Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Το συνεχές της ελληνικής αφήγησης μέσα από μνήμες βυζαντινής αγιολογίας: οι βίοι των αγίων ως συνεκτικό στοιχείο λόγιου και λαϊκού πολιτισμού στη βυζαντινή κοινωνία

Το συνεχές της ελληνικής αφήγησης μέσα από μνήμες βυζαντινής αγιολογίας: οι βίοι των αγίων ως συνεκτικό στοιχείο λόγιου και λαϊκού πολιτισμού στη βυζαντινή κοινωνία


Η Μνημοσύνη είναι προγεννήτορας όλων των τεχνών και των
επιστημών, μεταξύ των οποίων και της ιστορίας· η
Κλειώ ήταν μία από τις θυγατέρες της. Η επιστήμη της θύμησης, η μνημονική, που
αποδίδεται στον Σιμωνίδη τον Κείο, αποτέλεσε τη βάση της μαθησιακής διαδικασίας
. Η μνήμη για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε, εξάλλου, προϋπόθεση της
ανθρώπινης σκέψης. Αυτή τη βασική ιδέα παρέλαβαν οι Βυζαντινοί από τους
αρχαίους Έλληνες ως άξιοι επίγονοί τους και με γνώμονα την τεράστια αξία της
καταγραφής για την πρόοδο και την επιβίωση της κοινωνίας τους, κατέλιπαν σε μας
πληθώρα γραπτών πηγών: χρονογραφίες, ιστορίες, αφηγήσεις, βίους αγίων.
Εξάλλου, γενικά μιλώντας, όλοι οι
βυζαντινοί είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση και σεβασμό προς την εκπαίδευση. Τη
θεωρούσαν ως το πρώτο από τα αγαθά που μπορούσαν να κατέχουν και το οποίο δε θα
τους «πρόδιδε» ποτέ. Γι’ αυτό οι πατέρες φρόντιζαν για την εκπαίδευση των
παιδιών τους. Τα παιδιά, μετά από τα έξι
ή επτά τους χρόνια πήγαιναν στα σχολεία για να μάθουν τα πρώτα τους γράμματα
που ονομάζονταν Προπαιδεία των μαθημάτων και πιο συχνά Ιερά Γράμματα, επειδή οι
δάσκαλοι της στοιχειώδους εκπαίδευσης ήταν οι πιο πολλοί κληρικοί και μοναχοί
και δίδασκαν το αλφάβητο, τον συλλαβισμό, την ανάγνωση και τη γραφή μέσα από
εκκλησιαστικά, ως επί το πλείστον, κείμενα. Οι μαθητές διδάσκονταν, μ’ αυτή τη
μεθοδολογία, στοιχεία γραμματικής, αριθμητική, αρχαία ιστορία, μυθολογία, ωδική
και θρησκευτικά. Εκείνος που δίδασκε τα πρώτα στοιχεία καλούνταν στοιχευτής ή
γραμματιστής κι εκείνος που δίδασκε αριθμητική, δηλαδή το «ψηφίζειν», λεγόταν
ψηφιστής.
Για τον μελετητή
μιας κοινωνίας, τωρινής ή παρελθούσας, η μνήμη αποτελεί εργαλείο και πεδίο
έρευνας, μέσον δηλαδή, και στόχο της μελέτης του. Ακόμη και η ατομική μνήμη δεν
είναι απλώς μια μνήμη προσωπική. Οι μνήμες που συγκροτούν την ταυτότητά μας και
μας παρέχουν ένα πλαίσιο για τη σκέψη και τη δράση μας δεν είναι μονάχα δικές
μας· τις έχουμε μάθει, τις έχουμε «δανειστεί» και τις έχουμε, κατά κάποιον
τρόπο, κληρονομήσει μέσα από τις οικογένειες, τις κοινότητες και τις
πολιτισμικές παραδόσεις μας.
Η ιστορία
καθεαυτή αποτελεί προϊόν και πηγή κοινωνικής μνήμης. Η απόπειρα να ορίσουμε τον
ρόλο της κοινωνικής μνήμης αναφορικά με την ανάπλαση του παρελθόντος και την
κατανόησή του συνιστά μια επίπονη ενασχόληση.
Μέσα από τη μελέτη των Βυζαντινών Συναξαρίων, των Βίων των αγίων και άλλων
συναφών κειμένων, μπορεί να καταδειχθεί
η διαπλοκή της προφορικότητας (λαϊκών αφηγήσεων) με τα γραπτά αγιολογικά
κείμενα της πρώιμης και μέσης βυζαντινής περιόδου, μέσω της ανάλυσης και
κωδικοποίησης των μοντέλων δράσης ηρώων και της αντίστοιχης
ανάλυσης του τρόπου δράσης των αγίων-ηρώων των βίων και των Συναξαρίων
(αγιολογικών κειμένων). Εκεί, υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, η δυνατότητα να
προκύψουν πρωτότυποι και ενδιαφέροντες παραλληλισμοί, οι οποίοι θα φανερώσουν,
σε πολλαπλά επίπεδα ιδεολογίας και κουλτούρας, (εν γένει πολιτισμού), τις
«συνέχειες» που υφίστανται ανάμεσα στον προφορικό-λαϊκό πολιτισμό και στον
γραπτό- «λόγιο» πολιτισμό.
Το γεγονός ότι από την αρχαία Ελλάδα δεν μας έχει διασωθεί κανένα γνήσιο
λαϊκό αφήγημα ούτε λαϊκή παράδοση, οδήγησε πριν από αρκετά χρόνια στη διατύπωση
της θεωρίας, πως ο αρχαίος ελληνικός λαός ήταν από τους λίγους εκείνους λαούς,
ίσως και ο μόνος, που μέσα στον κόσμο του δεν είχε λαϊκούς θρύλους. Είναι
αλήθεια πως η γραπτή παράδοση των Ελλήνων απέφυγε να δώσει την προσήκουσα
σημασία στη λαϊκή δημιουργία και φαίνεται παράλληλα να μην ενδιαφέρθηκε και
πάρα πολύ να τη διασώσει. Στην παραπάνω όμως ασταθή θεωρία της παντελούς
έλλειψης παραμυθιών, αντιτίθεται η άφθονη παρουσία λογοποιητικών θεμάτων στις ηρωικές παραδόσεις, γεγονός που αποτελεί αδιαφιλονίκητη
απόδειξη, ότι οι αρχαίοι Έλληνες και μύθους-θρύλους είχαν και λογοποιίες
διέθεταν, οι οποίες μεταβιβάστηκαν στους βυζαντινούς μέσω των μαρτυρολογίων,
συναξαρίων και των βίων των αγίων της
πρώιμης, μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου.
Πολλές προφορικές λαϊκές
διηγήσεις, στα βασικά τους στοιχεία δομής και περιεχομένου, ιχνηλατούνται στα
αγιολογικά κείμενα ως πλέγμα, ιστός και καμβάς του ξετυλίγματος της
υπόθεσης-ιστορίας του βίου ενός αγίου. Αυτή η διάσταση προκύπτει απ’ τη μελέτη
των αγιολογικών κειμένων της πρώιμης βυζαντινής περιόδου σε σχέση με την
ελληνική αρχαιότητα και κυρίως σε σχέση με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους.
Αυτού του είδους η οπτική γωνία καθορίζει και το θέμα μελέτης: ο κεντρικός άξονας γύρω απ’ τον οποίο επικεντρώνεται η ανάλυση είναι ακριβώς η προφορικότητα, λαϊκότητα των αγιολογικών κειμένων που, είτε γράφτηκαν
είτε αναφέρονται στην πρωτοχριστιανική-
πρωτοβυζαντινή και μέση βυζαντινή περίοδο (2ος-10ος αι.
μ. Χ.), και τα οποία παρουσιάζουν κοινά σημεία αναφοράς με πανάρχαιους κι
αρχαίους θρύλους.
Άλλωστε, το μεγαλείο της κλασσικής ηθικής, κατά τον Έρασμο είναι,
ήταν και θα εξακολουθεί να είναι τεράστιο:
«Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί
να ονομάσει κοσμικό κάτι που τρέφει την ευσέβεια και οδηγεί στην τελειοποίηση
της ψυχής. Γι’ αυτή τη βελτίωση η πρώτη θέση ανήκει δικαιωματικά στην Αγία
Γραφή. Κι όμως πολλές φορές μου συμβαίνει να ανακαλύπτω λόγους αρχαίων
συγγραφέων…των οποίων η καθαρότητα, η αγιότητα και, θα μπορούσα να πω, η θεία
προέλευση, μου δημιουργούν τέτοια εντύπωση, ώστε δεν μπορώ να μην πιστέψω ότι
το χέρι τους είχε σαν οδηγό το Θεό. Άλλωστε το πνεύμα του Χριστού βρίσκεται στα
αρχαία κείμενα περισσότερο απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε».
(Εράσμου-Συνομιλίες).
Η χριστιανική θρησκεία προήλθε από
την Παλαιστίνη. Αλλά γρήγορα δέχτηκε την ελληνιστική επίδραση και με την
εργασία των χριστιανών διανοητών της Αλεξάνδρειας -του Κλήμεντος και του
Ωριγένη- ο χριστιανισμός απέκτησε τα πολιτικά και πολιτιστικά του δικαιώματα
στον ελληνικό κόσμο.
Ίσως, ο παράγοντας της πολιτισμικής βυζαντινής ταυτότητας που αξίζει να καταλάβει την πρώτη θέση είναι
η πεποίθηση ότι η αυτοκρατορία ήταν δημιούργημα θελήσεως του Θεού και ότι
προστατεύονταν απ’ Αυτόν και τον Υιόν του. Είναι αυτή η πεποίθηση, η οποία σε
μεγάλο βαθμό εξηγεί την εμμονή στην παράδοση, τον συντηρητικό «επαναστατισμό» στο Βυζάντιο.
Το καθεστώς,
που καθιερώθηκε απ’ τον Κωνσταντίνο και συνεχίστηκε απ’ τους διαδόχους του,
φτάνει στην εποχή των εικονοκλαστών όπου δέχτηκε την αμφισβήτηση της
αυτοκρατορικής αυθεντίας, που εγέρθηκε απ’ τους μοναχούς, οι οποίοι ζητούσαν
μεγαλύτερη ελευθερία για την Εκκλησία.
Στη συνταγματική θεωρία της αυτοκρατορίας δεν αναγνωρίζονταν κληρονομικά
δικαιώματα επί του θρόνου, αν και κατά καιρούς συγγενικά συναισθήματα μπορούσαν
να έχουν μεγάλη επίδραση. Όταν κατά τη μακεδονική δυναστεία αυτό το συναίσθημα
έφερε στο θρόνο ένα αφοσιωμένο στη μελέτη αυτοκράτορα, ένας συνεργάτης του
εκτελούσε εκείνα τα στρατιωτικά καθήκοντα, που αποτελούσαν μέρος του
αυτοκρατορικού φορτίου. Αυτό το μεγάλο βάρος των υποχρεώσεων, που επιβάλλονταν
στον αρχηγό -η υπευθυνότητα για την υλική και πνευματική ευτυχία των υπηκόων
του- διαμόρφωσε το βυζαντινό αυτοκρατορικό ιδεώδες και αυτό το ιδεώδες
κατευθύνει αναγκαστικά τον κυρίαρχο ηγεμόνα: Μπορεί να τον κάνει άλλο άνθρωπο.
Εξαιρετικά δαπανηρή, υπερβολικά συντηρητική στις μεθόδους της, συχνά
διεφθαρμένη, παρ’ όλα αυτά, η αυτοκρατορική διοικητική μηχανή ήταν,
φαίνεται, ικανή: συνέχιζε να λειτουργεί
με τη δική της συσσωρευτική ορμή κινήσεως που απέκτησε.
Στους
πρώτους χριστιανικούς αιώνες, οι κατά Χριστόν «μωροί» -εκείνοι που υπέφεραν την
περιφρόνηση του κόσμου εμφανιζόμενοι στο κοινό ως ανόητοι, για να πάρουν επάνω
τους μέρος από το φορτίο της ταπεινώσεως, που είχε οδηγήσει τον Κύριό τους στο
Σταυρό- και αυτοί επίσης είχαν τα ρητά τους, που δικαίωναν τον τρόπο ζωής τους:
«το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί», «η σοφία του κόσμου τούτου
μωρία παρά τω Θεώ εστί».
Στο σημείο αυτό είναι υποχρεωμένος κανείς να ρωτήσει: Πώς ζούσαν οι Βυζαντινοί; Ήταν η ερώτηση, στην οποία ο R.Byron ζήτησε να απαντήσει στο νεανικό του έργο «Το Βυζαντινό Επίτευγμα». Ένα κεφάλαιό του το τιτλοφόρησε «Η
χαρούμενη ζωή». Αυτό είναι μια σοβαρή παραποίηση. Όσο περισσότερο κανείς μελετά
τη ζωή του Βυζαντίου, τόσο κατανοεί το βάρος των φροντίδων, που το τυραννούσαν.
Ο φόβος, που προκαλούσε ο άτεγκτος φοροεισπράκτορας, ο τρόμος, από την αυθαίρετη
τυραννία του αρχηγού του κράτους,
η αδυναμία του χωρικού,
μπροστά στην άπληστη επιθυμία του δυνατού για αρπαγή της γης, η
επαναλαμβανόμενη απειλή βαρβαρικής εισβολής καθιστούσαν τη ζωή μια επικίνδυνη υπόθεση.
Και
εναντίον των κινδύνων που την απειλούσαν, μόνο υπερφυσική βοήθεια -η βοήθεια
του αγίου, του μάγου ή του αστρολόγου- μπορούσε να την σώσει. Και είναι τιμή
του που ο βυζαντινός κόσμος έκανε συνείδησή του τη φιλανθρωπία και ζήτησε να
ελαφρώσει τα βάρη της ζωής, θεμελιώνοντας νοσοκομεία για τους ασθενείς, τους
λεπρούς και τους αδύνατους, κτίζοντας ξενοδοχεία για τους οδοιπόρους και τους
ξένους, γηροκομεία για τους γέρους, οίκους μητρότητας για τις γυναίκες, καταφύγια για τα εγκαταλελειμμένα παιδιά
και τους πτωχούς, ιδρύματα με γενναιοδωρία ενισχυόμενα οικονομικώς από τους
ιδρυτές τους, οι οποίοι με γραπτούς κανονισμούς ρύθμιζαν με λεπτομέρειες τις
κατευθύνσεις διοικήσεως αυτών των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Πρέπει
κανείς να στραφεί προς τη ζωή των αγίων και όχι προς τους αυλικούς ιστορικούς,
αν θα ήθελε να περιγράψει τις συνθήκες ζωής του Βυζαντίου. Και επειδή η ζωή
ήταν ανασφαλής και επικίνδυνη, εύκολα αναπτύσσονταν καχυποψίες και εκρήξεις
βίας και η σκληρότητα ήταν η φυσική συνέπεια. Η Ευρώπη του αιώνα μας θα έπρεπε
να κάνει ευκολότερη την κατανόηση των βασάνων του βυζαντινού κόσμου. Δεν θα
αντιληφθούμε ποτέ σ’ όλη την έκταση το μέγεθος των αυτοκρατορικών επιτευγμάτων,
αν δεν έχουμε μάθει σε ορισμένο βαθμό την τιμή, με την οποία αυτά τα
επιτεύγματα πραγματοποιούνταν.
Ο επιστημονικός διάλογος γύρω από τη μελέτη των αγιολογικών κειμένων
παρουσιάζει ιδιαίτερη ανάπτυξη τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια. Η προσέγγιση
των αγιολογικών κειμένων είναι ιδιαίτερα γόνιμη όταν αυτά αντιμετωπίζονται ως
γνήσια προϊόντα της εποχής τους κι όχι σαν στείρα διδακτικά και ηθικολογικά
κατασκευάσματα. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει ο εντοπισμός και η ερμηνεία
των ιστορικών στοιχείων των βίων των αγίων. Τα κείμενα αυτά αποτελούν,
πραγματικά, θησαυρό πληροφοριών για διάφορες όψεις της καθημερινής ζωής των
βυζαντινών στη μακραίωνη περίοδο που αποκαλούμε βυζαντινή.
Βίοι αγίων με πρότυπο το βίο του Μεγάλου Αντωνίου
τον 4ο αι. γράφονται, με μικρότερη ή μεγαλύτερη συχνότητα κατά περιόδους, σ’
ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή.
Οι βίοι, λόγω του ηθικοπλαστικού τους
χαρακτήρα, απηχούν και διαμορφώνουν αξίες και κοινωνικά στερεότυπα. Κατά
συνέπεια αποκαλύπτουν συλλογικές νοοτροπίες στον ερευνητή, αφού ο μεγάλος
αριθμός τους εξασφαλίζει ένα δείγμα το οποίο μπορεί να θεωρηθεί
αντιπροσωπευτικό, τουλάχιστον ποσοτικά.
Η αρχική συγγραφική εκδοχή ενός
βίου-αγιολογικού κειμένου τροποποιείται μέσα στους αιώνες γιατί οι αντιγραφείς
του είναι συνήθως απρόσεκτοι ή καταγράφουν τις παρατηρήσεις τους στο περιθώριο
του κειμένου ή αντίθετα αισθάνονται ότι αυτό είναι ένα έργο τέτοιας ευσέβειας
και ιερότητας που είναι αδύνατον ν’ αγγίξουν, έστω και λίγο, τροποποιώντας την,
την αρχική του αφήγηση. Μ’ αυτό τον τρόπο τα κείμενα των βίων σώζονται σε
αρκετά διαφορετικές εκδοχές σ’ Ανατολή και Δύση και οι μεγάλοι συγγραφείς βίων
και μαρτυρολογίων του 5ου, 6ου και 7ου αιώνα προσπάθησαν να συγχωνεύσουν αυτές
τις διαφορετικές εκδοχές και να εισαγάγουν στο τελικό τους κείμενο και την παραμικρή λεπτομέρεια που τυχόν
έβρισκαν ν’ αναφέρεται στις πηγές τους.
Μελετώντας τα αγιολογικά κείμενα
των πρώιμων, μέσων και ύστερων βυζαντινών χρόνων αποδελτίωσα σωρεία πληροφοριών
οι οποίες φωτίζουν, από πολλές απόψεις, το πολύπτυχο μιας πολύπλοκης,
αντιφατικής και «μεταβατικής» κοινωνίας όπως η κοινωνία της βυζαντινής
περιόδου. Οι ίδιες οι πληροφορίες με την ιδιόμορφη φύση τους κατευθύνουν το
μελετητή στον εντοπισμό βασικών θεματικών περιοχών προς ανάλυση και μελέτη.
Παρακάτω αναφέρω τις βασικές αυτές θεματικές περιοχές με σκοπό τη
σφαιρική κατόπτευση της φύσης του υλικού μου δηλαδή των αγιολογικών κειμένων.
1. Η Ελληνική αρχαιότητα (τέχνη,
θρύλοι, μύθοι, παραδόσεις, συγκροτημένη μυθολογία, ναοί κ.ά. πολιτισμικά
στοιχεία) όπως συναντάται στα αγιολογικά κείμενα. Η στάση των κειμένων αυτών
απέναντί της: α) πάντα αρνητική επιφανειακά β) όμως πέρα από την επιφάνεια, στο βάθος των πραγμάτων, η αρχαία
ελληνική σκέψη, ο πολιτισμός, η μυθολογία και η παράδοση διεμβολίζουν τα
αγιολογικά κείμενα και επιβιώνουν μέσω αυτών: πολλά στοιχεία της ελληνικής
αρχαιότητας ιχνηλατούνται στα Μαρτυρολόγια και στα Συναξάρια και εν γένει τους
βίους των αγίων της βυζαντινής εποχής.
2. Έμφαση στους αρχαίους θρύλους
και μύθους που «περνούνε» στα αγιολογικά κείμενα, είτε αυτούσιοι είτε σε
παραλλαγές.(ελαφρώς παραλλαγμένοι).
3. Βασανιστήρια μαρτύρων: τρόποι,
«μηχανές», φρικτές επινοήσεις βασανισμού.
4. Πλούσιοι και φτωχοί μάρτυρες
και άγιοι κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Κοινωνικά στρώματα και
θρησκεία, σχέση άλλοτε ανάλογη και άλλοτε αντίστροφη.
5. Φανατισμός και μισαλλοδοξία:
διατάραξη οικογενειακών δεσμών και σχέσεων. Ιδεολογίες, θρησκευτικές ιδεολογίες
ιδίως, και θρησκείες αποδεικνύονται, σε πολλές περιπτώσεις αυτής της κρίσιμης μεταβατικής περιόδου των πρώτων
χριστιανικών αιώνων (χρόνων), ισχυρότερες απ’ τη συγγένεια του αίματος: γονείς
προδίδουν τα παιδιά τους και το αντίστροφο πράγμα που οδηγεί σε χαλάρωση του
κοινωνικού ιστού και της οικογενειακής αλληλεγγύης.(βία, φόβος, καχυποψία).
6. Υπερβολές στους αριθμούς των
προσηλυτισθέντων στο Χριστιανισμό.
7. Θαύματα: αντανάκλαση των
ατομικών και κοινωνικών αναγκών(π.χ. θεραπείες μεταδοτικών ασθενειών όπως η
λέπρα κ.τ.λ.).
8. Πρώτα σημάδια ανόδου του
Χριστιανισμού-αγιότητα και εξουσία. Μεταστροφή ηγεμόνων στο Χριστιανισμό: αρχή
αυτοκρατορικής προστασίας προς την καινούρια, προηγουμένως διωκόμενη απηνώς,
θρησκεία και βαθμιαία καθιέρωσή της ως μοναδικής επίσημης θρησκείας του
κράτους.
9. Ιστορικές και γεωγραφικές
πληροφορίες για τόπους, ταξίδια (δρομολόγια), ναούς, μοναστήρια, αυτοκράτορες,
ηγεμόνες και εν γένει πρόσωπα και πράγματα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου,
λιγότερο γνωστά από άλλες πηγές.
10. Αντιλήψεις, ιδέες, στάσεις
για τα δύο φύλα (άνδρα-γυναίκα) σε σχέση με την αγιότητα.
11. Επαγγέλματα (επαγγελματικές
κατηγορίες: στρατός, κατώτερα επαγγέλματα: σκηνοποιοί κ.τ.λ., ευγενείς,
πλούσιοι γαιοκτήμονες με μεγάλη μόρφωση (θύραθεν παιδεία), δούλοι κ.τ.λ.
12. Αιρέσεις και καταπολέμησή
τους (Οικουμενικές Σύνοδοι).
13. Προφορικότητα-προφορικός
πολιτισμός και διαπλοκή τους με τα αγιολογικά κείμενα της πρώιμης βυζαντινής
περιόδου.
Με την επίσημη αποδοχή του
χριστιανισμού ασκητές και αργότερα Επίσκοποι, διδάσκαλοι και άλλοι, θεωρήθηκαν
άγιοι υπό τον τίτλο του ομολογητού και του ιατρού των ψυχών, εφόσον κήρυτταν
και δίδασκαν την ορθή πίστη. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει άγιος σε πλήρη
απομόνωση απ’ τη χριστιανική κοινότητα: έπρεπε πρώτα να γίνει αποδεκτός ως
ενσάρκωση της αγιότητας απ’ την κοινότητα και αργότερα ν’ αναγνωριστεί επίσημα
απ’ τις εκκλησιαστικές αρχές.
Όσον αφορά τη γυναικεία αγιότητα στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους,
πρέπει να τονιστεί πως έπαιξε μεγάλο ρόλο στην καθιέρωση και στην εδραίωση της
λατρείας των αγίων λειψάνων. Οι γυναίκες ως πιστές χριστιανές και ταυτόχρονα ως
φορείς της αρχαίας μεσογειακής κοινωνικής παράδοσης αναλάμβαναν σημαντικές
υπευθυνότητες κατά την ταφή και την κηδεία του νεκρού. Οι χριστιανές γυναίκες
της ρωμαϊκής αριστοκρατίας ενεπλάκησαν απ’ την αρχή στενά στη διαδικασία της
εξεύρεσης και της κατασκευής ιερών για τα λείψανα των μαρτύρων. Και ενώ αυτή
τους η δραστηριότητα μειωνόταν απ’ τον αυξημένο επισκοπικό έλεγχο στη λατρεία
των λειψάνων, οι γυναίκες των αυτοκρατορικών και αργότερα κι άλλων
αριστοκρατικών οικογενειών θα συνέχιζαν επί μακρόν να εξασκούν σημαντική
επιρροή στη σύσταση και ίδρυση καινούργιων χριστιανικών προσκυνημάτων.
Πραγματικά δύο απ’ τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις αγίων λειψάνων στον ύστερο ρωμαϊκό
κόσμο αποδίδονται σε γυναίκες, αφού ως τα χρόνια του Αμβροσίου Μεδιολάνων (+397
μ.Χ.), η μητέρα του Κων/νου Αγία Ελένη (+330 μ.Χ.) ανακάλυψε τα απομεινάρια του
Τιμίου σταυρού στο Γολγοθά, ενώ η αυτοκράτειρα Πουλχερία επέβλεψε την ανακάλυψη
των λειψάνων των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας το 451. Οι γυναίκες επίσης
συγκαταλέγονται στους πιο αφοσιωμένους πανηγυριστές των ιερών χριστιανικών
γιορτών που συρρέουν μαζικά στα ιερά των αγίων.
Η λατρεία των σημαντικών μαρτύρων και αγίων, είτε πανχριστιανική είτε
τοπική, έλαβε με το χρόνο καθορισμένη μορφή περιλαμβάνοντας ανάγνωση
αποσπασμάτων από το βίο του μάρτυρα-αγίου και μεγαλοπρεπείς τελετουργίες και
πομπές περιφοράς των αγίων λειψάνων τους. Ιδιαίτερα οι μοναστικές κοινότητες
είχαν υιοθετήσει μια σειρά εορτών μνημόνευσης των αγίων και προσευχής για τη
μεσολάβησή τους στο Θεό. Λειτουργικά ημερολόγια και Μηναία συνδεόμενα με
περιφέρειες, μοναστήρια και μοναχικά τάγματα διασώζονται αρκετά σε μεσαιωνικά
λειτουργικά χειρόγραφα, ιδιαίτερα σε μαρτυρολόγια και συλλογές-συναξάρια
αγιογραφικών αναγνωσμάτων.
Η λέξη Συναξάριον παράγεται από
τη λέξη σύναξη. Στη γλώσσα της Εκκλησίας η λέξη σύναξη σημαίνει τη συνάθροιση
των πιστών στο ναό προς τιμήν κάποιου αγίου. Στις συνάξεις αυτές οι Χριστιανοί
από πολύ παλιά διάβαζαν κείμενα που μιλούσαν για τη ζωή των αγίων. Τα κείμενα
αυτά πήραν σιγά-σιγά την ονομασία Συναξάρια. Βέβαια, οι συγκεντρώσεις των
πιστών στους ναούς γίνονται και για να τιμηθούν δι άφορα γεγονότα από τη ζωή
του Χριστού και της Παναγίας. Γίνονται επίσης για να τιμηθούν οι άγγελοι, οι
ευρέσεις και οι επανευρέσεις ιερών λειψάνων, διάφορα γεγονότα και υποθέσεις από
την εκκλησιαστική ιστορία και γενικά το σχέδιο της θείας «οικονομίας». Στο
παρελθόν σε κάθε τέτοια περίσταση το Συναξάριο διαβαζόταν ανάμεσα στις ωδές των
κανόνων. Στα βιβλία της Εκκλησίας μετά το Κοντάκιο, τον Οίκο και το Μηνολόγιο
με τους στίχους ακολουθεί συνήθως ένα υπόμνημα σε πεζό λόγο που μιλάει για την
υπόθεση της εορτής. Το υπόμνημα αυτό είναι το Συναξάριο. Δεν πρόκειται για
πλήρη βιογραφία του αγίου ή λεπτομερή έκθεση της υποθέσεως της εορτής. Είναι
σχεδόν μια περιληπτική αναφορά όλων αυτών. Ακόμη και όταν είναι κάπως
εκτεταμένο, το Συναξάριο δεν εξαντλεί πλήρως την εορταζομένη υπόθεση. Τα
Συναξάρια περιέχουν πολλές αλήθειες της πίστεως. Δεν είναι όμως δογματικά
κείμενα με την αυστηρή σημασία του όρου και, φυσικά, δεν αρκούν μόνο αυτά για
την πνευματική ωφέλεια των πιστών.
Στη συνέχεια ακολουθούν δύο λόγια για τον συγγραφέα των συναξαρίων, τον
βυζαντινό λόγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Για το βυζαντινό λόγιο Νικηφόρο
Κάλλιστο Ξανθόπουλο οι πληροφορίες μας σχετικά με τη ζωή του είναι ελάχιστες.
Για τα πρώτα χρόνια του δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Οι σύγχρονες μ’ αυτόν
φιλολογικές ή άλλες πηγές σιωπούν. Κάποιες πληροφορίες για τη ζωή του συνάγονται
μόνο από τα έργα του. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία έζησε μετά το
1250 και μέχρι το 1330 μ. Χ. Έμεινε για πολύ καιρό στην Κωνσταντινούπολη.
Βρισκόταν συχνά στο ναό της Αγίας Σοφίας και στη βιβλιοθήκη που υπήρχε εκεί.
Στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (Migne P.G. τ. 145,609) διαφαίνεται η πληροφορία
ότι διαβιούσε στις εγκαταστάσεις του ναού της Αγίας Σοφίας και ότι εκεί
εργάσθηκε για τη συγγραφή των έργων του. Από τον κώδικα 79 της Βοδλιανής
βιβλιοθήκης της Οξφόρδης αντλούμε την πληροφορία ότι χρημάτισε και πρεσβύτερος
του ναού της Αγίας Σοφίας. Ο Βατικανός κώδικας 182, φ. 1 μας δίνει την
πληροφορία ότι ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος έγινε και μοναχός, και πήρε το
μοναχικό όνομα Νείλος. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Πάντως, αν έγινε
αυτό, θα πρέπει να συνέβη περί τα τέλη του βίου του.
Το συγγραφικό του έργο είναι τεράστιο σε έκταση. Διακρίθηκε ως
ιστορικός, ως εξηγητής των Γραφών, των Πατέρων και των υμνογράφων, ως ποιητής
εκκλησιαστικών ύμνων και επιγραμμάτων, ως αγιολόγος και λειτουργιολόγος. Η
πολυμέρεια του είναι εκπληκτική. Βέβαια, σε ένα έργο με τέτοια έκταση δεν είναι
εύκολο να συναντήσουμε εξαντλητική έρευνα και συστηματική εργασία. Όμως παρά
τις οποιεσδήποτε ελλείψεις του ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος είναι ένας από
τους πιο αξιόλογους συγγραφείς των αρχών του 14ου αιώνος.
Τα έργα του διαιρούνται από τους ειδικούς μελετητές σε: Α.Ιστορικά
Β. Ποιητικά (ιστορικά,
αγιολογικά, συνόψεις εκκλησιαστικών βιβλίων, θύραθεν)
Γ. Αγιολογικά-Λειτουργιολογικά
Δ. Εξηγητικά
Ε. Διάφορα
Μεγάλο μέρος του έργου του παραμένει ακόμη ανέκδοτο. Από τα εκδομένα
πολλά έχουν εκδοθεί στην Patrologia Graeca του J.P.Migne τ. 145-147, αλλά
βρίσκονται και σε άλλες εκδόσεις συλλογικά ή μεμονωμένα.
Σύντομος πρόλογος των Συναξαρίων του Ξανθοπούλου εις τα Συναξάρια του
Τριωδίου.(Σήμερα έχουμε σαν ξεχωριστά βιβλία το Τριώδιο και το Πεντηκοστάριο.
Παλαιότερα ήταν ένα βιβλίο και χωριζόταν σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος λεγόταν
Τριώδιον Κατανυκτικόν και το δεύτερο Τριώδιον των Ρόδων ή Πεντηκοστάριον).
«Συναξάρια γραμμένα από το Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο για τις επίσημες
εορτές του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Αναφέρονται σε κάθε μια από αυτές,
για το πώς ξεκίνησαν, γιατί είναι έτσι σήμερα και για ποιο λόγο θέσπισαν αυτές
τις εορτές οι θεοφόροι Πατέρες μας, μαζί με κάποιες σχετικές παρατηρήσεις.
Αρχίζουν από την Κυριακή του Τελώνου και
Φαρισαίου και καταλήγουν στην Κυριακή των Αγίων Πάντων. Στην ακολουθία του
Όρθρου πρέπει πρώτα να διαβάζεται το Συναξάριο του Μηναίου και έπειτα το
αρμόδιο από τα παρόντα».
Ο Συναξαριστής που αποτελεί έργο του
Διακόνου της Μεγάλης Εκκλησίας Μαυρικίου, κυκλοφορούσε σε χειρόγραφες συλλογές
και ήταν γραμμένες σε γλώσσα αρχαΐζουσα, γι’ αυτό και δύσκολη για τους
χριστιανούς της τουρκοκρατίας.
Γι’ αυτό το λόγο ανέλαβε την μετάφρασή του «εκ του Ελληνικού εις την καθ’
ημάς κοινοτέραν διάλεκτον ο σοφός ανήρ, Μάξιμος ο Μαργούνιος Επίσκοπος
Κυθήρων». Βέβαια δεν περιορίσθηκε μόνο στη μετάφραση, αλλά εργάσθηκε και
κριτικά επάνω στα κείμενα, τα οποία αποκατέστησε, διόρθωσε, πλάτυνε, αναπλήρωσε
τις ελλείψεις τους, σαφήνισε τα δυσνόητα και ομόρφυνε με διάφορες
υποσημειώσεις, τις οποίες άντλησε απ’ τις ανεξάντλητες γνώσεις του. Αλλά, το
σημαντικότερο, αποκάθαρε τον Συναξαριστή από όσα περιείχε «εναντία τη θεία
γραφή και απίθανα παρά τω ορθώ λόγω και τοις κριτικοίς…», γιατί δεν υπήρχε
άλλο βιβλίο της Εκκλησίας «τόσον άτακτον και ανεπιμέλητον, ωσάν ο
Συναξαριστής». Η έκδοση περατώθηκε το 1819 και φυσικά σε λίγο διάστημα
εξαντλήθηκε. Μια Τρίτη έκδοση σε δύο τόμους έγινε το 1868 από το τυπογραφείο
του Χ.Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, ο οποίος προσάρμοσε κάπως το λεκτικό ιδίωμα «προς
τα εν κοινή χρήσει κατά τους καθ’ ημάς χρόνους». Επίσης τον Συναξαριστή του
1868 επανεξέδωσε ο εκδότης κ. Σπανός σε φωτοτυπία.
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει για τους βίους των Αγίων σε επιστολή του
(επιστολή α΄): «οι βίοι των μακαρίων ανδρών ανάγραπτοι παραδεδομένοι, οίον
εικόνες τινές έμψυχοι της κατά Θεόν πολιτείας, τω μιμήματι των αγαθών έργων πρόκεινται. Και τοίνυν, περί όπερ αν έκαστος
ενδεώς έχοντος εαυτού αισθάνεται, εκείνω προσδιατρίβων, οίον από τινος κοινού
ιατρείου, το πρόσφορον ευρίσκει τω αρρωστήματι φάρμακον».
Ο Συναξαριστής του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου βασίστηκε στους
χειρόγραφους Συναξαριστές των σημαντικότερων Μονών του Αγίου Όρους: του
Παντοκράτορα, του Πρωτάτου, των Μονών Διονυσίου και Κουτλουμουσίου. Και όπως
γράφει ο ίδιος ο Νικόδημος ο Αγιορείτης «ου μόνον δε ταύτα, αλλ’ επιμελήθημεν
να προσθέσωμεν εν τη μεταφράσει ημών ταύτη, και τας χρονολογίας εις κάθε αγίου
Συναξάριον, όσας δηλαδή εδυνήθημεν να εύρωμεν. Ομοίως και τας ονομασίας των
τόπων και πόλεων, καθώς δηλαδή τώρα ονομάζονται οι εν τοις Συναξαρίοις
αναφερόμενοι τόποι και πόλεις, προς σαφήνειαν και κατάληψιν περισσοτέραν των
αναγινωσκόντων. Ουχί δε πάσας τας ονομασίας επροσθέσαμεν, αλλ’ όσας ηδυνήθημεν
να εύρωμεν».
Επίσης συνεχίζει: «επειδή δε πολλοί από τους εν τοις Συναξαρίοις
περιεχομένους αγίους, έχουσι και βίους κατά πλάτος, μεταφρασμένους εις το
απλούν και περιεχομένους εις τον Δαμασκηνόν, εις το Εκλόγιον, εις το νέον
Εκλόγιον, εις τον Παράδεισον, εις τον
νέον Παράδεισον, εις άλλα βιβλία. Δια τούτο επιμελήθημεν και εσημειώσαμεν εις
το τέλος κάθε Συναξαρίου των τοιούτων αγίων, εις ποίον βιβλίον εκ των ανωτέρω
ευρίσκεται ο κατά πλάτος βίος αυτών. Αλλά και τους Ελληνικούς βίους των ανωτέρω
αγίων, και τους συγγραφείς αυτών, και μάλιστα Συμεών τον Μεταφραστήν,
εσπουδάσαμεν να σημειώσωμεν, και εν ποίοις ιεροίς μοναστηρίοις του αγίου Όρους
ευρίσκονται, προς είδησιν των φιλολόγων, καλώς ειδότες, ότι ουκ άχαρίς εστι
παρ’ αυτοίς μία τοιαύτη είδησις».
Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει στις επιστολές του αξιομνημόνευτες απόψεις
για τους βίους των αγίων: «Ώσπερ οι ζωγράφοι, όταν από εικόνων εικόνα γράφωσι,
πυκνά προς το παράδειγμα βλέποντες, τον εκείθεν χαρακτήρα προς το εαυτών
σπουδάζουσι μεταθείναι φιλοτέχνημα. Ούτω δη τον εσπουδακότα εαυτόν πάσι τοις μέρεσι της αρετής
απεργάσασθαι τέλειον, οιονεί προς αγάλματα κινούμενα και έμπρακτα, τους βίους
των αγίων αποβλέπειν, και το εκείνων αγαθόν, οικείον ποιείσθαι δια μιμήσεως».
Κατά το Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και τους
επιμέρους βίους των αγίων του Συμεών του Μεταφραστή, ολόκληρη η κοινωνική
κλίμακα αγιοποιείται εκπροσωπούμενη από εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων-αγίων:
Πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, διάκονοι, μοναχοί, παρθένοι μοναχοί, βασιλείς,
αυτοκράτειρες, βασιλομήτορες, αρχόντισσες, φτωχοί άνθρωποι του λαού, όλοι,
ανεξάρτητα απ’ την κοινωνική τους θέση έχουν τη δυνατότητα να αγιοποιηθούν,
ανάλογα με το ύψος της αρετής στο οποίο έχουν φτάσει. Επίσης την ίδια
δυνατότητα αγιοποίησης, σε σχέση με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν, άνδρες
και γυναίκες, των κατωτέρων λαϊκών τάξεων: γαιοκτήμονες, γεωργοί, τσαγκάρηδες,
σκυτοτόμοι, όλοι, παντρεμένοι και ανύμφευτοι, σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο,
μπορούν να μετέχουν της αγιότητας: «Δυνατόν και σφόδρα δυνατόν, και γυναίκας
έχοντας την αρετήν μετιέναι, εάν θέλωμεν. Πώς; Εάν έχοντες γυναίκα ως μη
έχοντες ώμεν. Εάν μη χαίρωμεν επί κτήσεσιν. εάν τω κόσμω χρώμεθα, ως μη
καταχρώμενοι. Οι δε τινες ενεποδίσθησαν από γάμου ιδέτωσαν, ότι ουχ ο γάμος
εμπόδιον, αλλ’ η προαίρεσις η κακώς χρησαμένη τω γάμω. Επεί ουδέ ο οίνος ποιεί
την μέθην, αλλ’ η κακή προαίρεσις, και το πέραν του μέτρου χρήσθαι. Μετά
συμμετρίας τω γαμώ χρώ, και πρώτος εν τη βασιλεία έση, και πάντων απολαύσεις
των αγαθών».
Όπως ωραία διατύπωσε ο βυζαντινολόγος Cyril Mango στο βιβλίο του
«Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας
Ρώμης», «όλες οι αυτοκρατορίες πάντοτε κυβέρνησαν μια πληθώρα λαών και η βυζαντινή
αυτοκρατορία δεν αποτέλεσε εξαίρεση». Τα έθνη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία
της, αν και μεταξύ τους υπήρχε κοινή αποδοχή του κυρίαρχου ελληνόφωνου και
χριστιανικού πολιτισμού της αυτοκρατορίας, είχαν την τάση να ακολουθούν
διαφορετικούς δρόμους και να επιβεβαιώνουν την ιδιαιτερότητά τους μέσω των
ξεχωριστών πολιτιστικών στοιχείων (κυρίως της γλώσσας) που μοιράζονταν. Ως
παράδειγμα αναφέρουμε την Κωνσταντινούπολη, που την εποχή του Ιουστινιανού,
όπως όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες, παραδίδεται ως χωνευτήρι ετερόκλητων
στοιχείων. Όμως η προφανής και αποδεδειγμένη διαπλοκή των βυζαντινών
αγιολογικών κειμένων με στοιχεία λογοτεχνικής προφορικότητας και λαϊκών,
προφορικών, μυθικών παραδόσεων, από την άλλη, αποκαλύπτει με ενάργεια και
καθαρότητα τον τρόπο που η λογοτεχνική δημιουργία, γραπτή και προφορική,
ενοποιείται στο πρώιμο Βυζάντιο: το γεγονός αυτό αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα
πολιτισμική πρωτοτυπία, αφού με εσωτερικά, λεπτά νήματα, οι δυο ομόρριζες
συνιστώσες της λογοτεχνικής δημιουργίας, προφορική λογοτεχνική παράδοση και
γραπτή λογοτεχνική παραγωγή συνδέουν με άρρηκτους δεσμούς την αρχαία ελληνική
λαϊκή και λόγια σκέψη και φιλοσοφία με την αντίστοιχη χριστιανική-βυζαντινή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου