Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Συγγραφικό έργο - ΑΝΤΟΥΡΑΚΗ

Συγγραφικό έργο Τιμητικός τόμος αρχιεπισκόπου Δημητρίου > Οι συμβολές > Γ. Αντουράκης - Χριστιανικές επιγραφές και εικόνες



Εκτύπωση

Χριστιανικές Επιγραφές και Εικόνες
(Πορίσματα Ερευνών - Μηνύματα)
Γεωργίου Β. Αντουράκη

Αρχαιολόγου, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών


Αντί Προλόγου - Αφιέρωση

Η συμβολή του παρόντος μελετήματος συνίσταται στην προσέγγιση και ερμηνεία βασικών "επιγραφικών ζητημάτων" από τον ευαίσθητο κλάδο της Επιστήμης της Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Επιγραφικής, όπως είναι: 1) η λειτουργική σχέση εικόνων και επιγραφών, 2) τα "εκούσια ή ακούσια" λάθη των επιγραφών, 3) τα λειτουργήματα ή επαγγέλματα στις χριστιανικές επιγραφές, 4) τα ηθικά παραπτώματα ή και τα "απαγορευμένα" επαγγέλματα, 5) η εργασία γενικά στις χριστιανικές επιγραφές (4ου - 15ου αιώνα), 6) ο χαιρετισμός "εν ειρήνη" και άλλα επιγραφικά σχόλια. Τα καίρια αυτά θέματα εξετάζονται συνοπτικά ή και συμπερασματικά στο Θεωρητικό πρώτο μέρος του παρόντος, ενώ στο δεύτερο Μέρος, το Πρακτικό ή Εποπτικό, επιλέγονται 34 επιγραφικά δείγματα εικόνων σε δώδεκα ολοσέλιδους Πίνακες, που αισθητοποιούν και εμπεδώνουν τα συνοπτικά κείμενα (βλέπε Περιεχόμενα).

Η επιλογή των παραπάνω θεμάτων - που τα θεωρούμε κάπως επίκαιρα ή και διαχρονικά πορίσματα ερευνητικής προσπάθειας, ένα κοινωνικό "καθρέπτη", όπου αντικατοπτρίζονται πολλά "μηνύματα", παλαιά και σύγχρονα. Γεφυρώνουν τον αρχαίο με το σύγχρονο κόσμο, εκφράζουν την "αγωνία" ή και την "άβυσσο" της ανθρώπινης ψυχής, τα ενδιαφέροντα γενικά του ανθρώπου, κάθε εποχής. Χαρακτηρίζονται και ως "σύγχρονα μηνύματα", κοινωνικά, ηθικά, καλλιτεχνικά, εκπαιδευτικά. Ασφαλώς στον παρόν πόνημα δεν εξαντλούνται όλα τα παραπάνω επιγραφικά ζητήματα και πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενα μελλοντικών μονογραφιών ή άρθρων και από άλλους ερευνητές: Επιγραφολόγους, Αρχαιολόγους, Γλωσσολόγους, Κοινωνιολόγους κ.α.

Σημειωτέον ότι, ο υποφαινόμενος από ετών μελετά ένα δύσκολο θέμα, με τίτλο: "Παραστάσεις δικαίων και αδίκων, που εμπνέονται από τη Δευτέρα παρουσία του Χριστού", τα αποτελέσματα του οποίου ευελπιστούμε ότι σύντομα θα δημοσιευθούν σε ειδική μονογραφία. Εννοείται ότι, ένα μεγάλο τμήμα της εν λόγω μελέτης αποτελούν τα ηθικά παραπτώματα ή τα λεγόμενα "απαγορευμένα" επαγγέλματα, με τις πλούσιες σκηνές των "κολασμένων" στη Χριστιανική Τέχνη. Κύρια σημεία του θέματος αυτού ανακοινώθηκαν π.χ. στο Cultural Center Maliotis (= στο Πολιτιστικό Κέντρο Μαλιώτης), που εδρεύει στον περιβάλλοντα χώρο του Ελληνικού Κολλεγείου και της Θεολογικής Σχολής "Τίμιος Σταυρός" της Βοστώνης των Η.Π.Α., όπου ο γράφων, ως επισκέπτης Καθηγητής, παρέμεινε και εδίδαξε σειρά μαθημάτων της ειδικότητάς του (κατά τα έτη 1989-1991).

Γεγονός είναι ότι οι αλλεπάλληλες επισκέψεις και η μακρά παραμονή του στις Η.Π.Α. (Ουάσινγκτον, Ν. Υόρκη, Βοστώνη κ.λπ.) υπήρξαν πολλαπλής ωφέλιμες, δεδομένου ότι: 1) Έζησε και εγνώρισε την ακμαία Ελληνική Ομογένεια, κατά τις διάφορες εκδηλώσεις με διαλέξεις, ομιλίες του. 2) Συνεργάσθηκε με πολλούς Επισκόπους και ιερείς, οι οποίοι - με πρόταση και παράκληση του δραστηρίου Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου - τον προσκαλούσαν για ειδικές ομιλίες (με διαφάνειες - slides) σε θέματα Χριστιανικής και Βυζαντινής Τέχνης, που οι Ομογενείς μας παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 3) Επισκέφθηκε και μελέτησε, κατά το δυνατόν, σπουδαία Μουσεία, Ερευνητικά Κέντρα, Πανεπιστήμια πολλών Πόλεων των ΗΠΑ, όπου εγνώρισε διαπρεπείς Επιστήμονες, Καλλιτέχνες, Επιχειρηματίες, Πολιτικούς, Δικαστές κ.α. 4) Κατά την εξάμηνη παραμονή του γράφοντος στο υπέροχο περιβάλλον του Ελληνικού Κολλεγείου και της Θεολογικής Σχολής Βοστώνης γνωρίστηκε και συνεργάστηκε στενότερα με τους τότε Καθηγητές: Επίσκοπο και διαπρεπέστατο Επιστήμονα Δημήτριο Τρικατέλλη, Αλκιβιάδη Καλύβα, Στυλιανό Χάρακ, Εμμ. Κλάψη, Γεώργιο Μπεμπή, Ηλία Πατσαβό, Χρίστο Αθανασόπουλο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Παναγιώτη Τσάμπηρα κ.λπ., καθώς και τους αείμνηστους (σήμερα) Γεράσιμο (Παπαδόπουλο), Επίσκοπο Αβύδου και Δημήτριο Ζαχαρόπουλο.

Τέλος, αλησμόνητη θα παραμείνει η πνευματική παρουσία, το επιστημονικό κύρος, η ανθρωπιά και η φιλία του Καθηγητού και Επισκόπου (τότε) Βρεσθένης Δημητρίου Τρικατέλλη, ο οποίος πρόσφατα εκλέχθηκε επάξια ως Αρχιεπίσκοπος Αμερικής: Η αγάπη, ο σεβασμός και η ευγνωμοσύνη του υποφαινομένου θα παραμένουν "εσαεί" προς τους εν Αμερική Φίλους και Συναδέλφους, και μάλιστα στον φιλόξενο "Βυζαντινό Άρχοντα" και τέως Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο Κουκουζη, για την όλη προσφορά του.

Το παρόν ταπεινό μελέτημα αφιερώνεται σε όλους τους εν Αμερική Φίλους, και μάλιστα στους παναξίους Αρχιεπισκόπους Ιάκωβο και Δημήτριο, ως ελάχιστο "Αντίδωρον, ανθ' ών" προσέφεραν και προσφέρουν στο έθνος και στην Επιστήμη.

Αθήνα, αρχή της Τρίτης Χιλιετίας
Μέρος Πρώτο: Θεωρητικό
Α'. Επιγραφές και Εικόνες: Παρατηρήσεις

Επιγραφική και Εικονογραφία, οι δύο αυτοί κύριοι τομείς της Χριστιανικής Τέχνης, είναι πάντοτε στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ο ένας συμπληρώνει και ερμηνεύει τον άλλο. Εικόνα και επιγραφή συμβαδίζουν και αλληλοεπηρεάζονται.

Από τα πολύ παλαιά χρόνια οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να προσθέτουν δίπλα στην εικόνα και μια γραπτή επεξήγηση, ένα χάραγμα ή ένα σύμβολο. Η εικόνα δηλ. δεν μπορούσε να σταθεί και να κατανοηθεί μόνη της, χωρίς κάποιο υπομνηματισμό. Σπάνια συναντούμε εικόνες "χωρίς λόγια". Γενικά η εικόνα, το σύμβολο, απευθύνεται κυρίως στην ψυχή, ενώ το γραπτό κείμενο, η επιγραφή, στη λογική, στη γνώση. Τη σχετική επιγραφής και εικόνας τη βλέπομε τόσο στην Αρχαία, όσο και στη Χριστιανική Τέχνη.

1. Η Χριστιανική Τέχνη πρέπει να εξετάζει, αλληλένδετα την ιερή εικόνα και τη θρησκευτική επιγραφή, δηλ. την απεικόνιση ιερού προσώπου και τη χάραξη -με ποικίλα σύνεργα γραφής του Θρησκευτικού κειμένου, τό όνομα τού εικονιζομένου προσώπου κ.α. Η απεικόνιση των ιερών μορφών του Χριστιανισμού, που άρχισε να γίνεται συστηματικά κυρίως μετά την επικράτηση τού Χριστιανισμού, πέρασε διάφορα στάδια και έγινε με διάφορους τεχνικούς τρόπους μέσα στους αιώνες. Συνέχισε δηλαδή την τέχνη της τοιχογραφίας, της γλυπτικής και του ψηφιδωτού (γνωστά και στην Αρχαία Τέχνη) και κατέληξε στη φορητή εικόνα, στα εικονογραφημένα χειρόγραφα, στις ποικίλες γλυπτές απεικονίσεις και στα διάφορα αντικείμενα Μικροτεχνίας (σφραγίδες, νομίσματα, φυλακτά, σύμβολα κ.λπ.).

2. Ως προς τις επιγραφές, που μας ενδιαφέρουν εδώ περισσότερο, σημειώνομε αρχικά τις παλαιοχριστιανικές αναγραφές ονομάτων, που τα συνοδεύουν με διάφορες σχετικές φράσεις, επικλήσεις, χωρία των Αγ. Γραφών, λειτουργικού τύπους κ.λπ. Στις επιτύμβιες στήλες -πού έχουν διασωθεί άφθονες- βρίσκομε στοιχεία γύρω από τη ζωή του νεκρού, καθώς και ποικίλες κατά τόπους αντιλήψεις. Όπως τονίσαμε και παραπάνω, οι παλαιοχριστιανικές επιγραφές επηρεάζονται πολύ από τις ειδωλολατρικές αντιλήψεις. Σημειώνομε επίσης τις επεξηγήσεις (λεζάντες) των χριστιανικών τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, όπως π.χ. τό όνομα και το επάγγελμα του εικονιζομένου προσώπου (ολογράφως ή βραχυγραφικά), καθώς και άλλες σχετικές αναφορές. Χωρία των Αγ. Γράφων, των Θ. Λειτουργιών κ.ά. είναι γραμμένα πάνω σε ειλητάρια, που τα κρατούν ανοικτά τα εικονιζόμενα ιερά πρόσωπα (Προφήτες, Απόστολοι, Ιεράρχες κ.ά.). Οι αναγραφές ονομάτων και επαγγελμάτων, καθώς και οι εκτενείς φράσεις των ειληταρίων, είναι ένα είδος στοιχείων "ταυτότητας" των εικονιζομένων. Βλέπε σχετικές εικόνες στους Πίνακες επιγραφών.

3. Σημειώνομε επίσης τις άφθονες κτητορικές επιγραφές των εκκλησιών, τα θρησκευτικά "κατά το μάλλον ή ήττον" χαράγματα ή άλλου είδους ενθυμήματα, τις επιγραφές πάνω στα νομίσματα, τις σφραγίδες, τα τυπάρια, τα φυλακτά, τα νομίσματα κ.λπ. Πρβλ. και το Ευαγγελικό ερώτημα "τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή;" (Μάρκου 12, 16), που απηύθυνε ο Χριστός για το νόμισμα του κήνσου.

4. Όπως στην περίπτωση του "νομίσματος του κήνσου" και γενικά στην ειδωλολατρική και στην κοσμική τέχνη, έτσι και στη Χριστιανική, οι δυο βασικές μορφές των "χαραγμάτων τέχνης και ενθυμήσεις του ανθρώπου" (Πραξ. Αποστόλων 17, 19) είναι στενά συνδεδεμένες και συμβαδίζουν. Η επιγραφή δηλαδή επεξηγεί την εικόνα και το αντίστροφο. Γενικά οι επιγραφές είναι ο "λόγος - μήνυμα" των εικόνων, αλλά και οι εικόνες συμπληρώνουν και αισθητοποιούν καλύτερα τις επιγραφές. Πρβλ. Πίνακες.

5. Σημειώσαμε και στην αρχή ότι ή εικόνα απευθύνεται στην ψυχή και η επιγραφή στη γνώση. Έτσι, στα χρόνια που οι άνθρωποι δεν διακρίνονταν για μεγάλη γνώση και μάθηση όπως π.χ. οι Έλληνες στα χρόνια του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας, είχαμε μεγάλη εικονογραφική παραγωγή, ενώ η επιγραφική περιοριζόταν σης απολύτως απαραίτητες (και γεμάτες ορθογραφικά σφάλματα) ενδείξεις και επεξηγήσεις πάνω στις εικόνες. Η εικόνα αποτελούσε το βιβλίο των αναλφαβήτων. Αυτή τους δίδασκε τις θεμελιώδεις αρχές της Χριστιανικής Πίστεως. Αντίθετα οι επιγραφές απευθύνονταν στους ελάχιστους "εκλεκτούς". Όσες επιγραφές έχουν κάποιο ενδιαφέρον περιεχόμενο ή μια καλλιτεχνική πρωτοτυπία στη γραφή και στη γλώσσα, απευθύνονται κυρίως στους ειδικούς μελετητές: ιστορικούς, αρχαιολόγους, γλωσσολόγους κ.λπ. Γεγονός είναι ότι το περιεχόμενο των εκτενών επιγραφών είναι ποικίλο και πολλά επιστημονικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από αυτό. Η μορφή τους, ο φορέας -η ύλη, πάνω στην οποία έχουν γραφεί ό τρόπος που χαράχτηκαν κ.λπ. είναι στοιχεία ποικίλου ενδιαφέροντος και περιεχομένου. Υπογραμίζομε τη σημασία των παλαιοχριστιανικών σχεδίων- απεικονίσεων και επιγραφών για τη γνώση της δομής της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας και γενικά της ζωής των πρώτων Χριστιανών. Τα κάθε είδους "κακόγουστα" και ανορθόγραφα χαράγματα των προγόνων μας (κάθε εποχής) είναι θρησκευτικά αξιοσέβαστα και επιστημονικά αξιοτίμητα.

6. Το ίδιο παρατηρείται και στη Ζωγραφική. Δίπλα στα μνημειώδη εικονογραφικά έργα -δημιουργήματα μεγάλων ανωνύμων και επωνύμων καλλιτεχνών- υπάρχουν και δευτερεύοντα (από καλλιτεχνική άποψη αγιογραφικά έργα αγνώστων λαϊκών καλλιτεχνών. Και τα έργα όμως αυτά είναι προϊόντα πίστεως και ευλαβείας, πολλές φορές και θαυματουργά, που μόνος οδηγός του χρωστήρα ήταν η αγνή και βαθειά πίστη των λαϊκών δημιουργών τους. Και τα δημιουργήματα αυτά είναι αξιοσέβαστα και πολύ σημαντικά γιά την ιστορία της Χριστιανικής Τέχνης, αφού εκφράζουν άριστα το πνεύμα της εποχής τους.

7. Χαρακτήρας των εικόνων-επιγραφών. Οι επιγραφές που συνοδεύουν και συμπληρώνουν τις ιερές εικόνες έχουν πάντοτε την ίδια έννοια, τον ίδιο χαρακτήρα: θεολογικό, λειτουργικό, ευχαριστιακό, διδακτικό, φιλάνθρωπο κ.λπ. Ήδη από τον 4ο αιώνα κ.ε. πολλοί Πατέρες, Συγγραφείς, Υμνωδοί κ.α. τονίζουν τη σπουδαιότητα και τη βαθύτερη έννοια-θεολογία των ιερών εικόνων, τις οποίες ασφαλώς θεωρούν ως αναπόστατα συνδεδεμένες με τις επιγραφές τους. Χαρακτηριστικό είναι π.χ. το απόσπασμα του Αγίου Νείλου (Μigne, P.G., τόμος 79, στήλες 577-580, ο οποίος θεολογώντας παρατηρεί: "...Όπως αν μη ειδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τας Θείας αναγιγνώσκειν Γραφάς τη θεωρία της ζωγραφίας, μνήμην τε λαμβάνωσιν της των γνησίως τω αληθινώ Θεώ δεδουλευκότων ανδραγαθίας, και προς άμιλλαν διεγείρωνται των ευκλεών και αοιδίμων αριστευμάτων, δι' ων της γης τον ουρανόν απηλλάξαντο, των βλεπομένων τα μη ορώμενα προτιμήσαντες..." Γεγονός είναι ότι, αν και παρατηρείται μεγάλη ποικιλία τάσεων και μορφών στις εικόνες και στις επιγραφές, εν τούτοις ο λειτουργικο-ευχαριστιακός χαρακτήρας τους, η Θεολογία γενικά είναι ενιαία. Τα κενά των εικόνων συμπλήρωναν οι επιγραφές, οι οποίες υπενθίμιζαν και ετόνιζαν περισσότερο την ιερότητα-λειτουργικότητα των εικονισμένων μορφών. Τα ιερά βιβλία, τα ειλητάρια που κρατούν ανοικτά τα εικονιζόμενα πρόσωπα, έπρεπε να συμπληρωθούν με "γράμματα" των Αγίων Γραφών, Λειτουργιών, Ύμνων κ.λπ. Διαφορετικά θά παρέμενε ένα αισθητό κενό, κάποια "τρύπα", στις παραστάσεις. Ο "φόβος του κενού", σε συνδυασμό πάντοτε με την όλη θεολογική θεώρηση των εικόνων, ανάγκαζε τους αγιογράφους να ποοσθέτουν (βραχυγραφικά) τσ ονόματα των ιερών μορφών, χωρία των Αγ. Γραφών, λειτουργικές ευχές κ.λπ. Απαραίτητο συμπλήρωμα των εικόνων αποτελούν και τα ιερά ονόματα των εικονιζομένων προσώπων. Τα ονόματα αυτά προσδίδουν ιερότητα και λειτουργικότητα στις εικόνες, οι οποίες -τότε και μόνο- είναι αντικείμενα σεβασμού. Οι εικόνες μαζί με τις επιγραφές τους προσφέρουν στον εκκλησιαζόμενο πιστό ένα σπουδαίο δίδαγμα, ένα "καινό" νόημα-μήνυμα. Και η εποχή μας -που είναι ήδη κορεσμένη από τις "κενές άδειες" σύγχρονες εικόνες και επιγραφές θα πρέπει επίμονα να προσπαθήσει να ανακαλύψει κάποιο "καινό" νόημα, τη βαθύτερη έννοια και τη Θεολογία των χριστιανικών -κυρίως των βυζαντινών και μεταβυζαντινών- εικόνων και επιγραφών.

Από τη μικρή αυτή επισκόπηση έγινε κατανοητό ότι, χωρίς τις απαραίτητες συνοδευτικές επιγραφές, οι περισσότερες εικόνες προσώπων και παραστάσεων θα ήταν ασαφείς και ακατανόητες. Είναι, λοιπόν, αδιανόητη ή μη συνεργασία Επιγραφικής και Ζωγραφικής. Οι εικόνες έχουν πάντοτε στενή σχέση με τις επιγραφές τους, οι οποίες αποτελούν και τον πλέον "αυθεντικό λόγο" ή τους ερμηνευτικούς υπότιτλους (λεζάντες) των παραστάσεων. Κατά συνέπεια, η Χριστιανική Τέχνη και η Χριστιανική Επιγραφική είναι επιστήμες αναπόσπαστα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Επιβάλλεται, λοιπόν, η καλλιέργεια- και μάλιστα η τόνωση- του τόσο σημαντικού κλάδου της Επιγραφικής, Αρχαίας και Χριστιανικής.

Β'. Επαγγέλματα και Λειτουργήματα σε Επιγραφές


α. Η εργασία στην ονοματολογία επαγγελμάτων.

Μεγάλη είναι η προσφορά των επιγραφών στη γνώση της πνευματικής και κοινωνικής καταστάσεως της κάθε εποχής. Στις ποικίλες χριστιανικές επιγραφές- που αποτελούν τον καθαρό καθρέπτη της εποχής τους- αντικατοπτρίζονται πολύτιμα στοιχεία: κοινωνικά, γλωσσικά, εθιμικά κ.λπ. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι επιγραφές στην ονοματολογία, δηλ. στη γνώση των ανρθωπωνυμίων της εποχής του. Με τους ποικίλους όρους που αναγράφονται σ' αυτές διαφωτίζεται η κοινωνική δομή με την αναγραφή των διαφόρων επαγγελμάτων ή λειτουργημάτων, που ασκούσαν τότε οι κάτοικοι των πόλεων και των οικισμών. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι πολύ σπάνια ανευρίσκομε στις επιγραφές το επώνυμο του νεκρού, αλλά ανακαλύπτουμε το επάγγελμά του, με το οποίο ήταν γνωστός στο περιβάλλον του. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι τα επαγγελματικά ονόματα έγιναν πολλές φορές, και με την πάροδο του χρόνου επώνυμα.

Από την εμφάνιση του χριστιανισμού μέχρι και σήμερα οι χριστιανοί εκτιμούσαν πολύ την εργασία, η οποία θεωρείται πάντοτε ως κοινωνικό και ηθικό καθήκον για τον κάθε άνθρωπο, που μπορεί να εργάζεται. Οι μη δυνάμενοι να εργάζονται (γέροντες, ανάπηροι, άρρωστοι) πρέπει να διατρέφονται και να βοηθούνται από τους υγιείς και δυναμένους. Την αξία και την αναγκαιότητα της εργασίας υπογραμμίζουν όλες σχεδόν οι Μεγάλες Προσωπικότητες του Χριστιανισμού (Απόστολοι, εκλησιαστικοί Συγγραφείς, Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, Άγιοι κ.λπ.). Χαρακτηριστική είναι π.χ. ή κατηγορική προτροπή του Απ. Παύλου "ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω..."

Ήδη από τήν παλαιοχριστιανική εποχή ανευρίσκομε πολλές απεικονίσεις όχι μόνο εργαλέιων αλλά και αντικειμένων, αλλά και ανθρώπων κατά την ώρα της ασκήσεως του επαγγέλματός τους. Πρόκειται για ζωγραφικές ή για γλυπτές παραστάσεις εργαζομένων είτε με τα σύνεργα της εργασίας τους, είτε με απλή αναγραφή του λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι από τους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες διασώθηκαν ολίγες σχετικά ενδείξεις για το επάγγελμα των νεκρών. Από τα μέσα όμως του 4ου αιώνα -όταν ο Χριστιανισμός είχε διεισδύσει στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα - οι επαγγελματικές μαρτυρίες συνεχώς πολλαπλασιάζονται.[1] Στις επιγραφές αναγράφονται τα λειτουργήματα ή και επαγγέλματα των κληρικών (όλων των βαθμών ιερωσύνης), των στρατιωτικών, των δικαστών, των ιατρών, των διαφόρων επαγγελματιών και βιοτεχνών. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις διάφορες περιοχές του χριστιανικού κόσμου διαπιστώνονται προτιμήσεις ή και διαφοροποιήσεις ως προς τις επαγγελματικές μαρτυρίες. Έτσι, στις Ελληνικές και Λατινικές χώρες, καθώς και στην Αίγυπτο και την Κιλικία (κυρίως τον 6ο και 7ο αιώνα) έχομε άφθονες επαγγελματικές μαρτυρίες, ενώ αυτές σπανίζουν στην Καρχηδόνα. Στη Τύρο της Φοινίκης οι μισές σχεδόν επιγραφές αναγράφοουν το επάγγελμα του πιστού. Από αυτές διαπιστώνεται ότι μερικοί χριστιανοί ασκούσαν δύο ή περισσότερα επαγγέλματα όπως π.χ. το επάγγελμα του πατέρα τους και κάποιο άλλο που άρεσε στους ίδιους. Επίσης μερικοί επαγγελματίες ή βιοτέχνες θεωρούσαν καθήκον και μεγάλη τιμή να ασκούν -παράλληλα με την κύρια εργασία τους- και διάφορα λειτουργήματα στό λαό ή στην ενορία τους, όπως του υποδιακόνου, του ψάλτη (ή υποψάλτη ), του νεωκόρου κ.ά. Γεγονός, πάντως, είναι οτι οι διάφορες ονομασίες των επαγγελμάτων στις επιγραφές είναι πολύ σημαντικές όχι μόνο από κοινωνιολογική, αλλά και από γλωσσολογική άποψη. Τα επαγγέλματα, που σταχυολογούνται στη συνέχεια, αναγράφονται σε χριστιανικές επιγραφές, κυρίως της Παλαιοχριστιανικής και της Βυζαντινής εποχής (4ος-15ος αι.). Βλέπε τους σχετικούς Πίνακες, όπου επιλέγονται διάφορα επαγγέλματα - λειτουργήματα από επιγραφές (εικ. 1-34).

6. Ανδρικά και γυναικεία επαγγέλματα.

Αξίζει να συγκεντρώσουμε εδώ τα επικρατέστερα ονόματα επαγγελμάτων, επειδή πολλά από αυτά είτε σπανίζουν σήμερα, είτε συνηθίζονται και μάλιστα επιβιώνουν με μερικές παραλλαγές -και στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα[2].

Α. Από τα ανδρικά επαγγέλματα σημειώνομε τους: 1) κογχυλείς (αλιείς κογχυλιών), 2) κογχυλοπλυτές, 3) κογχυλοκόπους (που στα βυζαντινά χρόνια ονομάζονται κογχυλάριοι), 4) σιτομέτρεις, 5) αρτοκόπους (= φουρνάρηδες^ ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και από τους βυζαντινούς), 6) ετράριους (= ζαχαροπλάστες), 7) τυροποιούς (= τυροκόμους), 8) τέκτονες και μαϊστορες (= αρχιτέκτοντες και μαστόρους), 9) χαλκείς (= σιδηρουργούς, πρβλ. και το σημερινό διαλεκτικό χαρκιάς), 10) χρυσοχείς, 11) δακτυλιδάριους (χρυσοχόους), 12) παρατουράς - παρατουράδες (σκηνοποιός - σκηνοπώλεις), 13) μεταξάριους (το ίδιο και στους βυζαντινούς χρόνους, που σημαίνει τους πωλητές μετάξης), 14) βαρβαρικάριους (κατασκευαστές πολυτελών υφασμάτων^ ο ίδιος όρος και στους βυζαντινούς χρόνους), 15) καραβιάριους (= αλιείς καραβίδων), 16) γρυτοπώλεις ή γρυποπώλεις (= παλαιοπώλεις), 17) βαλανέους ή βαλανείς (= υπεύθυνους λουτρών-λουτράρηδες^ ο όρος λουτράρης συναντάται και στους βυζαντινούς), 18) ιππιάτρους ή και ιππιατρούς (= κτηνίατρους για άλογα), 19) ιατρούς-γιατρούς, 20) κοπιάτες (ειδικούς τεχνίτες κατακομβών, γνωστούς και ως fossores λατινιστί), 21) βυρσοδέψεις, 22) υποδηματοποιούς-τζαγγάρηδες, 23) ξυλοκόπους-ξυλουργούς--ξυλογλύπτες, 24) σχοινοποιούς, 25) γραφείς-αντιγραφείς ή και σκρινιάριους-χαρτουλάριους, 26) καμπανιστές (= ζυγιστές), 27) καμπανάδες - σημαντήρηδες (πρβλ. και το επώνυμο Σημαντήρης-Σημαντηράκης), 28) χαράκτες, 29) θεριστές, 30) μυλωνάδες, 31) σακελλάρηδες, 32) ξενοδόχους-εστιάτορες-ταβερνιάρηδες, 33) ραπτάδες, 34) ζευγάδες, 35) γαλατάδες-γαλακτοπώληδες, 36) μαρμαράδες-μαρμαράριους, 37) βουκόλους (=κτηνοτρόφους), 38) κραμβιτάδες (=κηπουρούς, λαχανοπώληδες), 39) αρωματάρηδες-φαρμακοποιούς, 40) ζωγράφους-σγουράφους, 41) ζουράρηδες (= τοκιστές ή και φιλάργυρους-τοκογλύφους) και πολλά άλλα σύγχρονα και μη επαγγέλματα (βλέπε και την υποσημείωση ).

Β. Τα γυναικεία επαγγέλματα είναι σχετικά ολίγα αφού ως γνωστόν, στους Παλαιοχριστιανικούς και Βυζαντινούς χρόνους οι γυναίκες δεν ασκούσαν -επίσημα τουλάχιστο- πολλά βιοποριστικά επαγγέλματα. Υπάρχουν όμως και αρκετές εξαιρέσεις έτσι, από τα μαρτυρούμενα σε επιγραφές γυναικεία επαγγέλματα αναφέρομε τις: 1) ιατρίνες, 2) ναυκλήρισσες (=εφοπλίστριες), 3) πρεσβυτέρρισες-παπαδιές-αρχισυναγώγισσες (=πολύτιμοι βοηθοί ή και σύζυγοι των κληρικών), 4) διακόνισσες, 5) νεοκόρισσες, 6) κονδειτάριες (=οικοδέσποινες-νοικοκυρές), 7) ράπτριες, 8) υφάντριες - ανυφάντριες, 9) θερίστριες, 10) μαγείρισσες, 11) εργάτριες, 12) πωλήτριες (διαφόρων ειδών), 13) αστροπόλισσες (=πωλήτριες θυμιαμάτων), 14) κουβουκλάριες (=καμαριέρες το ίδιο και στους βυζαντινούς), 15) μαίες-μαμμές - κ.ά. Μερικά από τα επαγγέλματα αυτά ανευρίσκονται και σε διάφορα έγγραφα (συμβόλαια κυρίως) των χρόνων της Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας της Κρήτης κ.ά., όπου προστίθενται και διάφορες άλλες γυναικείες δραστηριότητες και ιδιαίτερα της χήρας, η οποία αναγκάζεται να διαχειρίζεται την οικογενειακή περιουσία, να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες, να εξασφαλίζει την οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση των ανήλικων τέκνων της. Σε αρχειακό υλικό της Κρήτης μαρτυρείται επίσης κατά τους αιώνες εκείνους και η προσφορά της γυναίκας τροφού - βυζάστρας, η οποία είναι γνωστή και ως παραμάνα[3].

Γ. Άξιο παρατηρήσεως είναι ότι πολλοί από τους παραπάνω όρους - λέξεις δεν ανευρίσκονται στα λεξικά της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας (Liddell-Scott) κ.α., όπως π.χ. είναι οι λέξεις: ναυκλήρισσα, ετράριος, κραμβιτάς, κονδειτάρια, αστροπόλισσα, παρατουράς. Στον Ησύχιο απαντά η λέξη παρατούριον (=αντίπανον -τέντα) κ.ά. Αλλες πάλι επέζησαν και στους βυζαντινούς χρόνους, όπως οι λέξεις: αρτοκόπος, μεταξάριος, δακτυλιδάριος, βαμβαρικάριος, κογχυλιάριος, γρυποπώλης, κουβουκλάρια, κ.ά. Πολλές λέξεις αντικαταστάθηκαν στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή από παρόμοιες ετυμολογικά, από τις οποίες προέρχονται αρκετά σύγχρονα επαγγέλματα. Έτσι διαπιστώνεται όχι μόνο η συνέχεια της Ελληνικής γλώσσας από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα. Αλλά και η Λατινική γλώσσα, καθώς και η Ιταλική, είναι πλούσιες σε ονομασίες επαγγελμάτων, όπως: catadromus - catadromarius, pantomimus, nutrix - baiula (= τροφός-βυζάστρα-παραμάνα), tabernaria (= ταβερνάρισσα) usurarius-usurario-ζουράρης (= τοκιστής-φιλάργυρος) κ.ά. Εξ άλλου, από το αρχαίο ελληνικό βαλανείον (= λουτρό, πρβλ. και τό λατινικό balneum) προέρχεται τo βαλανέος των επιγραφών, αντί του οποίου οι βυζαντινοί χρησιμοποίησαν αργότερα τον όρο λουτράρης.

Αξίζει να αναφερθούν εδώ τα επικρατέστερα βυζαντινά επαγγέλματα, τα οποία κυμαίνονται από 70 μέχρι 100, όπως: μουράρος (=κτίστης), μπαρμπέρης, ράφτης, χαλιναράς, μποτέρης, μαραγγός, σελάς, χρυσοχός, τζαγγάρης, μαρμαράς, φουρνάρης, σπαθάς, πετροκόπος, γούναρης, σκουφάς, μακελλάρης, καθεγλάς, καλαφάτης, τανιέρης, καλυκάς, χαλκάς, ζυμοπουλητής, γναφέος ή μαυριστής, δοξαράς, σκοινοπλάκος, τορνάρης, σαϊτας, κεράς, μπουμπαρδιέρος, σπλεντζέρης, χαλκωματάς, σαλουμάρος, ξεπετσοτέρης, γερακάρης, παπλωματάρης, πολβεράρος, κλειδάς, χρυσαφάς, ψαροπουλητής, ακπελλάς, περιβολάρης, σομαράς, σανσέρης (= μεσίτης), ξυγγοκεράς, τυροπουλητής. Αναφέρονται επίσης και πρωτομάστορες, κυρίως στους: χρυσοχόους, τζαγγάρηδες, μαραγγούς, μουράρους, ραφτάδες, καλαφάτες. Κάπως ευγενέστερα επαγγέλματα ήταν αρωματάρης ή σπετζιέρος ή φαρμακοπός, νοτάριος, αββοκάτος (= δικηγόρος), ιατρός τζηρόικος (= χειρούργος), ιατροφύζυκος, ζωγράφος ή σγουράφος [4] Βλέπε και τους σχετικούς πίνακες των επιγραφών.

Γ'. Απαγορευμένα Επαγγέλματα

Α'. Μερικοί χριστιανοί ασκούσαν -κυρίως στους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους- και επαγγέλματα, τα οποία οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούσαν να αποφεύγονται, όπως: 1) του αγαλματοποιού 2) του ηνιόχου), 3) του παντομίμου, 4) του γυμναστού 5) του μονομάχου, 6) του διδασκάλου τραγουδιού και μονομαχίας, 7) του θιασάρχου 8) του θαυματοποιού 9) του catadromarious (=σαλτιμπάγκου σε τσίρκο), 10) του αστρολόγου (=μάντη), 11) της τραγουδίστριας, 12) της χορεύτριας κ.ά. Γενικά οι δραστηριότητες των χριστιανών που είχαν σχέση με τον κόσμο των δημοσίων θεαμάτων και την ειδωλολατρεία- έπρεπε να αποφεύγονται, επειδή προσέβαλαν τα χρηστά ήθη και ήταν κάπως αντίθετες προς τα νέα ήθη της Χριστιανικής Διδασκαλίας. Όμως, παρά τις συστάσεις και απαγορεύσεις της Εκκλησίας, μερικά από τα επαγγέλματα αυτά συνεχίζονται ή επιβιώνουν, όπως διαπιστώνεται και από τις σχετικές επιτάφιες επιγραφικές μαρτυρίες[5]. Τα αρχαία επαγγέλματα συνεχίζονται και στη χριστιανική κοινωνία, η οποία αποτελεί συνέχεια και εξέλιξη της προχριστιανικής κοινωνικής δομής. Πρβλ. και το Πρώτο Μέρος του παρόντος τόμου που επιγράφεται "Μετάβαση από την Αρχαία Τέχνη στην Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη".

Β. Αν και κάπως εκτός θέματος, όμως πολύ ενδιαφέροντα είναι και τα Βυζαντινά (ή και Μεταβυζαντινά) ηθικά παραπτώματα των επιγραφών, επειδή σ' αυτά υάρχουν ενδείξεις επαγγελμάτων ή καυτηριάζονται και κάποιοι αμαρτωλοί, γνωστοί και ως κολασμένοι. Από τους τοιχογραφημένους ναούς π.χ. της Κρήτης (μετά τον 13ο αιώνα) επιλέγομε εδώ τα επικρατέστερα ηθικά παραπτώματα, όπως είναι: 1) Οι κοιμώμενοι την Αγίαν Κυριακήν, δηλ. οι μη εκκλησιαζόμενοι, 2) γυναίκες-μητέρες "αι μη θηλάζουσαι τα νήπια", ή "αποστρεφόμεναι τα νήπια" (πρβλ. και το επάγγελμα της τροφού - βυζάστρας - παραμάνας , 3) παπαδιά ή "πορνεύουσα" 4) οι πόρνοι - πόρνες,, 5) οι μοιχοί, β) οι φονείς, 7) οι ψεύτες, 8) οι κλέπτες, 9) οι φιλάργυροι, 10) οι βλάσφημοι, 11) οι επίορκοι. 12) ο ζουράρης, 13) η μαυλίστρια, 14) η παραφρουγκαστέα ( =κρυφακούστρια), 15) ο φαλτσογράφος 16) ο κλεπτοσκοίνης, 17) ο μεταθέτων τα όρια (=σύνορα) και πολλά άλλα. Επίσης, άδικα ή αμαρτωλά επαγγέλματα χαρακτηρίζονται και εκείνα, που ως πρώτο συνθετικό έχουν την πρόθεση παρά, όπως είναι: παρακαμπανιστής (= κακοζυγιστής), παραχαράκτης, παραθεριστής, παραυλακιστής, κ.ά., με την έννοια του άδικου, του κλέπτη και γενικά του κακού. Με τα καυτηριαζόμενα αυτά παραπτώματα -και μάλιστα σε πολλές και περίεργες εικονογραφικές σκηνές των ι. ναών -επιδιώκεται ό φρονηματισμός των πιστών. Οι ποινές, αυτές των αδίκων -κολασμένων έχουν μεγάλη σπουδαιότητα, κυρίως από ηθικής και κοινωνιολογικής απόψεως[6]. Πρβλ. και τις απειλητικές εκφράσεις (κατάρες, αναθέματα κ.ά.) των παλαιοχριστιανικών επιγραφών (4ου - 7ου αι.), που αναγράφονται κυρίως για την προστασία των τάφων. Τόσο από τα απαγορευμένα επαγγέλματα, όσο και άπο τις άφθονες ποινές των κολασμένων, εξάγονται πολύτιμα συμπεράσματα για τις ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις των χρόνων εκείνων. Γενικά όμως οι εικόνες, μαζί με τις συνοδευτικές τους επιγραφές, παρέχουν πολλά μυνήματα. Αντικατοπτρίζουν τα βιώματα και τις αντιλήψεις κάθε εποχής.

Δ. Εκκλησιαστικά Αξιώματα σε Επιγραφές

Στις χριστιανικές επιγραφές, καθώς και σε πολλές βυζαντινές πηγές, μαρτυρούνται όχι μόνο όλοι οι βαθμοί της Ιερωσύνης, αλλά και πολλά εκκλησιαστικά αξιώματα -οφφίκια, με ποικίλες μάλιστα διαλεκτικές παραλλαγές, όπως 1) Αρχιερεύς-Αρχιεπίσκοπος - Πατριάρχης 2) επίσκοπος - δεσπότης κ.ά., 3) πρεσβύτερος - πρωτοπρεσβύτερος - οικονόμος - παπάς - πρωτόπαπας - πρωτοπαπάς κ.α 4) ηγούμενος - γούμενος - καλόγερος - γέροντας κ.α., 5) ηγουμένισσα - γουμένισσα -καλογριά - γερόντισσα κ.ά., 6) διάκονος - διάκος κ.α., 7) διακόνισσα, 8) παρθενεύουσα (= αφιερωμένη στο Θεό), 9) ιεροψάλτης - ψάλτης - υποψάλτης, 10) αναγνώστης, 11) διδάσκαλος -σκρινάριος, 12) νεωκόρος - νεωκόρισσα, 13) εκκλησάρης - εκκλησάρισσα, 14) ιστοριογράφος - αγιογράφος - ζωγράφος κ.ά. Βλέπε Πίνακες εικόνων. Πολύ συχνά βλέπομε επίσης στις επιγραφές κληρικούς ή και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, οι οποίοι -παράλληλα με το λειτούργημά τους- ασκούσαν και διάφορα άλλα επαγγέλματα, όπως π.χ.: 1) πρεσβύτεροι - χρυσοχόοι - χαράκτες - αγιογράφοι κ.α., 2) μοναχοί - αγιογράφοι - βαφείς -μυροποιοί -μελισσοκόμοι κ.α. , 3) διάκονοι - χρυσοχόοι - βαφείς - χαράκτες κ.ά., 4) υποδιάκονοι - γραφείς, χρυσοχόοι - μελισσοκόμοι - κηροποιοί κ.α., 5) αναγνώστες -χαρτουλάριοι - μαρμαρογλύπτες - χαράκτες - μαχαιροποιοί, 6) πρεσβυττέρισσες - παπαδιές - αρχισυναγώγισσες - κατηχήτριες κ.α. Βλέπε και τους Πίνακες 6 κ.ε. Γνωστή είναι η ποοσφορά των κληρικών (κυρίως των μοναχών) στην Αγιογραφία και Μικροτεχνία γενικά. Έτσι, πολλές επιγραφικές μαρτυρίες υπάρχουν για κληρικούς-μοναχούς, που εργάζονταν και ως: αγιογράφοι, ζωγράφοι, καλλιγράφοι, αντιγραφείς χειρογράφων, ξυλογλύπτες διαφόρων εκκλησιαστικών έργων Τέχνης επιγραφών, σφραγίδων κ.λπ. (Πρβλ. Πίνακες).

Στις επιγραφές της κατηγορίας αυτής παρέχεται μια απλή και ανάγλυφη εικόνα όχι μόνο του Πολιτεύματος της Εκκλησίας, αλλά και της όλης δράσεως και προσφοράς των κληρικών στη διάρθρωση της κοινωνικής δομής κάθε εποχής. Και από τις άφθονες σχετικές επιγραφές μαρτυρείται, ότι οι κληρικοί -όλων των βαθμών ιερωσύνης- ήταν από τα πλέον δραστήρια μέλης της κοινωνίας.

Ε'. Λάθη Επιγραφών: Σχόλια - Παρατηρήσεις

Είναι γνωστό ότι οι ανορθογραφίες, τα λάθη, οι ασυνταξίες, ήταν πολύ συνηθισμένα σης επιγραφές. Τά λάθη όμως αυτά δεν ενοχλούσαν ή δεν ήταν τόσο αισθητά, δεδομένου ότι ουδείς διαμαρτυρήθηκε ή προσπάθησε να διορθώσει επιγραφικά λάθη. Η προσοχή των επιγραφοτεχνιτών στην "καλλιτεχνία" των επιγραφών δε τους άφηνε χρόνο η σκέψη για ορθογραφία. Η "καλλιτεχνία" ενδιέφερε περισσότερο. Ήταν μια τυπική και εμπειρική τέχνη, που έμοιαζε ως "ακουστική - οπτικοακουστική, δεδομένου ότι και ο προφορικός λόγος επηρέαζε πολύ τους χαράκτες των επιγραφών. Δεν ενοχλούσαν όμως τα λάθη, τα οποία στο "ακουσμά" τους δεν ήταν τόσο αντιληπτά. Κύριος σκοπός των επιγραφοτεχνιτών ήταν να παρουσιάσουν -όσο μπορούσαν πιο καλλιτεχνικά- ένα αυθεντικό κείμενο, ένα νόημα ή μήνμμα, αδιαφορώντας για την ορθογραφία του το κείμενο αυτό το έγραφαν ή το υπαγόρευαν άλλοι (ο πελάτης, η οικογένεια, η κοινότητα, κάποιος άρχοντας, η πολιτεία κ.λπ.). Οι χειρόνακτες και εμπειρικοί τενίτες επιγραφών ήταν αναγκασμένοι να προσαρμόσουν το κείμενο αυτό προς τις εκάστοτε συνθήκες, και μάλιστα: 1) προς τον συνήθως περιορισμένο χώρο - φορέα της επιγραφής 2) προς τα τεχνικά και υλικά μέσα της εποχής 3 ) προς την επιλογή των ευκολοτέρων προς χάραξη γραμμάτων - φθόγγων, 4) προς την οπτικά καλύτερη επεξήγηση ή υπομνηματισμό των παραστάσεων 5) προς την εμφανέστερη θέση της επιγραφής είτε για λειτουργικούς, είτε για εύκολη ανάγνωση ή αποστήθιση), 6) προς το πνευματικό επίπεδο και τη δεξιοτεχνία του κάθε επιγραφοτεχνίτη, 7) προς την όλη καλλιέργεια εκείνοι που παράγγειλε την επιγραφή, 8) προς το πνευματικό επίπεδο της κοινότητας, των αναγνωστών - πιστών κ.λπ., κ.λπ. Ας σημειωθεί ότι το θέμα των επιγραφικών λαθών είναι μεγάλο και θα πρέπει να γίνει αντικείμενο ειδικής μελέτης.

Ευνόητο είναι ότι με τη σταχυολόγηση των παραπάνω παραδειγμάτων, καθώς και με τις σχετικές παρατηρήσεις, δεν εξαντλείται εδώ ο κατάλογος των επαγγελμάτων των Παλαιοχριστιανικών και Βυζαντινών χρόνων. Για το πολύ ενδιαφέρον αυτό θέμα θα πρέπει να συνταχθεί ειδική πραγματεία ή και πολλές μονογραφίες (ηθικές, δογματικές, λειτουργικές κ.ά.) στηριγμένες, συν τοις άλλοις, και στα στοιχεία που παρέχουν τα διάφορα corpus και οι σχετικές μελέτες των χριστιανικών επιγραφών. Στο τέλος της μελέτης αυτής υπάρχουγ αρκετές εικόνες επιγραφών-Πίνακες (1-12), όπου μαρτυρούνται πολλά επαγγέλματα - λειτουργήματα, καθώς και άλλα επιγραφικά μηνύματα.

Στ'. Ο Χαιρετισμός "Εν Ερηνη" : Επιγραφικά Σχόλια

Από τους ωραιότερους και συχνότερους αποχαιρετισμούς προς τους χριστιανούς νεκρούς είναι το ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ. Η τυπική αυτή έκφραση (ιουδαϊκής προελεύσεως) εισήλθε από πολύ ενωρίς στη Χριστιανική Λατρεία (Θ. Λειτουργίες, Ευχολόγια). Αυτό διαπιστώνεται και από την πλατιά χρήση του όρου "εν ειρήνη" στις επιτάφιες χριστιανικές επιγραφές, από την Παλαιοχριστιανική εποχή μέχρι και σήμερα. Συναντάται πολλές φορέ.ς σε Ανατολή και Δύση. Το "εν ειρήνη" εναλλάσσεται σης χριστιανικές επιγραφές με τό λατινικό αντίστοιχό του "in pace", τo οποίο είχε επίσης μεγάλη διάδοση τόσο στή Δύση, όσο και στην Ανατολή ήδη από τον 3ο αιώνα (π.χ. κατακόμβη Αγίας Πρίσκιλλας κ.α.). Συνήθη ειναι τα επιτάφια επιγράμματα, τα ονομαζόμενα και "ειρήνης" ή και "αναστάσεως", εξαιτίας των φράσεων: "εκοιμήθη εν ειρήνη έως αναστάσεως", "ώδε εκοιμήθη εν ειρήνη", "ενθάδε κείται εν ειρήνη" κ.λπ. Τα επιγράμματα αυτά χρονολογούνται στους 4ο και 5ο αιώνες και συναντώνται σε πολλά μέρη του χριστιανικού κόσμου (Ιταλία, Μ. Ασία, Αίγυπτο, Αθήνα, Σπάρτη, Μακεδονία κ.ά.). Πολύ συνηθισμένο είναι και το "ειρήνη υμίν", καθώς και το αντίστοιχό του λατινικό "pax vobis". Επιγραφικά δείγματά του βρίσκομε παντού, όπως στη: Μ. Ασία, Συρία, Αφρική, Ιταλία, Ελλάδα κ.λπ. Και αυτά ανάγονται στούς 4ο-6ο αιώνες, επιβιώνουν όμως μέχρι και σήμερα. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι τα "ειρήνη υμίν - pax vobis" απευθύνονται, κυρίως στη Δύση, περισσότερο προς τους νεκρούς, όπως π.χ. "ειρήνη τη ψυχή σου". Αντίθετα στην Ανατολή απευθύνονται, κατά κανόνα, στους αδελφούς της κοινότητας ή και προς τους περαστικούς, όπως "ειρήνη πάσιν" ή "ειρήνη Χριστού πάσιν", φράσεις με έντονη επίσης λειτουργική φόρτιση και ναοκεντρική αναφορά. Το "ειρήνη υμίν" ήταν, ως γνωστόν, και ο προσφιλής χαιρετισμός του ίδιου του Χριστού. Ο ευαγγελικός αυτός χαιρετισμός -πρός ζώντες και νεκρούς, προς τη στρατευόμενη και θριαμβεύουσα Εκκλησία, ως σώμα Χριστού- επιβιώνει μέχρι και σήμερα στη γλώσσα του "από καταβολής κόσμου" ευσεβούς Ελληνικού Λαού. Με τα "πορεύου εν ειρήνη" ή απλώς "εν ειρήνη Κυρίου" κ.τ.τ. αποχαιρετούν και σήμερα ακόμη κυρίως οι λόγιοι (αλλά και οι ολιγογράμματοι) προσφιλή και αγαπημένα τους πρόσωπα. Αξιοπρόσεκτο είναι επίσης ότι από τον τυπικό εβραϊκό χαιρετισμό shalom (= ειρήνη) και από τον αραβικό salem aleikum (= ειρήνη υμίν) προέρχεται - δια μέσου της τουρκικής γλώσσας- ο κρητικός λαϊκός όρος "σαλαμαλέκι". Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η ακτινοβολία της ελληνικής γλώσσας -σε διεθνές μάλιστα επίπεδο- έγινε μέ πάρα πολλούς όρους, όπως: "Ιστορία, Αρχαιολογία, λειτουργία, ευχαριστία, εκκλησία, βασιλική, μοναστήρι, μοναχισμός, λόγος, επιγραφική, νομολογία, ειρήνη -εν ειρήνη". Πολλοί από τους όρους αυτούς χαράσσονται και σε πρωτότυπες επιγραφές που είναι ο αυθεντικός "λόγος - μήνυμα" του χαράκτη, ο οποίος αντιπροσωπεύει το λαό ή μια ομάδα ανθρώπων. Η τόσο πλούσια σε λειτουργικές-εκκλησιαστικές εκφράσεις γλώσσα του Ορθόδοξου Ελληνικού Λαού είχε πάντοτε μεγάλους τροφοδότες: το ιερό Ευαγγέλιο, τους ψαλμούς-ύμνους-τροπάρια, τις εκκλησιαστικές τελετές, τη θρησκευτική -ναοκεντρική ζωή γενικότερα. Γεγονός είναι ότι σε καμιά άλλη γλώσσα χριστιανικού λαού δεν παρατηρείται τόσο έντονος επηρεασμός από τα θρησκευτικά-λειτουργικά πράγματα, όσο στην Ελληνική.

Επισημείωση: Περισσότερα στοιχεία και πλούσια Βιβλιογραφία, βλέπε στα τρίτομα συγγράμματα του Γ.Β. Αντουράκη, με τίτλο: Χριστιανική Αρχαιολογία και Επιγραφική, Αθήνα 1997 - 2001. Του ιδίου. Θέματα Αρχαιολογίας και Τέχνης, τόμοι Α', Β' και Γ', Αθήνα 1998 -2001.




[1] ?ooe ?.?. a?u oeo 2000 ?an??io a?eanaoYo oui eaoaeiia?i oco Aa?ao ?n?oeeeeao aea?eooao aiaoYnioi oi a?Uaaaeia oio iaeniy, ai? a?u oeo 50 a?eanaoYo oio iaiy oco Aa?ao Aooci?ao ooi Grado (eiioU ooc Aaiao?a, ?io ?niiieiaiyioae ooi Yoio 579) ie 18 aiaoYnioi oi a?Uaaaeia oio iaeniy. AeY?a o?aoeeU D. Mazzoleni, Il lavaro nell' epigrafia Cristiana, Uneni ooa ?naeoeeU ooio Ooiaan?io "Spiritualita del lavoro..." Las-Roma 1986, oae. 264. OciaeuoYii uoe i aeeaeouo ooiUaaeoio D. Mazzoleni aeaaY?ecea oi aeUocii a?eanaoieuai A. Ferrua ooci Yana oco ?neooeaiee?o A?enaoee?o ooi Pont. Instituto de Archeologia Cristiana oco N?ico. Eae ie ayi Y?ioi ooaanUoae ?ieeYo eae aieueiaao iaeYoao aea oeo ?neooeaieeYo a?eanaoYo (aeY?a aeaeeianao?a).

[2] ?nae. A.A. AioionUec, A?eeia? eaue?i unui aea oi ?neooeaieeu iau eae oeo aeinoYo. Ooiaie? ooci Yeonaoc oco ?neooeaiee?o Eaona?ao eae OY?ico, Ae?ia 1986. Ooc iiiianao?a aoo? a?iaaeeiyaoae i iaaUeio ai?eiooeoiuo oco Aeeciee?o ae?ooao a?u oa encoeaooeeU-eaeoionaeeU ?nUaiaoa eae oci Yioiic ?neooeaiee? ?u? oui ?niauiui iao. AeeU eae i ai?eiooeoiuo oco Eaoeiee?o ae?ooao (eae oui eaoeiiaai?i aeuoo?i aaieeuoana) a?u ?neooeaieeiyo unioo-a?eanaoYo aai a?iae ieenuo. Oi ?aei ?anaocna?oae eae ooeo ae?ooao ueui oui ?neooeaiee?i ?un?i.

[3] ?nae. oci aieueiac iaeYoc (Aeaaeoinee? aeaonea?) oio A.I.?a?aaUec, Iinoa? oio eaueiy ?ieeoeoiiy oco En?oco oio 15io eae 16io ae?iio eaoU oao AnaiiaoaeaeUo ?caUo, Ae?iae 1976. AeY?a eae ?nyoao A. IaeoY?io, C ?anioo?a oco aoia?eao ooeo iioaneaeYo ?nUiaeo oco ?aneuaio oco Aaiaoienao?ao, ?an. "Encoieia?a", oay?c 16-19 (EaiioUneio 1983-AaeYianeio 1984), oae. 62-79, u?io eae c ?aeeuoanc o?aoee? aeaeeianao?a. ?nae. a??oco eae ooi o?aoeeu iaeYocia oio A.A. AioionUec, Aoia?eao ooci OY?ic, Ae?ia 1997.

[4] Aea oa a?aaaYeiaoa ooi Ao?Uioei, aeY?a oi o?aoeeu eaoUeaei oio eeaooeeiy ooaanUiaoio oio aaeii?ooio Eaecaco? O. EioeioeY, Ao?aioei?i A?io eae ?ieeoeoiuo, ouiio A', iYnio E: "Ainoa? eae ?aicaoneoii? -Ynaa ao?ie?ao- a?aaaYeiaoa eae ieeniai?uneii", ai Ae?iaeo 1948, oae. 179-258, u?io aiaoYniioae 150 ?an??io ao?aioeiU a?aaaYeiaoa. ?nae. eae E.A. IYno?eio, Ooa?oieia?iaoa a?u oa eaoUooe?a oio iioan?io En?oco Ie?a?e IanU (1538-1578), ?aneiaeeu "EncoeeU ?niieeU", oii. EA'-EOO' (1961-1962), oae. 228-308, u?io ?ieeU a??ioia eae a?aaaYeiaoa.

[5] Uo ?anUaaeaia ociae?iiia oi ?an?ocii a?eoyiaei iicia?i oio ?neooeaieeiy i?iio Aeoae?io, i i?i?io a?Yeocoa iaaUec o?ic ooii euoii oui aciio?ui eaaiUoui eaoU oii 5i ae?ia i.?. ?nae. G.B. Rossi, Inscriptiones Cristianae Urbis Romae septimo saeculo antiquiores, oui. 5io, anee. 13655, u?io c aciio?aooc oco a?eoUoeao ?eUeao oio Aeoae?io. ?aneoouoana aea oci ?niou?eeuocoa eae oi anai oio ?neooeaiiy aooiy i?iio, aeY?a ooi ?niaiaoaneYi Uneni oio D. mazzoleni, oae. 267-268. AeY?a eae ?ei. 2, aee. 6, u?io aeeuia eae a?eanao? eU?ieio a?eooUoc-iiiiiU?io a?u oi Iiooa?i Eineieio.

[6] ?nae. A.A. AioionUec, Oie?ianaociYiie Ao?aioeii? iai? oco En?oco, Oay?io A' A?an??ae: Ooae?ui - A?iein?iio - Naeyiico, Ae?iae 1978-1987, oae. 24-26, u?io o?aoeeU ?anaaa?aiaoa. Aea oi eYia aoou o?Un?ae ?eiyoea aeaeeianao?a, a?u oci i?i?a ociae?iioia aa? iuii oeo iaeYoao oui: O.I. IaaanUec, C eueaoc eae ie ?ieiYo oui eieaoiYiui oai eYia oco AaooYnao ?anioo?ao ooeo aeeeco?ao oco En?oco, ooi ?aneiaeeu "?aun ae ?Yonao", oay?c EE (1978) -V-VI (1980-81). E.I. ?niaaoUec, I aeUaieio aeo oci Ao?aioei?i OY?ici. Ooiaie? aeo oci Ynaoiai oco Ineiauiio ?uanaoee?o eae Aeo?oee?o, Eaooaeii?ec 1980. Ie ?anaooUoaeo aeea?ui eae aa?eui iao a?ao?ieiyi oa aeaee? iiiianao?a, c i?i?a ea aciioeaoea? oyioiia, Eaiy aoaieiyioio.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου