Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ

Η Θεολογική ανάγνωση της Εικόνος, του Παναγιώτου Μπουγάδη,
Γράφτηκε από τον



Η Θεολογική ανάγνωση της Εικόνος
του Παναγιώτου Μπουγάδη

Θεολόγου
Ομιλία την Κυριακή της Ορθοδοξίας 21 Φεβρουαρίου 2010
στο Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Σπάρτης.
από το περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης
«Ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε», τεύχος 169, Ιαναουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2010
«Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αύτη του εγγραφόμενου την υπόστασιν». Σε αυτές τις 2 γραμμές συνοψίζεται, η διδασκαλία της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. «Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει», δηλαδή οι εικόνες προσκυνούνται τιμητικά και η τιμή αναφέρεται στο εικονιζόμενο πρόσωπο και όχι στα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η εικόνα.
Πάνω από 120 χρόνια ταλαιπωρήθηκαν τα μέλη της Εκκλησίας από την εικονομαχία, από τη διαμάχη, δηλαδή, μεταξύ εικονομάχων και εικονολατρών ορθοδόξων. Το πολύ σημαντικό αυτό γεγονός θυμόμαστε σήμερα, Κυριακή της Ορθοδοξίας, πού η αγία μας εκκλησία εορτάζει την οριστική αναστήλωση των εικόνων.
Τα επιχειρήματα των εικονομάχων ήταν ότι ο Χριστός ως Θεός δε ζωγραφίζεται. Η Θεότητα είναι αθέατη και συνεπώς απερίγραπτη. Πως θα μπορούσαμε άλλωστε να ζωγραφίσουμε τη Θεότητα; Οι παραστάσεις των εικόνων είναι γήινες και συνεπώς δε διαφέρουν από τα είδωλα.
Τα επιχειρήματα των εικονομάχων, όμως, αντέκρουσαν οι ορθόδοξοι εικονολάτρες. Στην εικόνα του Χριστού, απαντούσαν, δε ζωγραφίζουμε ούτε τη θεία, ούτε την ανθρώπινη φύση. Αναπαριστάνουμε το πρόσωπο του Χριστού, στο όποιο, όμως, πρόσωπο οι 2 φύσεις, θεία και ανθρώπινη, είναι αχώριστα ενωμένες. Αναπαριστάνουμε, δηλαδή, το Θεάνθρωπο, το Σαρκωμένο Λόγο.
Πέρασαν 1.200 χρόνια από τη λήξη της εικονομαχίας και είναι φανερό ότι υπάρχει μία δυσκολία στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε σήμερα τις εικόνες. Και βέβαια ή δυσκολία είναι μεγαλύτερη, όταν στεκόμαστε μέσα σε έναν ορθόδοξο ναό και κοιτάμε μία εικόνα. Το πιο συχνό είναι ότι αντιμετωπίζουμε την εικόνα εντελώς εγκεφαλικά, με έναν τρόπο πού ένας ευρωπαίος - δυτικός, θα διάβαζε ένα αντίστοιχο έργο τέχνης δικό του. Έτσι, το πρώτο πράγμα πού κάνουμε, όταν βλέπουμε μία εικόνα, είναι να αναρωτηθούμε τί νόημα έχει αυτό το έργο ή τί θέλει να μας πει. Και αυτό δεν είναι τελείως λανθασμένο, αλλά δεν είναι αυτή η πρωταρχική λειτουργία της εικόνας. Στη συνέχεια θα παρουσιάσω όχι μία οποιαδήποτε εικόνα, αλλά την εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού.
Επιλέγω την εικόνα αυτή, γιατί είναι από τις σημαντικότερες της ορθόδοξης εκκλησίας και γιατί επιτελεί τριπλή λειτουργία: 1) είναι η αλήθεια αυτή καθ' εαυτή, 2) μιλάει για την αλήθεια και 3) μας πληροφορεί ποια είναι η σχέση μας με την αλήθεια. Αυτή, λοιπόν, την τριπλή λειτουργία επιτελεί κάθε εικόνα και βεβαίως ή εικόνα της Γεννήσεως.
Τι είναι, όμως, εικόνα; Για τη δική μας πατερική θεολογία, θεολογία πού έγινε αποδεκτή από το σώμα της εκκλησίας, εν Οικουμενική Συνόδω, εικόνα είναι το ορατό στοιχείο μίας υποστάσεως, το ορατό στοιχείο μιας μορφής. Ως ορατό στοιχείο μιας υποστάσεως, ανήκει στην υπόσταση, δείχνει την υπόσταση, βεβαιώνει την πραγματικότητα μιας υποστάσεως. Όταν, λοιπόν, ένας βυζαντινός έβλεπε μία εικόνα, η πρώτη και βασική πληροφορία πού έπαιρνε, δεν ήταν ποιο είναι το νόημα, ή το βαθύτερο περιεχόμενο μιας εικόνας. Έβλεπε την εικόνα ενός προσώπου και έλεγε: «Αφού βλέπω την εικόνα του προσώπου υπάρχει το πρόσωπο». Είναι πραγματικότητα αυτό, δεν είναι θεωρία, δεν είναι κάτι φανταστικό.
Όταν έχουμε, κατά συνέπεια, την εικόνα της Γεννήσεως, το πρώτο πράγμα πού μας πληροφορεί, πού μας βεβαιώνει η εικόνα, είναι ότι μπροστά μας έχουμε μία ιστορία, ένα γεγονός πραγματικό, ένα γεγονός πού έγινε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και επομένως δεν πρόκειται για φαντασία. Βεβαιώνει, δηλαδή, την πραγματικότητα ενός συμβάντος. Γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο, όταν αγιογραφούμε ένα ναό, μιλάμε για ιστόριση του Ναού. Όσα αγιογραφούνται μέσα στο ναό δε βγαίνουν από το μυαλό των αγιογράφων. Είναι κατεξοχήν καταγραφή των γεγονότων της θείας οικονομίας και ο πιστός βλέποντας τα βεβαιώνεται ότι όλα αυτά συνέβησαν και είναι πραγματικότητα. Ότι, δηλαδή, γεννήθηκε πράγματι ο Χριστός, πράγματι σταυρώθηκε, πράγματι ανέστηθη και πράγματι ανελήφθη. Αυτή είναι, επομένως, η πρώτη λειτουργία της εικόνας.
Η δεύτερη λειτουργία είναι εξίσου σημαντική. Για να καταλάβουμε τη δεύτερη λειτουργία, θα κάνω μία σύντομη περιγραφή της εικόνας της Γεννήσεως. Όλοι λίγο - πολύ Θυμάστε την εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού. Έχουμε το σπήλαιο με τη φάτνη και αριστερά του σπηλαίου είναι η Παναγία πάνω σε μία στρωμνή είτε ξαπλωμένη είτε ημικαθισμένη. Κάτω αριστερά μπαίνει η μορφή του Ιωσήφ του μνήστορος, ο οποίος είναι σκυμμένος και κάπως προβληματισμένος. Κάτω από τον άγιο Ιωσήφ βρίσκεται η σκηνή του λουτρού. Δύο μαίες πλένουν το βρέφος Χριστό. Δε θα μπω σε λεπτομέρειες. Θα μείνω στα 3 αυτά στοιχεία, γιατί η θεολογία της εικόνας γίνεται με τα τρία αυτά στοιχεία. Δηλαδή, με τη θέση της Θεοτόκου σε σχέση με το Χριστό, τη θέση του αγίου Ιωσήφ και το λουτρό. Ας δούμε τώρα τι εννοεί η Εκκλησία μας με αυτά τα εικονογραφικά στοιχεία.
Αυτά τα στοιχεία είναι, θα λέγαμε, μία γλώσσα, ένας εικαστικός κώδικας της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου. Μία γλώσσα συμβατή και κατανοητή από όλους. Όταν, λοιπόν, ήθελαν οι ρωμαίοι και αργότερα οι παλαιό-χριστιανοί ζωγράφοι να εικονίσουν τη γέννα ενός σημαντικού προσώπου, τί έκαναν; Ζωγράφιζαν μία γυναίκα, η οποία ήταν είτε ξαπλωμένη, είτε καθισμένη και υποβασταζόταν από θεραπαινίδες, από υπηρέτριες. Αυτό είναι ένα σταθερό μοτίβο, ένας σταθερός κώδικας. Οι χριστιανοί δανείζονται, λοιπόν, αυτό τον κώδικα, αυτό το μοτίβο, τη μορφή της ξαπλωμένης γυναίκας και στη θέση μίας οποιασδήποτε άλλης βάζουν την Παναγία με μία μόνο διαφορά. Δε βάζουν να υπηρετούν θεραπαινίδες την Παναγία. Αυτή είναι μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια. Οι θεραπαινίδες δεν απουσιάζουν από καμία άλλη γέννηση αγίου προσώπου. Σκεφθείτε τη γέννηση της Παναγίας ή της αγίας Άννας. Πάντα υπάρχουν θεραπαινίδες. Στη Γέννηση του Χριστού απουσιάζουν οι θεραπαινίδες. Γιατί; Διότι ο αγιογράφος, εκφράζοντας την πίστη της Εκκλησίας, θέλει να δείξει ότι ο τόκος αυτός είναι υπερφυής, ένας τόκος παράδοξος, ο οποίος δεν έχει να κάνει με τον τοκετό το συνηθισμένο των άλλων γυναικών. Δε χρειάζεται να βοηθούν θεραπαινίδες την Παναγία. Και μέσα από αυτή την έλλειψη των θεραπαινίδων, ο αγιογράφος προβάλλει, θα λέγαμε, τη θεότητα του Χριστού. Ότι το παιδί το όποιο γεννήθηκε δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, είναι Θεός.
Η Εκκλησία, όμως, προχωράει και παίρνει ένα άλλο μοτίβο από τον αρχαίο, επίσης, κόσμο της τέχνης. Τη μορφή του πατέρα του παιδιού πού γεννιέται, ο όποιος όμως πατέρας, παρότι είναι θα λέγαμε σύζυγος της γυναικός, δεν είναι ο φυσικός πατέρας του παιδιού πού γεννιέται. Υπάρχει ένα ωραιότατο ψηφιδωτό του 2ου π.Χ. αιώνα, το όποιο βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Βηρυτού και απεικονίζει τη γέννηση του Μ. Αλεξάνδρου. Εάν το δούμε εκ πρώτης όψεως, θα πιστέψουμε ότι είναι ηή Γέννηση του Χριστού. Υπάρχουν ακριβώς τα στοιχεία πού σας περιέγραψα, φυσικά με τις θεραπαινίδες να βοηθούν την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου. Ο πατέρας του Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος, είναι στη θέση πού είναι ο Ιωσήφ στην εικόνα της Γεννήσεως και στέκεται προβληματισμένος, όπως ο Ιωσήφ. Τί ήθελαν να δείξουν με αυτό οι αρχαίοι; Ήθελαν να δείξουν ότι ο Μ. Αλέξανδρος δεν είναι παιδί του Φιλίππου, αλλά ότι είναι ημίθεος, κάτι πού ξεπερνάει το φυσιολογικό. Είναι ο οικουμενικός ηγέτης πού θα κατακτήσει τον κόσμο. Ήταν ένας κοινός κώδικας σε όλο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο.
Οι Χριστιανοί δανείζονται, λοιπόν, και αυτό το μοτίβο και με τον τρόπο αυτό δείχνουν ότι ο Άγιος Ιωσήφ δεν είναι ο κατά σάρκα πατέρας του παιδιού πού γεννήθηκε. Έμμεσα αλλά σαφέστατα, με τον εικαστικό αυτό τρόπο οι αγιογράφοι τονίζουν την παρθενία της Θεοτόκου. Η παρθενία έχει να κάνει με το πως προσέλαβε την ανθρώπινη φύση ο Χριστός, διότι, εάν είχε κατά σάρκα πατέρα, αυτό θα σήμαινε ότι στα σπλάχνα της Παναγίας θα προϋπήρχε ένα ανθρώπινο πρόσωπο, στο όποιο έρχεται να ενωθεί ο Θεός - Λόγος. Θα είχαμε, δηλαδή, Νεστοριανισμό. Λέγοντας ότι η Παναγία είναι παρθένος αποκλείεται η συνάφεια ανδρός και επομένως δε προϋπήρχε στα σπλάχνα της παιδί. Η Εκκλησία θεολογεί, και μας λέει σπουδαία πράγματα. Μας περιγράφει την υποστατική ένωση των δυο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, αποκλείοντας την περίπτωση του Νεστοριανισμού.
Τώρα με το τρίτο στοιχείο, το λουτρό, έρχεται η Εκκλησία να τονίσει την ανθρωπότητα του Χριστού. Το λουτρό ήταν, επίσης, ένα κοινό μοτίβο σε όλες τις εικαστικές βιογραφίες μεγάλων ανθρώπων της αρχαιότητας. Η Εκκλησία παίρνει το λουτρό και τονίζει έτσι, όχι ότι ο Χριστός είχε ανάγκη να πλυθεί, διότι κατά την πίστη της Εκκλησίας ο τόκος ήταν αλόχευτος, δεν υπήρχαν αίματα και άρα δεν είχε ανάγκη να πλυθεί. Όμως η Εκκλησία, για να τονίσει ότι ο Χριστός ήταν και πλήρης άνθρωπος, αποδέχτηκε αυτό το στοιχείο, για να μας δώσει, με άλλα λόγια, μία πλήρη βεβαιότητα για την ανθρωπότητα του Χριστού. Αυτά είναι τα βασικά εικονογραφικά στοιχεία.
Οι εικόνες, λοιπόν, δεν είναι σαν τις φωτογραφίες. Δεν είναι η φυσική απεικόνιση των προσώπων πού εικονίζονται. Γι΄ αυτό παρατηρούμε ότι για τον ίδιο Άγιο ή για το Χριστό υπάρχουν διαφορετικές απεικονίσεις. Γι΄ αυτό η εικόνα μοιάζει με το πρωτότυπο αλλά και διαφέρει από αυτό. Τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά είναι αλλοιωμένα, μεταμορφωμένα. Δεν ισχύουν πλέον οι φυσικές αναλογίες, γιατί το εικονιζόμενο πρόσωπο μετέχει σε μία άλλη πραγματικότητα, στην άκτιστη ενέργεια, στη θεία χάρη. Ο αγιογράφος, φέρνοντας στο παρόν τα ιστορικά γεγονότα, δείχνει ότι η ιστορία δεν είναι απλώς μία ανάμνηση, αλλά μία αλήθεια πού συνέβη μεν τότε, αλλά πού φθάνει μέχρι το παρόν και μετέχοντας εμείς σε αυτά σωζόμαστε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου