρωμάτων ἐν γραφαῖς σωζομένας ἱστορήσαμεν, ὡς εἰκός, τῶν παλαιῶν ἀπροφυλάκτως
οἷα σωτῆρος ἐθνικῇ συνήθειᾳ παρ' ἑαυτοῖς τοῦτον τιμᾶν εἰωθότων τόν τρόπον» (29).
Η επιστημονική έρευνα του θέματος της υπό της Εκκλησίας χρήσεως
και τιμής των ιερών εικόνων διακρίνει ιστορικώς τρεις φάσεις. Την πρώτην τούτων
συνιστά η εκ του φυσικού κατασκευή των πρώτων εικόνων του Ιησού Χριστού, της
Θεοτόκου των Αποστόλων Παύλου και Πέτρου, ως και τίνων άλλων προσώπων της
Αποστολικής Εκκλησίας. Την δευτέραν φάσιν συνιστά η ευρύτερα ε μφάνισις των
Ιερών εικόνων του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου, των Αποστόλων κλπ. δια της
αναπαραγωγής αυτών και της χρήσεως των υπό των χριστιανών εις τας κατοικίας και
τους τάφους των, ως και εις τας Κατακόμβας (30). Εξυπακούεται ο έντονος
διδακτικός και διακοσμητικός χαρακτήρ των εικόνων τούτων, προ των οποίων οι
πιστοί εξέφραζον και την προς τα εικονιζόμενα πρόσωπα τιμήν και ευλάβειάν των.
Τέλος την τρίτην φάσιν συνιστά η είσοδος των ιερών εικόνων εις τους ευκτήριους
οίκους, τους ιερούς ναούς, και την θείαν λατρείαν. Ως προεδηλώθη, η είσοδος αύτη
ήρχισε δια του πανδήμου εορτασμού της επετείου ημέρας του θανάτου των Μαρτύρων
της πίστεως πολύ προ του Μ. Κωνσταντίνου, ότε κατά τας συνάξεις εκείνας προς
τιμήν εκάστου Μάρτυρος, εις τον τόπον του Μαρτυρίου αυτού η εις τον τόπον του
τάφου του, εκτός των εγκωμίων προεβάλλετο και η εικών του προσώπου, ως και
απεικονίσεις σκηνών του Μαρτυρίου, ανεγιγνώσκοντο δε και περιγραφαί του
Μαρτυρίου τούτου. Αι συνάξεις εκείναι απετέλεσαν την αρχήν του χριστιανικού
εορτολογίου και των «συναξαρίων» (31).
Αι γραπταί πηγαί, επί τη βάσει των οποίων συνάγονται τα
προεκτεθέντα, προέρχονται εκ των χρόνων του Μ. Κωνσταντίνου, πλην όμως αύται
αναφέρονται εις την έτι μέχρις αυτών ζώσαν παλαιοχριστιανικήν ιστορικήν
παράδοσιν. Η αξιοπιστία πάντως των εξ αυτών πληροφοριών υπήρξε πάντοτε θέμα
σοβαροτάτων επιστημονικών συζητήσεων και ερευνών. Τούτο ισχύει περισσότερον δια
τας ολίγας εικόνας της πρώτης φάσεως, εικόνας δηλαδή αι οποίαι παρίστων τα
πρόσωπα του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου και Αποστόλων τινών, εκ του φυσικού.
Αύται είναι· της μεν Θεοτόκου μετά του θείου βρέφους, η φιλοτεχνηθείσα υπό του
Πέρσου ζωγράφου, του συνοδεύσαντος τους Μάγους της Ανατολής, κατά την υπ' αυτών
προσκύνησιν του βρέφους Ιησού εις Βηθλεέμ (Ματθ. 2,1-12)· αι αποδιδόμεναι εις
τον Ευαγγελιστήν Λουκάν, η αποτυπωθείσα επί κίονος ναού της Ιόππης αχειροποίητος
εικών της Θεοτόκου· του δε Ιησού, ο χαλκούς ανδριάς της κατοικίας της
θεραπευθείσης υπ' αυτού αιμορροούσης χαναναίας γυναικός (Ματθ. 9,21-22. Μρ.
5,25-34. Λκ. 8,43-48), της παρά την βόρειον Γαλιλαίαν κωμοπόλεως Πανέα· η υπό
του ιδίου του Ιησού αποσταλείσα προς τον ηγεμόνα της Μεσοποταμίας ʼβγαρον
αχειροποίητος εικών του «Αγίου Μανδηλίου» ή υπό του Πιλάτου αποσταλείσα προς τον
αυτοκράτορα Τιβέριον εικών του Ιησού Χριστού και αι εικόνες των Αποστόλων Παύλου
και Πέτρου, και ει τινός άλλου.
Όλαι αύται αι εικόνες αναφέρονται ως ιστορικαί και πραγματικαί,
και πρέπει να είναι. Ως εκ της αιτίας της προελεύσεως των δεν ήσαν αρχικώς
ευρύτατα γνωσταί, διότι εφυλάσσοντο επιμελώς υπό των πρώτων κατόχων των. Αύται
έγιναν ευρύτερον γνωσταί μόνον μετά τον θάνατον των πρώτων κατόχων των, ότε
παρήχθησαν ασφαλώς και τα αντίγραφα των. Μόνον ούτω δικαιολογείται ο
προβαλλόμενος υπό των Πατέρων της Εκκλησίας «αποστολικός» χαρακτήρ του θεσμού
των ιερών εικόνων.
Ευρύτερον γνωσταί ήσαν αι εικόνες της δευτέρας φάσεως. Διότι
αύται ήσαν απ' αρχής εκτεθειμέναι εις κοινήν θέαν, επί των τάφων ή των
σαρκοφάγων πολλών χριστιανών, εις τους νεκροθαλάμους, τους τοίχους των
Κατακομβών, εις τους πυθμένας πολλών ποτηριών της θείας κοινωνίας (32), κλπ. Και
εικόνες της τρίτης φάσεως, μαρτυρούμεναι υπό πολλών εκκλησιαστικών συγγραφέων,
συμβάλλουν αποφασιστικώς εις την κατανόησιν ουσιαστικών θεμάτων της ζωής της
Εκκλησίας, ως η είσοδος αυτών εις τους ιερούς ναούς, την θείαν λατρείαν, και το
εορτολόγιον.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Όρα Μ. Βασιλείου, Επιστολή 360,3, Προς Ιουλιανόν τον
παραβάτην. Εκδ. Yves Courtonne, Ρ aris 1963, III, 220: " Ὁμολογῶ δέ καί τήν τοῦ
Υἱοῦ ἔνσαρκον οἰκονομίαν καί Θεοτόκον τήν κατά σάρκα τεκοῦσαν αὐτόν ἁγίαν
Μαρίαν. Δέχομαι δέ καί τούς ἁγίους Ἀποστόλους, προφήτας καί μάρτυρας, καί εἰς
τήν πρός Θεόν ἱκεσίαν τούτους ἐπικαλοῦμαι, τοῦ δι' αὐτῶν, ἤγουν διά τῆς
μεσιτείας αὐτῶν, ἵλεών μοι γενέσθαι τόν φιλάνθρωπον Θεόν καί λύτρον μοι τῶν
πταισμάτων γενέσθαι καί δοθῆναι· ὅθεν καί τούς χαρακτήρας τῶν εἰκόνων αὐτῶν τιμῶ
καί προσκυνῶ, κατ' ἐξαίρετον τούτων παραδεδομένων ἐκ τῶν ἁγιων Ἀποστόλων καί οὐκ
ἀπηγορευμένων, ἀλλ' ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις ἡμῶν τούτων ἀνιστορουμένων». Περί
της γνησιότητας της επιστολής ταύτης όρα Β. Altaner, Patrology 6. Α ufl. 1958,
262. Πρβλ. Νικηφόρου Πατριάρχου Κων/πόλεως, Αντίρρησις Γ', μθ'. Μ igne Ε.Π. 100,
464Α: «Ὡς μέγα βοᾷ ἡ ἄνωθεν ἡμῖν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἔνθεος παραδεδομένη συνήθεια».
Μητροφάνους Κριτοπούλου, μν. εργ., παρά I. Καρμίρη, έ νθ' αν. 2,545 εξ. Β. Ν.
Αναγνωστοπούλου, Η πατερική περί εικόνων διδασκαλία και παράδοση κατά την
εβδόμην εν Νικαία Οικουμενικήν Σύνοδον. Τόμος «Αναφορά εις μνήμην Μητροπολίτου
Σάρδεων Μαξίμου 1914-1986», Γενεύη 1989, τομ. 1, 188-189. 190. 192 και 210.
Νίκου Α. Ματσούκα, Ιστορικές και θεολογικές προϋποθέσεις εικονοφίλων και
εικονομάχων, αυτόθι, τομ. 4,. 356-357.
(2) Επιστολή Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, προς τον αυτοκράτορα
Λέοντα τον Ίσαυρον. Mansi, μν. εργ. 12.963 D - E. Ψ. - Ι ω. Δ α μασκηνού
=Συνοδική Επιστολή των Πατριαρχών της Ανατολής (836) προς τον βασιλέα Θεόφιλον,
περί των Αγίων και σεπτών εικόνων γ'. Μ igne Ε.Π. 95.348Β- D.
(3) Eιρηναίου, Έλεγχος 1,25,6. Μ igne Ε.Π. 7,686: 686.
Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. 7, 18,1-4. ΒΕΠΕΣ 20,24,15-36. Περί της Συνόδου της Ελβίρας,
η οποία αντετάχθη δια του 36ου κανόνος της προς την χρήσιν των ιερών εικόνων,
χωρίς και να επικράτηση, όρα Mansi, μν. έργ. 2,264. Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου, έ νθ'
αν. 225. Ενταύθα το λατινικόν κείμενον και η ελληνική μετάφρασις του κανόνος
τούτου. Πρβλ. Χρ. Ανδρούτσου, Συμβολική, 2α εκδ., Αθήναι 1930,401. Νίκου Ζία, Η
εικονομαχία. Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος και η σημασία της για την βυζαντινή τέχνη.
Εις τόμον «Νίκαια», 88.
(4). Όρα Αcta Apostolorum Apokrypha, εκδ. Μ. Β onnet - R. Α.
Lipsius. Aνατύπωσις Hildesheim, 1959, II, 165,4-16. Ενταύθα γίνεται λόγος περί
του ζωγράφου, του απεικονίσαντος τον Ιωάννην τον Ευαγγελιστήν. Αυτόθι, II,
166,18-167,7, ένθα παρουσιάζεται η εικονογραφία λίαν ανεπτυγμένη.
(5) Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου, μν. εργ. 225 εξ. 237 εξ. Γ.
Σωτηρίου, Χριστιανική και βυζαντινή αρχαιολογία, 94-118.
(6) Όρα Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. 7,18,3-4: «Τοῦτον τόν ἀ νδριάντα
εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ φέρειν ἔλεγον, ἔμενεν δέ καί εἰς ἡ μᾶς, ὡς καί ὄψει παραλαβεῖν
ἐπιδημήσαντας αὐτούς τῇ πόλει».
(7) Πρβλ. Κ. Καλοκύρη, Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν
Ανατολής και Δύσεως, Θεσσαλονίκη 1972, 25 εξ. και 41-47.
(8) Πρβλ. Συνοδική Επιστολή των Πατριαρχών της Ανατολής (836) §
γ'. Μ igne Ε.Π. 95,348: «...ἐμφαίνοντες τά γνωρίσματα, καθώς παρέδωκαν,τῇ
καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι κατακοσμοῦντες αὐτήν ζωγραφικαῖς
Ἱστορίαις καί μουσουργικοῖς ψήφισιν, ἐκ τε τῆς τῶν θεοπαραδότων Εὐαγγελίων
συγγραφῆς, τόν θεανδρικόν χαρακτήρα τοῦ Χριστοῦ ἐγκαθιδρύοντος». Γρηγορίου Γ',
Πάπα Ρώμης, Επιστολή προς τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Ίσαυρον. Μ ansi, μν. εργ.
12,963 D -Ε: «Οἱ θεοσεβεῖς καί φιλόχριστοι ἄνθρωποι ἰδόντες τόν Κύριον, καθώς
εἶδον ἱστορήσαντες ἐζωγράφησαν, ἰδόντες Ἰάκωβον τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου, καθώς
εἶδον αὐτόν ἱ στορήσαντες ἐζωγράφησαν ἰδόντες τόν πρωτομάρτυρα Στέφανον, καθώς
εἶδαν αὐτόν ἱστορήσαντες ἐζωγράφησαν. Καί κατ' ἔπος, ἰδόντες τά πρόσωπα τῶν
Μαρτύρων, τῶν ἐκχυσάντων τό αἷμα ὑ πέρ Χριστοῦ, ἐζωγράφησαν, ἀφέντες τάς
προσκυνήσεις τοῦ διαβόλου ταύτας, προσεκύνησαν οὐ λατρευτικῶς, ἀλλά σχετικῶς».
Πρβλ. Κ. Καλλινίκου, μν. έργ. 324.
(9) Εrnst Lucius, Die Anfänge des Heiligenkults in der
christlichen Kirche, Tübingen 1904,196-198. 304 και 320. Π. Χρήστου, Διωγμοί. εν
Α. Μαρτίνου, Μεγάλη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήναι 1964,5,119 εξ.
J. Ρατίνου, Μαρτύρων τιμή. Αυτόθι, 8,798-803.
(10) Πρβλ. Παναγ. Ρομπότου, Χριστιανική Ηθική και Λειτουργική,
Εν Αθήναις 1869,264-265. Δ. Μωραίτου, Εορτολόγιον. Λήμμα θρησκ. και Ηθικής
Εγκυκλοπαίδειας, Α. Μαρτίνου 5,758-759.
(11) Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Εις Βαρλαάμ, Γόρδιον και τους αγίους
Τεσσαράκοντα Μάρτυρας. Μigne Ε.Π. 31,484-526. Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον μέγα
μάρτυρα Θεόδωρον και εις τους άγιους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας, λόγοι Α' και Β'. Μ
igne Ε.Π. 46,744-787. Αστερίου, επισκόπου Αμασείας (του Πόντου, τέλος δ' μ.Χ.
αιώνος), Εις μαρτύριον της πανευφήμου Μάρτυρος Ευφημίας Έκφρασις. Μ igne Ε.Π.
40,333-336. Ι. Χρυσοστόμου, Ο μιλία εγκωμιαστική εις τον ʼγιον Μελέτιον,
αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας. Μ igne Ε.Π. 50,516 Β' εξ. Ε rnst Lucius, εν θ. αν.
196-197.
(12). Πρβλ. Αποκ. 2,10: «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου καί δώσω σοι
τόν στέφανον τῆς ζωῆς».
(13) Πρβλ. Εrnst Lucius, μν. έργ. 197, 304-320. Κ. Καλλινίκου,
μν. εργ. 333.
(14) Όρα Ιω. Δαμασκηνού, μν. έργ. Λόγος Α', κ'. Μigne Ε.Π.
94,1252Α: «... καί ἑαυτόν ἀπαρχήν τῶν Μαρτύρων δείξαντος, ἐάν δέ καί τῷ τῶν
Ἁγίων αἵματι, ἐφ' ὧν ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομεῖται». Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου, μν. έργ.
177. Ε rnst Lucius, μν.έργ. 198.
(15) Νείλου Ασκητού (1 -450), Επιστολή 61 προς Ολυμπιόδωρον. Μ
igne Ε.Π. 79,577.
(16) H Ζ΄ Οικουμενική σύνοδος επισήμως επέβαλε δια του ζ΄
κανόνος της την παλαιάν ταύτην συνήθειαν ως την πλέον βασικήν προϋπόθεσιν
τελεσιουργίας της θείας λατρείας. Όρα Γ. Α. Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και
ιερών κανόνων, Αθήνησιν 1852, Β, 580./
(17) Πρβλ. Ευσεβίου Εμμέσης, Λόγος περί της παρουσίας Ιωάννου
εν τω ʼδη, Migne Ε. Π. 86, 509 Α-525 Α. ΒΕΠΕΣ 38, 201-205.
(18) Όρα Ευσεβίου, Πανηγυρικός ἐπί τῇ τῶν ἐκκλησιῶν οἰκοδομῇ,
Παυλίνῳ Τυρίων ἐπισκόπῳ προσπεφωνημένος. Εκκλ. Ιστ. 10,4,1-72. ΒΕΠΕΣ 20, 84-97.
Του αυτού, Ἐπιστολή βασιλέως πρός Μακάριον, ἐπίσκοπον τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις
Ἐκκλησίας περί τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Μαρτυρίου. Εἰς τον βίον βασιλέως Κωνσταντίνου,
λόγος Γ΄, 30-32. ΒΕΠΕΣ 24, 157-158. Αυτόθι, Λόγος Α΄, 42-45. ΒΕΠΕΣ 24, 111,
9-12. Λόγος Β΄, 46. ΒΕΠΕΣ 24, 134,3-11. Λόγος Γ΄, 33-43. ΒΕΠΕΣ 24, 158,
22-160,40. Πρβλ. Θεοδώρητο Κύρου, Εκκλ. Ιστ. Α΄, 14, Migne 82, 952- 953:
«Ἐπιστολή Κωνσταντίνου βασιλέως περί τῆς τῶν Ἐκκλησιῶν οἰκοδομῆς». Ο Ευσέβιος
ομιλεί και περί της υπό του Μ. Κωνσταντίνου τιμής των Μαρτύρων και της επισκευής
πολλών ευκτηρίων αυτών· όρα Εἰς τόν βίον βασιλέως Κωνσταντίνου Γ΄, 48. ΒΕΠΕΣ 24,
162, 8-18.
(19) Ευσεβίου, Εἰς τόν βίον τοῦ μακαρίου βασιλέως Κωνσταντίνου,
Λόγος Γ΄, 42. ΒΕΠΕΣ 24, 162, 19-29. Του αυτού Εκκλ. Ιστ. 10, 4, 56. ΒΕΠΕΣ 20,
94,24: «Οἷα τόν οὐρανόν λόγον ἀγαλματοφορεῖν...».
(20) Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου μν. έργ. 228-229.
(21) Ευσεβίου, Εἰς τόν βίον τοῦ μακαρίου βασιλέως Κωνσταντίνου,
Λόγος Γ΄, 3. ΒΕΠΕΣ 24, 147, 21-40: «...νῦν δ' ἐναβρυνόμενος τῷ νικητηρίῳ
τροπαίῳ. Ὅ μέν δή καί ἐν γραφῇ ὑψηλοτάτῳ πίνακι πρό τῶν βασιλικῶν προθύρων
ἀνακειμένῳ τοῖς παντῶν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶσθαι προὐτίθει», τό μέν σωτήριον σημεῖον
(νοεῖται ὁ σταυρός) ὑπερκείμενον τῆς αὐτοῦ κεφαλῆς τῇ γραφῇ αὐτοῦ παραδούς, τό
δ' ἔχθραν καί πολέμιον θῆρα τόν τήν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ διά τῆς τῶν ἀθέων
πολιορκήσαντα τυραννίδος κατά βυθοῦ φερόμενον ποιήσας ἐν δράκοντος μορφῇ (Ησ.
27,1). Δράκοντα γάρ αὐτόν καί σκολιόν ὄφιν ἐν Προφητῶν Θεοῦ βίβλοις ἀνηγόρευε τά
λόγια. Διό καί βασιλεύς ὑπό τοῖς αὐτοῦ τε καί τῶν αὐτοῦ παίδων ποσί βέλει
πεπαρμένον κατά μέσου τοῦ κοίτους βυθοῖς τε θαλάσσης ἀπερριμένον διά τῆς
κηροχύτου γραφῆς ἐδείκνυ τοῖς πᾶσι τόν δράκοντα, ὧ δε πη τόν ἀφανῆ τοῦ τῶν
ἀνθρώπων γένους πολέμιος αἰνιττόμενος...Ἀλλά ταῦτα μέν ἄνθη χρωμάτων ἠνίττετο
διά τῆς εἰκόνος· ἐμέ δέ θαῦμα τῆς νασιλέως κατεῖχε μεγαλονοίας, ὡς ἐμπνεύσει
θείᾳ ταῦτα διετύπου...εἰκόνας δή τούτων διετύπου βασιλεύς, ἀληθῶς ἐντιθείς
μιμήματα τῇ σκιαγραφίᾳ».
(22) Ευσεβίου, ένθ' αν. Λόγος Α', 28-30. ΒΕΠΕΣ 24,106,19-107,2.
Πρβλ. Ernst von Dobschutz, μν. εργ. 28.
(23) Ευσεβίου, ένθ. αν. Λόγος Α΄, 40: ΒΕΠΕΣ 24, 110, 14-25.
Και Λόγος Δ΄, 21. ΒΕΠΕΣ 24, 182, 17-20.
(24) Αυτόθι, Λόγος Α', 3. ΒΕΠΕΣ 24,97,1-8. Και Λόγος Α', 47.
ΒΕΠΕΣ 24,161,39-40. Ενταύθα γίνεται λόγος περί κατασκευής υπό του Μ.
Κωνσταντίνου εικόνος και της Μητρός αυτού, της Αγίας Ελένης, μετά τον θάνατον
της. Ο Μ. I. Γεδεών (όρα άρθρον «Εικών - Ίστ.», εν ΜΕΕ «Πυρσού», τομ. 9,743Γ)
δέχεται τον Ευσέβιον, επίσκοπον Καισαρείας, «προσκυνητήν των ιερών εικόνων, κατά
παρεξήγησιν της εκφράσεως του «... ἐν γραφαῖς σωζομένας ἱστορήσαμεν» (Εκκλ. Ιστ.
7,18,4).
(25) Όρα Ernst von Dobschultz, έ νθ' αν. 31. Β. Ν.
Αναγνωστοπούλου, ένθ' αν. 205 υποσ. 87.
(26) Όρα Ευσεβίου, Ε πιστολαί ΙΓ, Πρός Κωνσταντίαν τή
Βασίλισσαν. ΒΕΠΕΣ 29,172,14-174,15: «Ἐπεί δέ καί περί τίνος εἰκόνος ὡς δή τοῦ
Χριστοῦ γέγραφας, εἰκόνα βουλομένη σοι ταύτην ὑφ' ἡμῶν πεμφθῆναι τίνα λέγεις καί
ποίαν ταύτην, ἥν φῆς τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα; Οὐκ οἶδα πόθεν αὕτη ὁρμηθεῖσα τοῦ
Σωτῆρος ἡμῶν διαγράψαι εἰκόνα προστάττεις...». Η βασίλισσα Κωνστάντια εγνώριζεν
ασφαλώς την υπό των χριστιανών χρήσιν των εικόνων του Ιησού Χριστού, διο και
έγραψεν προς τον Ευσέβιον, να προμηθεύση και εις αυτήν μίαν. Ούτος όμως λησμονών
ακόμη και τας ιδικάς του πληροφορίας περί της ευρυτέρας χρήσεως των ιερών
εικόνων, απήντησε γραπτώς επικρίνων αυστηρώς την επιθυμίαν ταύτην της
βασιλίσσης. Πρβλ· Ernst von Dobsch ü tz, ενθ' αν. 31. Β. Ν. Αναγνωστοπούλου,
ένθ' αν. 205 εξ. Ν. Α. Ματσούκα, ενθ. αν. 3,356-357.
(27) Όρα Συνοδική Επιστολή των Πατριαρχών της Ανατολής (836),
Περί των αγίων και σεπτών εικόνων, γ'. Μ igne Ε.Π. 95,348 Β- D. Οι ασχοληθέντες
περί την γνησιότητα της επιστολής ταύτης (όρα Ernst von Dobsch ü tz, μν. εργ.
208. Κ. Δυοβουνιώτου, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Εν Αθήναις 1903,29-31. Πρβλ. G.
Ricciotti, Ο βίος του Χριστού. Μετάφρασις Υακίνθου Δημητρίου, Αθήναι 1941,198),
δέχονται ότι πρόκειται περί της «Συνοδικής επιστολής» των Πατριαρχών της
Ανατολής, οι οποίοι συνήλθον κατά το έτος 836 εις τον ναόν της Αναστάσεως των
Ιεροσολύμων και οι όποιοι, πηγήν είχον τους περί των ιερών εικόνων λόγους του
Ιωάννου Δαμάσκηνου. Όρα ενταύθα ύποσ. 4, σελ. 55.
(28) Όρα Συνοδική Επιστολή των Πατριαρχών της Ανατολής (836).
Μ igne.Π. 95,348Β - D. Περί των χριστιανικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των
νομισμάτων του Μ. Κωνσταντίνου (Κωνσταντινάτων), πρβλ. Μ. I. Γεδεών, Εικών
(Ιστορία). ΜΕΕ («Πυρσού»), τομ. 9.743Α.
(29) Όρα Ευσεβίου, Ε κκλ. Ιστ. 7,18. 4. ΒΕΠΕΣ 20,32-36. Πρβλ.
Αγίου Νεκταρίου, μν. εργ. 237 και 247. Γ. Σωτηρίου, Ο Χριστός εν τη τέχνη
107-108. Του αυτού, Χριστιανική και βυζαντινή αρχαιολογία, 140.
(30) Όρα Ernst Lucius, μν. εργ. 468. Γ. Σωτηρίου, Ο Χριστός εν
τη τέχνη, 69-83. Του αυτού, Χριστιανική και βυζαντινή αρχαιολογία, 105-118,
129-134. Εκ των παραστάσεων του Ιησού Χριστού χαρακτηριστικαί είναι αι της
βαπτίσεως, του διαλόγου μετά της Σαμαρείτιδος, πολλών θαυμάτων, του «καλοῦ
ποιμένος», ως «Ορφέως», Φιλοσόφου, διδασκάλου, κλπ.
(31) Πρβλ. Ernst von Dobschütz, μν. εργ. 28. Αγίου Νεκταρίου,
μν. εργ. 176,248 και 270. Προκοπίου, Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου,
Η επίδρασις των αποφάσεων της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου εις την αγιογράφησιν των
ιερών ναών. «Αναφορά εις μνήμην Μητρ. Σάρδεων Μαξίμου», 1,253-267.
(32) Όρα Τερτυλιανού, De pudicitia c. 7. Migne. 2, 1043 Β -D.
Αυτόθι, c. 10. Μigne Ρ.L. 2,1057. Πρβλ. Εrnste Lucius, μν. εργ. 196 υποσ. 2-3.
Αγίου Νεκταρίου, μν. εργ. 248. Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και βυζαντινή
αρχαιολογία, 91-92.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου