Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Του
Ξενοφώντα Παπαευθυμίου
μουσειολόγου - συντηρητή έργων τέχνης
μουσειολόγου - συντηρητή έργων τέχνης
Η εικόνα όχι μόνο σαν αντικείμενο αλλά και σαν έννοια έχει
κυριαρχήσει στη ζωή μας από τις απαρχές της ανθρώπινης ύπαρξης και αποτέλεσε το
θεμελιώδες μέσον επικοινωνίας και έκφρασης στο φυσικό αλλά και το μεταφυσικό
επίπεδο, τον τρόπο για να προσεγγίσουμε ακόμη και το αόρατο, το ιδεατό και το
άκτιστο.
Για να αντιληφθούμε την λειτουργία της εικόνας θα πρέπει να
προσεγγίσουμε εκτός από την υλική υπόσταση και ουσία της, την φιλοσοφία της,
προκειμένου να προσλάβουμε την οντότητά της, έτσι όπως πραγματώνεται μέσα από
την Βυζαντινή μας παράδοση.
Η εικόνα λοιπόν μαζί με τον λόγο είναι τα δύο κοινωνήσιμα μέσα
που διαθέτουμε προκειμένου να κατανοήσουμε την παρουσία του υπερβατικού, του
θείου, να καταγράψουμε την ύπαρξη της θεότητας, διαιωνίζοντας τους τρόπους που
την ερμηνεύσαμε.
Η εικόνα που έχει σαν θέμα της τον Θεό θέτει σημαντικό
φιλοσοφικό πρόβλημα στην χριστιανική τέχνη και σκέψη και τέθηκε συχνά υπό
αμφισβήτηση και κυρίως στην περίοδο της Εικονομαχικής κρίσης του 8ου αιώνα,
οπότε θεωρήθηκε μη επιτρεπτή η εικαστική παράσταση του Θείου, που κατά την γνώμη
των εικονομάχων αποτελούσε ειδωλολατρική παρέκκλιση.
Εδώ έρχεται, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της
Βυζαντινής εκκλησιαστικής ιστορίας, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, να αντικρούσει με
τον λόγο και τα κείμενά του τις ακραίες αυτές θέσεις υπερασπιζόμενος την εικόνα,
προβάλλοντας ταυτόχρονα μια βαθιά οντολογική θεώρησή της με την πολλαπλότητα και
την λειτουργία της.
Ο μεγάλος αυτός λόγιος διεύρυνε την έννοια της εικόνας, ώστε να
ανοιχθούν πολλαπλά πεδία αναφοράς, φέρνοντας σε αδιέξοδο τους εικονομάχους.
Εισάγει τις έννοιες του κτιστού και του ακτίστου και προβάλλει
την εικονιστική σχέση στον κτιστό και τον άκτιστο κόσμο, αναγκάζοντας ταυτόχρονα
την αντίπαλη πλευρά να πάρει μια συνολική θέση απέναντι στην εικόνα.
Έτσι δεχόμενοι την "εικονική" σχέση Πατρός και Υιού θα πρέπει
να δεχτούν και την "εικονική" σχέση του Χριστού - Υιού με την ζωγραφική του
παράσταση, αλλιώς αν απορρίψουν την δεύτερη σχέση απορρίπτουν αναγκαστικά και
την πρώτη αδιαμφισβήτητη σχέση, οδηγούμενοι σε αιρετική στάση.
Ο Δαμασκηνός λοιπόν για να στηρίξει την οντολογική θεώρηση της
εικόνας έρχεται να τονίσει την σχέση της με το πρότυπο, ώστε να οριστεί σαν
εικόνα ότι έχει σχέση ομοιότητας και διαφοράς με κάτι άλλο προς το οποίο
δείχνει, χωρίς οντολογικούς περιορισμούς, από το ταπεινότερο ον μέχρι το δεύτερο
πρόσωπο της Θεότητας.
Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε εικονικές σχέσεις ανάμεσα σε
πράγματα και πράγματα, πράγματα και ιδέες, όντα και όντα, έχοντας πάντα σαν
σημείο αναφοράς την Θεότητα.
Η εικόνα λοιπόν δεν επιδέχεται απλά μια αισθητική θεώρηση, αλλά
μια γενικότερη φιλοσοφική, που ξεφεύγει από την στενή θεολογική θεώρηση και την
οποία πρόβαλε ο Γ. Ζωγραφίδης στο βιβλίο του "Βυζαντινή φιλοσοφία της
εικόνας" που κυκλοφόρησε πέρσι από τα Ελληνικά Γράμματα, βασιζόμενος
στο λόγο και την σκέψη του Ιωάννη του Δαμασκηνού, ο οποίος συνέβαλε στην
θεωρητική θεμελίωση της Ανατολικής θρησκευτικής τέχνης.
Ο συγγραφέας συστηματοποιεί τις προϋποθέσεις που ορίζουν την
ουσία της εικόνας και είναι η πρωταρχική ύπαρξη του προτύπου που εικονίζεται,
του αρχετύπου.
Μετά έχουμε την δημιουργία, την κατασκευή της εικόνας
ομοιώματος, και φυσικά την αντιστοιχία της με το εικονιζόμενο, τα κοινά δηλαδή
χαρακτηριστικά μεταξύ τους.
Προϋπόθεση είναι και η διαφορά των δύο, αφού δεν υπάρχει πλήρης
ομοιότητα, κάτι που διαχωρίζει και διακρίνει την εικόνα από το πρότυπο.
Η εικόνα φυσικά έχει την λειτουργία της που είναι η
αναπαράσταση του προτύπου, με προϋπόθεση να μην υπάρχει σύγχυση μεταξύ τους και
αντιστροφή των ρόλων τους.
Εικόνα και πρότυπο παραμένουν στον δικό τους χώρο διατηρώντας
την υπάρχουσα διάκριση ουσίας και ρόλων τους.
Έτσι στο χώρο του κτιστού και στον ίδιο τον άνθρωπο μπορούμε να
διακρίνουμε την εικονική του σχέση με το Θείο, αφού αποκαλείται "εικών Θεού" ή
καλύτερα για να χρησιμοποιούμε δόκιμο όρο "κατ' εικόνα".
Η εικόνα αυτή έχει τον δημιουργό και το πρότυπό της στον
άκτιστο Θεό - Χριστό και είναι αποτέλεσμα γενέσεως εκ μέρους του Θεού και παρά
τον τρόπο δημιουργίας της έχει "κατά μίμησιν" της ίδια φύση με το άκτιστο
πρότυπο.
Οι λατρευτικές λοιπόν εικόνες που κατασκευάζουμε και
απεικονίζουν την Θεότητα, είναι κτιστές εικόνες και δεν πρέπει να ταυτίζονται ή
να συγχέονται με το εικονιζόμενο πρότυπο, αφού δεν πρέπει να λατρεύονται οι
ίδιες αλλά μέσα από αυτές το εικονιζόμενο.
Επομένως, η εικόνα σαν αντικείμενο δεν έρχεται σε καμία
περίπτωση να υποκαταστήσει το εικονιζόμενο πρότυπο, τον Θεό, γιατί τότε χάνει
την υψηλή λειτουργική της αξία.
Η τιμή που αποδίδεται στην Βυζαντινή εικόνα οφείλεται στο ότι
μετέχει στην θεϊκή ενέργεια εκ μεταφοράς, χάρη στο εικονιζόμενο, αποτελώντας
έτσι μια εικονική σχέση που αποδέχεται και καταδεικνύει την υλικότητα της φύσης
και την σωματικότητα του ανθρώπου μέσα από την συνεχή αναφορά του κτιστού στο
άκτιστο.
Κατά συνέπεια η έννοια του "κάλλους" στην Βυζαντινή εικόνα δεν
είναι τυπολογική, αφού δεν είναι αποτέλεσμα παρουσίας ορισμένων εξωτερικών
ιδιοτήτων - ορατό κάλλος - που τέρπουν τις αισθήσεις, μετατρέποντας την εικόνα
σε αυτάρκη οντότητα που παγιδεύει τον θεατή σε μια αδιέξοδη θέαση.
Είναι όμως η έννοια του "νοητού κάλλους" που αφορά το νου και
γίνεται αντιληπτό με την ενατένιση, αφού είναι απρόσιτο και ασύγκριτο για τις
απλές αισθήσεις, κάτι που καθόρισε την ζωγραφική τυπολογία της εικόνας και κατά
συνέπεια την λειτουργία της.
Έτσι αυτήν την Κυριακή της Ορθοδοξίας, 12 αιώνες μετά την
αποκαθήλωση της εικόνας της Χαλκής Πύλης από τους στρατιώτες του Λέοντος,
έρχεται το βιβλίο του Γ. Ζωγραφίδη να μας υπενθυμίσει ότι "η εικόνα έρχεται να
καλύψει ή τουλάχιστον να διευκολύνει την ανάγκη επικοινωνίας των δύο οντολογικών
επιπέδων, του κτιστού και του ακτίστου, και δεν υπόσχεται μόνον νοητική σχέση με
το υπερβατικό αλλά υλική και αισθητική".
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου