Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

9/3/2009

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Συνέντευξη με τον κ. Γ. Κόρδη, αγιογράφο
O κ. Γιώργος Κόρδης έχει σπουδάσει Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ παράλληλα έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και βυζαντινής αγιογραφίας. Συνέχισε τις σπουδές του (ζωγραφική, νωπογραφία και ψηφιδωτό) στην Βοστώνη και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής. Μελέτησε συστηματικά την ιστορία και την αισθητική της βυζαντινής ζωγραφικής και από το 1991 είναι διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με διδακτορική διατριβή για τη σχέση μορφής και εικόνας. Σήμερα ασχολείται με την ζωγραφική, την εικονογράφηση βιβλίων και την εκτέλεση μνημειακών έργων (Ι.Μ. Δοχειαρείου Αγ. Όρους. κ.α.). Έχει δημοσιεύσει κείμενα για τη θεολογία και την τέχνη της εικόνας, ενώ από το 1990 ασχολείται και με τη διδασκαλία της βυζαντινής αγιογραφίας.
Πηγή:http://www.xfe.gr
Χ.Φ.Ε.: Κύριε Κόρδη, σχεδόν όλοι οι αγιογράφοι σήμερα δεν δημιουργούν νέα έργα, αλλά μόνο αντιγράφουν. Αυτό πιστεύετε στηρίζεται σε μία, ας πούμε, θεολογική βάση ή οφείλεται στη δημιουργική ανεπάρκεια των αγιογράφων;
Γ. Κόρδης: Είναι και τα δύο και ίσως και πολλοί άλλοι λόγοι. Αφενός μεν οι σύγχρονοι αγιογράφοι δεν μπορούν να δημιουργήσουν. Για πάρα πολλούς λόγους. Είτε γιατί δεν έχουν τέτοια ικανότητα, είτε γιατί δεν έχουν σπουδάσει σωστά. Δεν μπορούν επομένως να φτιάξουν εικόνες που να είναι μέσα στη βυζαντινή παράδοση αλλά να είναι ταυτόχρονα και έργο δικό τους.
Υπάρχουν όμως και λόγοι θεολογικοί, με την έννοια ότι υπάρχει σήμερα μία ερμηνευτική προσέγγιση στα περί της εικόνας, που δεν ευνοεί αυτή τη δημιουργική στάση απέναντι στην παράδοση. Δηλαδή, ερμηνεύουμε με τέτοιο τρόπο την εικόνα, ώστε να αποκλείουμε σχεδόν κάθε δημιουργία. Είναι βέβαια ένα τεράστιο θέμα, αλλά γενικότερα έχει να κάνει με το εξής: Φορτίζουμε την τεχνοτροπία των εικόνων ως προς την τελευταία λεπτομέρεια με κάποιο θεολογικό σημαινόμενο, κάτι το οποίο αποκλείει την πιθανότητα αυτό να το αλλάξεις, να προτείνεις μιαν άλλη λύση
Για παράδειγμα, ας πούμε ότι τα μεγάλα αυτιά είναι μεγάλα για να ακούνε τις βουλές του Κυρίου. Αυτό σημαίνει ότι, από τη στιγμή που το στοιχείο αυτό είναι θεολογικά φορτισμένο, δεν μπορείς εσύ να φτιάξεις μικρά ή μικρότερα αυτιά. Άρα αποκλείεται οποιαδήποτε δημιουργική σχέση και τυποποιείται ολοένα και περισσότερο η βυζαντινή παράδοση. Και αυτό ισχύει σε όλο το φάσμα των εικαστικών στοιχείων της εικόνας.
Όλη η εικόνα έχει φορτιστεί, μέχρι και το τελευταίο κλαδάκι που θα δεις σε μία σύνθεση. Βέβαια, υπάρχει η θεολογική σημαντική των εικόνων και κανείς δεν μπορεί να την αρνηθεί, αλλά σίγουρα αυτή δεν αφορά τα πάντα και όλα τα στοιχεία της εικόνας. Γι' αυτό ακριβώς σήμερα έχουμε φτάσει σε μία αδιέξοδη σχέση με την βυζαντινή εικόνα. Να μην επιτρέπεται δηλαδή, σχεδόν ούτε καν θεωρητικά, να προσθέσει ή να αφαιρέσει κανένας κάτι, να βάλει ένα χρώμα λίγο διαφοροποιημένο, ή να κάνει κάποια σχεδιαστική πρόταση.

Χ.Φ.Ε.: Αυτό όμως δεν είναι πλέον μια μορφή στασιμότητας; Γιατί υπάρχει αυτή η κατάσταση, αντίθετα από παλιότερα, όπου η εικόνα εξελισσόταν, είχαμε συνεχώς νέες σχολές, κλπ.;
Γ. Κόρδης: Είναι στασιμότητα. Θα έλεγα όμως ότι στο κλίμα της ελλαδικής εκκλησίας είναι αρκετά καλά τα πράγματα. Υπάρχουν πιο σφιχτές καταστάσεις. Για παράδειγμα, στην εκκλησία της Κύπρου έχει συσταθεί και ειδική επιτροπή η οποία ελέγχει ποιες εικόνες είναι βυζαντινές ή όχι. Σ'; εμάς δεν υπάρχει ευτυχώς κάτι τέτοιο, όπως και δεν υπήρξε ποτέ. Εάν υπήρχε μια τέτοια επιτροπή τον 15ο αιώνα, θα «κόβανε» τον Θεοφάνη, ο οποίος σε σχέση με τον προϋπάρχοντα Πανσέληνο ήταν θα λέγαμε καινοτόμος, δεν ήταν αρκετά "βυζαντινός" με βάση τα δεδομένα της εποχής του. Εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, κι αυτό είναι παρήγορο.

Χ.Φ.Ε.: Το πρόβλημα είναι όμως μόνο στην ερμηνευτική θεώρηση ή αφορά και την παραδοχή του κόσμου; Αν έστω "επιτρεπόταν" να ζωγραφιστεί κάτι νεωτεριστικό, νομίζετε ότι ο κόσμος θα το δεχόταν;
Γ. Κόρδης: Όχι. Δεν θα το δεχόταν, και καλά θα έκανε να μην το δεχθεί. Εδώ πια τίθεται το θέμα του πώς γινόταν η πορεία. Με ποιες προϋποθέσεις περπάτησε η βυζαντινή τεχνοτροπία και με ποιες μπορεί να περπατήσει. Σίγουρα αυτή η πορεία, για να είναι πορεία, ποτέ δεν περιφρόνησε το εκκλησιαστικό σώμα. Δηλαδή η πορεία δεν ήταν ποτέ αλματώδης.
Δε έγιναν ποτέ τόσο μεγάλα άλματα ώστε να ξενίζουν ή να δημιουργούν ένα σεισμό στο πλήρωμα της εκκλησίας. Γι'; αυτό και ποτέ μα ποτέ δεν έχουμε διαμάχες, τουλάχιστον μετά τον 10ο αιώνα, που να αφορούν τέτοιο ζήτημα, δηλαδή τεχνοτροπικό ζήτημα των εικόνων. Αυτό σημαίνει ότι όλη η πορεία της τέχνης περπάταγε με τέτοιο τρόπο που δεν δημιουργούσε σκάνδαλο στους πιστούς.
Δεν υπάρχει καμία καταγεγραμμένη μαρτυρία ότι αντέδρασε ο κόσμος όταν εμφανίστηκε πχ. η παλαιολόγεια τεχνοτροπία σε σχέση με των Κομνηνών, ή αργότερα. Πράγμα που σημαίνει ότι υπήρξε μια φυσιολογική πορεία.

Χ.Φ.Ε.: Πού οφείλεται αυτό; Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μια ανάλογη πορεία και σήμερα;
Γ. Κόρδης: Κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν μπορεί γιατί δεν έχουμε εμείς οι ίδιοι σωστή και φυσιολογική σχέση με την εκκλησία. Έχουμε κληρονομήσει έναν τύπο, που είναι η βυζαντινή τεχνοτροπία. Είναι ένας τύπος, είναι μια γλώσσα. Επειδή δεν ζούμε το πράγμα, φοβόμαστε ότι, αν αλλάξουμε λίγο τη γλώσσα, θα χάσουμε το πράγμα. Ενώ, αν είχαμε το πράγμα, δεν θα φοβόμασταν να προχωρήσουμε τη γλώσσα μας. Κάτι το οποίο γινόταν πάντοτε στη ζωή της εκκλησίας.
Η Εκκλησία έχοντας την αλήθεια ζούσε την αλήθεια, και γι'; αυτό δεν φοβόταν να την πει έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα. Λοιπόν το κύριο πρόβλημά μας είναι αυτό. Έχοντας μικρή ή και καμία σχέση με την αλήθεια γινόμαστε τυπολάτρες. Λατρεύουμε τη γλώσσα που εκφράζει την αλήθεια. Και γι' αυτό ακριβώς είμαστε φοβισμένοι, δειλοί, σε βαθμό ακατανόητο.
Ενώ βλέπουμε στην περίοδο της τουρκοκρατίας, όπου θα περίμενε κανείς μια Εκκλησία υπόδουλη και με λιγότερη μόρφωση, να τολμώνται πράγματα που σήμερα δεν διανοούμεθα να τολμήσουμε. Και δεν ήταν τόλμη αυτό, ήταν φυσιολογικό πράγμα.
Εμείς το βλέπουμε σήμερα τολμηρό. Για εκείνους ήταν μια φυσιολογική διαδικασία, γιατί οι άνθρωποι είχαν την πίστη τους. Πίστευαν ότι η Εκκλησία τους είναι ορθόδοξη, ότι έχει το Άγιο Πνεύμα, ενώ εμείς φθάνουμε μερικές φορές να πιστεύουμε σήμερα ότι δεν έχουμε το Άγιο Πνεύμα. Και φοβόμαστε ότι αν απλώς αλλάξουμε μια κεραία κάπου, ή αν αλλάξουμε λίγο το χρώμα, θα χάσουμε την αλήθεια. Μα δεν χάνεται έτσι η αλήθεια!
Πέρα απ' αυτό το κύριο πρόβλημα, υπάρχουν και πάρα πολλοί άλλοι λόγοι και πολλή άγνοια. Πάρα πολλοί πιστεύουν ότι η βυζαντινή ζωγραφική είναι κάτι που η εκκλησία το εφηύρε για να φτιάξει τις εικόνες. Μα δεν είναι έτσι. Όλα τα στοιχεία που συνιστούν τη βυζαντινή τεχνοτροπία προϋπάρχουν σε διάφορα εικαστικά ρεύματα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η "ανάστροφη προοπτική", η απουσία του βάθους, η γραμμικότητα, το πώς πλάθουμε το χρώμα, κλπ.
Η Εκκλησία, προκειμένου να μιλήσει στον κόσμο, δανείστηκε τη γλώσσα που υπήρχε στο περιβάλλον. Και τη χρησιμοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και μάλιστα προχώρησε ακόμα πιο πολύ, τη λέπτυνε, την προσήρμοσε στις ανάγκες της, κι αυτή η προσαρμογή ήταν διαρκής. Εμείς λοιπόν, αγνοώντας όλα αυτά τα πράγματα, την ιστορική διαδρομή της εικονογραφίας, φτάνουμε να τη θεωρούμε ένα θεόπεμπτο γεγονός, και έτσι αδυνατούμε να έχουμε μία υγιή σχέση μαζί της. Λατρεύουμε πλέον τον τύπο και γινόμαστε και ανιστόρητοι.

Χ.Φ.Ε.: Μετά την τουρκοκρατία η συνέχεια της παράδοσης έσπασε, λόγω ίσως του γενικότερου κλίματος της εποχής για υιοθέτηση κάθε τι "ευρωπαϊκού". Έτσι κάπου χάθηκε και η βυζαντινή τεχνοτροπία. O Κόντογλου έπαιξε καίριο λόγο στην αναβίωση της εικονογραφικής αυτής παράδοσης. Κατά πόσο παρέμεινε όμως στη στείρα αναβίωση και πόσο συνέβαλε στην εξέλιξη και ανανέωσή της;
Γ. Κόρδης: O Κόντογλου δεν ήταν απλώς ο βασικότερος που συνετέλεσε στην επαναφορά της βυζαντινής παράδοσης. Ήταν ο μόνος σ' αυτή την ιστορία. Κατανοούσε ορθώς την όλη διαδικασία, και αυτό είναι πράγματι έκπληξη. Όχι μόνο το καταλάβαινε σωστά, αλλά προχωρούσε και στην πράξη. Η δουλειά του ναι μεν είναι καθαρώς βυζαντινή, αλλά είναι προσωπική δουλειά.
Δηλαδή, αν δεις μια εικόνα του λες: «αυτή είναι του Κόντογλου». Την αναγνωρίζεις αμέσως. Είναι ένα έργο προσωπικό και όχι φωτοτυπία κάποιου έργου του παρελθόντος. Πέραν δε τούτου, ο ίδιος ο Κόντογλου καταλάβαινε αυτή την πορεία σε βαθμό που σοκάρει πάρα πολλούς σήμερα. Έλεγε, για παράδειγμα, ότι πρέπει να συνεχίσουμε τη βυζαντινή παράδοση απ'; εκεί που σταμάτησε, δηλαδή από τη μεταβυζαντινή φάση της.
Αυτό δεν είναι σήμερα κατανοητό και μάλιστα κατηγορούν τον Κόντογλου γι' αυτές τις επιλογές, λέγοντας ότι επέλεξε τις λαϊκότροπες λύσεις που υπήρχαν τότε, περιφρονώντας και μη επιλέγοντας τις λύσεις της εποχής των Παλαιολόγων ή της κρητικής σχολής.
Αλλά ο Κόντογλου, επειδή σκεφτόταν εκκλησιαστικά, καταλάβαινε ότι υπάρχει μια πορεία και μια συνέχεια. Άρα δεν μπορούμε να επιστρέφουμε στο παρελθόν υιοθετώντας και ανασύροντας απ' αυτό κάποια λύση, γιατί αυτή ξεπεράστηκε. Δηλαδή ο Πανσέληνος ιστορικά ξεπεράστηκε, δεν έμεινε εκεί η Εκκλησία. Προχώρησε, ήρθε στο Θεοφάνη, μετά κι ο Θεοφάνης ξεπεράστηκε και πήγε σ' άλλους, και ο Κόντογλου πίστευε ότι λογικά, έπρεπε να συνεχίσουμε αυτό το πράγμα.
Διαφορετικά γινόμαστε μουσείο. Χάνεται η ζωντανή παράδοση, που για μας είναι η δημιουργία και η συνεχής εκφορά του ίδιου πράγματος σε συνεχώς καινούρια γλώσσα. Αυτό κάνουμε πάντα στην Εκκλησία. Αυτό χάνεται όμως.

Χ.Φ.Ε.: Μπορούμε να έχουμε εικόνες για εκκλησιαστική χρήση, ζωγραφισμένες με άλλη τεχνοτροπία πχ. αφηρημένη τέχνη; Τέτοιες ριζοσπαστικές κατευθύνσεις μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να λειτουργήσουν ως λειτουργική εικόνα;
Γ. Κόρδης: Είναι σχετικό το θέμα. Για παράδειγμα, έχουμε την περίπτωση του Ευαγγελίου. Εξαρχής η εκκλησία έχει την αλήθεια της και την καταγράφει μέσα στο Ευαγγέλιο, η οποία αλήθεια επιτρέπει να μεταφραστεί στη συνέχεια και σε άλλη γλώσσα.
Αν μιλούσαμε σε επίπεδο εικονογραφίας, τηρουμένων των αναλογιών, η εικόνα έχει την αλήθεια ειπωμένη με μία γλώσσα. Η αλήθεια αυτή μπορεί να ειπωθεί και με άλλη γλώσσα. Στην εικόνα πχ. του Χριστού, το στοιχείο που δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει είναι η μορφή του Χριστού, για λόγους καθαρά θεολογικούς. Κατά τη δική μας πίστη, η μορφή με την οποία εικονίζεται ο Χριστός είναι η ιστορική μορφή Του, η πραγματική μορφή Του. Δεν είναι δηλαδή αποκύημα φαντασίας κάποιου ή κάποιων ζωγράφων, είναι η πραγματική μορφή Του.
Η ίδια εικόνα, θεωρητικά τουλάχιστον, θα μπορούσε να γίνει με μιαν άλλη τεχνοτροπία. Πχ. να γίνει η εικόνα του Χριστού σε μία αφρικάνικη χώρα, με μία τεχνοτροπία που να έχει δανειστεί στοιχεία από την τέχνη των αφρικανών. Με την προϋπόθεση, όμως, η εικόνα να είναι αμέσως αναγνωρίσιμη. Δηλαδή να την βλέπει κανείς και να λέει: «Αυτός είναι ο Χριστός, αλλά η τεχνοτροπία έχει κάποια στοιχεία από την αφρικανική τέχνη».
Για μας τους Έλληνες είναι αδύνατο όμως να γίνει κάτι τέτοιο. Είναι σαν να λέμε ότι την Κυριακή στην εκκλησία θα αρχίσει ο ιερέας να διαβάζει το Ευαγγέλιο σε μία γλώσσα που δεν την καταλαβαίνει κανένας. Αυτό δεν γίνεται, είναι μη λειτουργικό. Δεν το καταλαβαίνει κανένας και άρα δεν λειτουργεί. Επομένως προς τι, για ποιο λόγο να γίνει αυτή η αλλαγή.
Εάν εσύ προτείνεις μια γλώσσα εικαστική, η οποία δεν έχει καμία σχέση με αυτό που κατανοούν οι πιστοί, αμέσως η εικόνα τίθεται σε αχρηστία. Και δημιουργεί και σκανδαλισμούς... Πολύ περισσότερο όταν έχουμε παρεμβάσεις στην ίδια τη μορφή, κάτι που είναι δογματικά απαράδεκτο. Το τελευταίο που μπορείς να αλλάξεις στην εικονογραφία είναι οι μορφές. Εκεί είναι επιβεβλημένη η στατικότητα, για λόγους καθαρά δογματικούς.
Αν κάναμε τον Χριστό, για παράδειγμα, με πολλές διάφορες μορφές, όπως κάνουν στη δυτική τέχνη, τότε έχουμε ένα πρόσωπο, μία υπόσταση, η οποία έχει όμως πολλές μορφές. Αυτό σημαίνει ότι ή όλες αυτές οι μορφές είναι εικόνες και άρα η υπόσταση αυτή δεν είναι πραγματικός άνθρωπος, που σημαίνει ότι δεν έγινε η ενανθρώπιση πραγματικά και είναι δοκητισμός, ή ότι καμιά από τις μορφές αυτές δεν είναι εικόνα και άρα δεν είναι προσκυνητή.
Γι' αυτό υπάρχει αυστηρή απαγόρευση αλλοιώσεως των μορφών. Και όταν λέμε ότι οι μορφές είναι αναλλοίωτες, εννοούμε και τις μορφές των αγίων, αλλά τελικά αυτό ισχύει και για τις συνθέσεις γενικότερα. Δεν μπορείς να κάνεις μια Γέννηση δικής σου εμπνεύσεως. Είναι στοιχείο επιβεβλημένα σταθερό, γιατί η μορφή αυτή είναι ταυτόσημη με τη μορφή ενός ιστορικού γεγονότος, άρα δεν επιδέχεται αλλοίωση. Εκεί που μπορεί να επεκταθεί κανένας και να εργαστεί είναι στην τεχνοτροπία και σε καινούρια θέματα.

Χ.Φ.Ε.: Πάνω σ' αυτό: βλέπουμε στη δυτική ζωγραφική πληθώρα θεμάτων που δεν απαντώνται στη δική μας αγιογραφία. Πχ. ο Χριστός κρούων τη θύρα, ή ο Χριστός που ευλογεί τα παιδιά, κλπ. Αυτό οφείλεται στους δογματικούς αυτούς περιορισμούς ή σε αδυναμία των αγιογράφων;
Γ. Κόρδης: Ένας λόγος είναι ότι οι ναοί ήταν παλιότερα περιορισμένης έκτασης και δε σήκωναν μεγάλο θεματολόγιο, οπότε έβαζαν μόνο τα ουσιαστικά, πχ. τις μεγάλες γιορτές, έστω και κάποιες σκηνές από βίους αγίων. Δεν υπήρχε δηλαδή στην πράξη δυνατότητα να επεκταθεί ο κύκλος αυτός. Μετά, ελάχιστοι άνθρωποι θα ζητήσουν να έχουν στο σπίτι τους μια τέτοια εικόνα. Ζητούν να έχουν τους αγίους για να προσευχηθούν κλπ. Αν όμως υπάρξει ανάγκη, φαντάζομαι θα δημιουργηθεί η ανάλογη εικονογραφία σιγά-σιγά, σε άλλα θέματα: βίους αγίων, θέματα από την Καινή Διαθήκη, την Παλαιά Διαθήκη. Υπάρχουν εκατοντάδες θέματα που δεν έχουν αγιογραφηθεί!

Χ.Φ.Ε.: Να πούμε και για το αντίστροφο, αυτό δηλαδή με το οποίο και ασχολείστε εσείς, δηλαδή τη ζωγραφική μη θρησκευτικών θεμάτων με βυζαντινό τρόπο. Είναι μία άποψη που ξενίζει μερικούς. Υπάρχει ενδιαφέρον του κόσμου για τέτοια έργα;
Γ. Κόρδης: Πρώτα απ' όλα να το δούμε λίγο ιστορικά. Αυτό είναι μία πολύ μεγάλη παράδοση. Δεν είναι ένας νεωτερισμός. Σ' όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου οι βυζαντινοί αυτό κάνανε. Και τα κοσμικά τους θέματα τα δουλεύανε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Βέβαια δεν σώζονται πολλά πράγματα γιατί ήταν δουλειά που γινόταν κυρίως σε κοσμικά κτίρια, και επειδή γκρεμίστηκαν τα περισσότερα έχουμε φιλολογικές βασικά μαρτυρίες.
Τις μόνες εικαστικές μαρτυρίες τις έχουμε κυρίως από τα χειρόγραφα. Εκεί έχουν σωθεί αρκετά πράγματα, που μπορούν να μας βεβαιώσουν ότι με τον ίδιο τρόπο δουλεύανε τα πάντα οι βυζαντινοί. Και αυτήν την παράδοση την έφερε στο προσκήνιο ο Κόντογλου. Πρώτος αυτός δούλεψε μη εκκλησιαστικά θέματα σε πολλές περιπτώσεις.
Έτσι, στην ίδια παράδοση τρόπον τινά εργάζομαι κι εγώ, δουλεύω πολλά μη θρησκευτικά θέματα με τεχνοτροπία ανάλογη. Υπάρχει μία αποδοχή αυτής της δουλειάς από ένα μέρος του κόσμου, κάποιους τους ξενίζει και κάποιους βέβαια τους αφήνει αδιάφορους. Υπάρχει όμως αρκετός κόσμος που ενδιαφέρεται και τους αρέσει.
Oι άνθρωποι που ξενίζονται είναι αυτοί ακριβώς που δεν έχουν γνώση της βυζαντινής παράδοσης της εικονογραφίας και κυρίως της κοσμικής δουλειάς των βυζαντινών. Και είναι κυρίως αυτοί που φορτίζουν επικίνδυνα και μονοδιάστατα, θα έλεγα, την τεχνοτροπία. Δεν μπορούν να κατανοήσουν έτσι πώς είναι δυνατόν να αποδοθεί ένα μη χριστιανικό θέμα με μία τεχνοτροπία που κατά την άποψή τους είναι ιερή.
Αλλά δεν υπάρχει ιερή γλώσσα στην Ορθοδοξία. Με την ίδια γλώσσα γράφτηκε το Ευαγγέλιο, την ίδια γλώσσα χρησιμοποιεί ο άλλος για να βρίζει. Δεν υπάρχει ιερή γλώσσα, και ευτυχώς η ορθόδοξη εκκλησία ποτέ δεν επιχείρησε να κάνει πράγματα που επιχείρησαν οι ρωμαιοκαθολικοί. Να ιεροποιήσουν λ.χ. τη γλώσσα.
Χ.Φ.Ε.: Σας ευχαριστούμε πολύ.
Επιμέλεια:
Βασίλης Λόντος
Σπουδαστής Αγιογραφίας, Πτ. Oδοντιατρικής


19/11/2008

Τι εορτάζουμε στα Εισόδια της Θεοτόκου – Η Ερμηνεία της Εικόνας της Εορτής

Τα Εισόδια της Θεοτόκου - Ερμηνεία Εικόνας Εκτυπώστε το άρθρο Στείλτε το άρθρο με email
πηγή:enoriaka.gr

Η ιερή ακολουθία της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου και η σχετική εικόνα υπηρετούν ένα βαθύτερο σκοπό: χειραγωγούν τον πιστό στο μυστήριο της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού.
Η είσοδος της Θεοτόκου στο ναό είναι το προοίμιο της εύνοιας του Θεού στους ανθρώπους, η προκήρυξη της σωτηρίας των ανθρώπων, η αναγγελία του Χριστού και η πραγματοποίηση του σχεδίου της θείας, οικονομίας. Αυτά διακηρύσσει το απολυτίκιο της εορτής.
«Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις. Εν Ναω του Θεού τρανώς η Παρθένος δείκνυται και τον Χριστόν τοις πάσι προκαταγγέλλεται. Αυτή και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν Χαίρε της οικονομίας του Κτιστού η εκπλήρωσις.»
Ο ορθόδοξος αγιογράφος με βάση τις παραπάνω πληροφορίες της απόκρυφης διήγησης και τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για τη Θεοτόκου συνθέτει την εικόνα των Εισοδίων.
Το κύριο πρόσωπο της εικόνας είναι η τριετής Παναγία. Εικονίζεται τη στιγμή που την υποδέχεται στο ναό ο ιερέας Ζαχαρίας, ο μετέπειτα πατέρας του Προδρόμου, καθώς την παραδίδουν ευλαβικά οι θεοσεβείς γονείς της. Πίσω τους ακολουθούν οι παρθένες, «οι αμίαντες θυγατέρες των Εβραίων», που κρατούν αναμμένες λαμπάδες.
Η Παναγία δε ζωγραφίζεται φυσιοκρατικά. Δεν εμφανίζει δηλαδή τίποτε το παιδικό, εκτός από το μικρό μέγεθος του σώματός της. Αυτό γίνεται σκόπιμα. Ο ορθόδοξος αγιογράφος θέλει να μάς απομακρύνει από το γράμμα της διήγησης («τριετής η παις»), για να συλλάβουμε το πνεύμα της, την εκκλησιολογική της διάσταση. Η Παναγία είναι η Θεοτόκος, η Μητέρα του Θεού. Γι'; αυτό ο υμνωδός μάς καλεί «την νηπιάζουσαν φύσει και υπέρ φύσιν Μητέρα αναδειχθείσαν του Θεού ευφημήσωμεν ύμνοις» (Τροπάριο του όρθρου).
Η Παναγία εικονίζεται ως ώριμη γυναίκα με το γνωστό μαφόριό της, όπως τη βλέπουμε στις εικόνες της.
Το ίδιο κάνει και ο υμνωδός της Εκκλησίας και για τις λαμπάδες των παρθένων. Οι αναμμένες λαμπάδες δεν είχαν σκοπό να εμποδίσουν την τριετή παιδίσκη να γυρίσει πίσω, στο σπίτι της, καθώς ήταν στο δρόμο προς το ναό -αυτό λέει η απόκρυφη διήγηση- αλλά τούτο: να υποδείξουν τη νοητή λαμπάδα, την Παναγία, και προδηλώσουν έτσι την ανείπωτη μελλοντική αίγλη. Αυτή η αίγλη θα ήταν ο Χριστός, γιατί από την Παναγία θα ανέλαμπε (θα γεννιόταν) φωτίζοντας τους καθισμένους στο σκοτάδι της αμαρτίας ανθρώπους. Αυτόν το συμβολισμό παρουσιάζει το δ'; στιχηρό προσόμοιο του εσπερινού, ήχος δ'; «Αι νεανίδες χαίρουσαι και λαμπάδας κατέχουσαι, της λαμπάδος σήμερον προπορεύονται της νοητής και εισάγουσιν αυτήν εις τα Άγια των Αγίων ιερώς προσηλούσαι την μέλλουσαν αίγλην άρρητον εξ αυτής αναλάμψειν και φωτίσειν τους εν σκότει καθημένους, της αγνωσίας εν Πνεύματι».
Σε πολλές εικόνες πίσω από το Ζαχαρία, αριστερά, παριστάνεται η Παναγία να κάθεται σε καθέδρα με τρία σκαλιά (είναι η αναβαθμοί του θυσιαστηρίου του απόκρυφου κειμένου) και να περιμένει την τροφή που της φέρνει ο άγγελος Γαβριήλ. Η Παναγία να παραμείνει στο Άγιο των Αγίων ως νέα Κιβωτός της Διαθήκης, ως η «έμψυχος κιβωτός» και στα δώδεκα χρόνια της παραμονής της εκεί θα τρέφεται θαυματουργικά με ουράνια τροφή.
Από το βιβλίο
Ο Μυστικός κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων
(τόμος δεύτερος)
Χρήστου Γ. Γκότση
Εκδ. Αποστολική Διακονία


6/7/2008

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ.ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΔΩΛΑ?

Η Εικόνα εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν

Πηγή:http://www.impantokratoros.gr
Ορθόδοξος Εκκλησία - Εικόνα
Η Εικών εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν είναι μία αγιογραφία και όχι μια «ζωγραφιά θρησκευτική».Έχει τον δικό της χαρακτήρα, τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες και δεν προσδιορίζεται από την τέχνην ενός αιώνα ή μιας εθνικής ιδιοφυϊας, άλλα από το αν μένει πιστή στον προορισμό της που είναι παγκόσμιος. Η Εικών είναι μια έκφραση της θείας οικονομίας που συνοψίζεται στη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που λέγει: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, δια να γίνει ο άνθρωπος Θεός».
Η Εκκλησία έδωσε τόση μεγάλη σημασία στην εικόνα, ώστε κήρυξε και κηρύττει ότι η νίκη κατά των Εικονομάχων υπήρξε θρίαμβος της Ορθοδοξίας, τον οποίον εορτάζωμεν κατά τη 1η εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής. Ακόμη διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν η Εικών είναι μια γλώσσα που δι' αυτής εκφράζει τα δόγματα της και τις εντολές της, τόσο καλά, όσο και ο λόγος. Είναι Θεολογία που εκφράζεται με σχήματα και χρώματα που τα βλέπει το μάτι. Είναι δηλαδή σαν ένας καθρέπτης που αντανακλά την πνευματική ζωή της Εκκλησίας, και που μέσα σ' αυτόν μπορεί να κρίνει κανείς δια τους δογματικούς αγώνες της εποχής.
Ωστόσο, η Εικών δεν εκφράζει μονάχα την δογματική και πνευματική ζωή της εκκλησίας, την εσωτερική της ζωή, άλλα μέσο της Εκκλησίας η Εικών, καθρεπτίζει και τον πολιτισμό που είναι γύρω της. Αυτή η τέχνη, επειδή είναι συνδεδεμένη με αυτόν τον κόσμο, μ' αυτούς που την μορφώνουν, καθρεπτίζει ακόμη και την ζωήν του λαού, της εποχής του περιβάλλοντος, και την ίδια τη προσωπική ζωή του τεχνίτη. Κοντά εις τα άλλα είναι κατά κάποιον τρόπο η ιστορία μιας χώρας ενός λαού. Έτσι μια Ρωσσική Εικών, παρ' ότι έχει την ίδιαν εικονογραφίαν με μία Βυζαντινή Εικόνα, εν τούτοις είναι διαφορετική εις τους τύπους και το εθνικό χαρακτήρα. Αυτή την εξωτερική όψη της αγιογραφίας μελετούν και αντιλαμβάνονται μόνον όσοι καταγίνονται με την τέχνη αυτή.
Το λειτουργικό περιεχόμενο της Εικόνας χάθηκε σχεδόν από την ανθρώπινη ψυχή εις τη δύση από τον ΙΓ' αιώνα και εις ημάς τους ορθοδόξους κατά τον ΙΕ', ΙΣΤ' και ΙΖ' αιώνα, αναλόγως της παρακμής και της παραμορφώσεως της πνευματικής (θρησκευτικής) ζωής στην κάθε χώρα.Εις ημάς τους έλληνες η αγιογραφία ως και η άλλη λειτουργική της Εκκλησίας μας παράδοση ξέπεσαν τα τελευταία έτη με τους νεωτερισμούς και τρέχουμε να προφθάσουμε τους Δυτικούς εις τον κατήφορον που έχουν πάρει.
Εικόνες δογματικές, υπάρχουν σε πολλές Εκκλησίες μας και προ πάντων εις τα χωριά και τα Μοναστήρια μας. Μόνο κατά το τέλος του ΙΘ' αιώνος οι ειδικοί ανακάλυψαν ότι υπάρχει η Εικών, η βυζαντινή δηλαδή, διότι μόνον αυτή είναι εικών, «Εικόνισμα». Οι άλλες είναι ζωγραφιές. Οι παλαιοί αγιογράφοι δεν ήσαν μονάχα σπουδαίοι ζωγράφοι, άλλα και διδάσκαλοι της πνευματικής ζωής, που γνώριζαν να δίδουν μορφή εις τους λόγους του Κυρίου μας λέγοντες: «Η βασιλεία η εμή ούκ εστίν εκ του κόσμου τούτου».
Το να μη εννοούμε ποια την ουσία αυτής της τέχνης δεν προέρχεται από τη δήθεν πρόοδό μας, ούτε από το ότι έχασε η Εικών τη δύναμή της ή τη σημασίας της, άλλα από τη βαθειά πνευματική παρακμή μας που το πνεύμα μας είναι εγκόσμιον και υλιστικόν και δι' αυτό εντός μας παραμορφώθηκε η ιδέα της Εκκλησίας και της Λειτουργίας.Το δογματικό βάθος της Εικόνας, της Εκκλησίας και της Λειτουργίας κατήντησε απασχόληση αποκλειστική μερικών και θεωρείται σήμερον ως αφηρημένη επιστήμη που δεν έχει καμιά σχέση με την καθημερινή μας ζωή.
Όσον δε δια την Λειτουργία που θα πρέπει να είναι ο αλάνθαστος οδηγός μας εις τον πνευματικόν δρόμο και η ομολογία της πίστεως μας, δεν είναι πια τις περισσότερες φορές, παρά μονάχα μία τυπική τελετή, ένα έθιμο, μία συνήθεια ευλαβική και συγκινητική ίσως.
Η οργανική ενότης του δόγματος και του ηθικού νόμου μέσα εις την Λειτουργία εκόπη, απεγυμνώθη. Αυτή η απουσία της εσωτερικής ενότητας καταστρέφει την λειτουργική πληρότητα της θείας λατρείας μας. Τα στοιχεία που συγκροτούν και που δεν μπορούμε πια νοιώσουμε πως όλα συντελούν εις ένα πράγμα, ο λόγος ο ορθόδοξος, η Βυζαντινή υμνωδία, η Βυζαντινή εικών, η Βυζαντινή αρχιτεκτονική, ο φωτισμός κλπ. Τραβούν τον καθένα δυστυχώς σε ίδιον τρόπον του θρησεύειν, δια αυτό χρειάζεται επιστροφή εις την αγίαν Παράδοσιν.
Σήμερον, τη 1η Κυριακή των Νηστειών όπου εορτάζεται ο θρίαμβος των εικόνων μας πρέπει ιδιαιτέρως να προσέξουμε τους ομολογητάς της πίστεως καθ' ότι αυτοί μας οδηγούν εις την αναζωπύρωσιν και ανάπτυξη του αισθήματος της Ορθής Πίστης εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και να μην ακούμε τους Προτεστάντες ή τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, που μας λέγουν Ειδωλολάτρες, διότι προσέχωμεν και σεβόμαστε και προσκυνούμε τις Αγίες Εικόνες του Κυρίου μας, των Αγίων Του ή της Παναγίας Μητρός Του. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει, ότι η Εικών: «θρίαμβος έστι και φανέρωσις και στηλογραφία εις μνήμην της νίκης των αριστευσάντων και διαπρεψάντων, και της αισχύνης των ηττηθέντων και καταβληθέντων»(Πατολ. Τομ.94, σελ.1333 και 1296).
«Ιστορούμεν ούν, προσθέτει, Χριστόν τον βασιλέα και Κύριον, ου γυμνούντες αυτόν του στρατεύματος. Στρατός γαρ του Κυρίου οι Άγιοι... Ει γαρ κληρονόμοι Θεού, και συγκληρονόμοι Χριστού και της Θείας δόξης και βασιλείας κοινωνοί έσονται οι των παθημάτων Χριστού κοινωνήσαντες, πως ουχί και της επί γής δόξης συμμέτοχοι χρηματίσωσιν οι φίλοι Χριστού;...τούτων τας αριστείας και τα πάθη αναγράπτους καθίστημοι, ως δι' αυτών αγιαζόμενος, και προς ζήλον μιμήσεως, αλειφόμενος» (Πατρολ. Τομ. 94, σελ.1252).
Πάντως δε προς ωφέλειαν και ευεργεσίαν και σωτηρίαν, επενοήθη η Εικών, όπως στηλιτευομένων και θριαμβευομένων των πραγμάτων εννοήσωμεν τα κεκερυμμένα, και τα μέν καλά ποθήσωμεν και ζηλώσωμεν, τα δε ενάντια, αποστραφώμεν. «Ούτω χρή λογίζεσθαι και απί τας των αγίων εικόνας, ότι προς υπόμνησιν ημετέραν και αγάπην και διόρθωσιν του βίου ημών, άμα και των επερχομένων εθνών και πιστευόντων εις Ιησούν Χριστόν προς επίδειξιν της καλής αυτών μαρτυρίας απεγράφησαν εν τε ταις Εκκλησίαις και εν ταις βίβλοις. Ούτως γαρ παρελάβομεν αυτήν εκ των αγίων Πατέρων (την Εκκλησίαν) ως αι θείαι Γραφαί διδάσκουσιν ημάς» (Πατρ. Τομ95, σελ.313). Θέλων δε να καταδείξει την από των ιερών εικόνων προσγινομένην ζωηράν εντύπωση και διδασκαλία προσθέτων λέγει: «...εάν εκ των εθνικών έλθη τις λέγων σοι, δείξον μοι την πίστην σου ινα πιστεύσω, φέρεις αυτόν εις την εκκλησίαν, και δεικνύεις αυτώ τον κόσμον, ον περιβέβληται. Αναπετάξεις αυτόν προς τας των αγίων εικόνων μορφάς, ορά αυτός ο άπιστος και λέγει.Τις έστιν ούτος ο εσταυρωμένος; Τις έστιν ούτος ο ανιστάμενος και καταπατών την κεφαλήν του γηραίου τούτου; (του Άδου). Ουχί εκ της εικόνος αυτόν διδάσκεις λέγων: ούτος ο εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού έστιν, ος...» ( Ιωαν. Δαμασκ. Πατρολ. Τομ.95, σελ.325).
Τέλος ο ιερός αυτός Πατήρ τους αγιογράφους της Εκκλησίας τους θεωρεί ίσους τη αξία προς τα Ευαγγέλια συγγράψαντας Ευαγγελιστάς. Ο δε Γργηγόριος Νύσσης: «Γλωττοφόρον βιβλίον» αυτά καλεί και ο Μ. Βασίλειος εις λόγον του περί λογογράφων και ζωγράφων είπε ότι: «Οι μέν τω λόγω κοσμούσινν, οι δε τοις πίναξιν εγχαράττουσιν». Τας γνώμας αυτάς επί το πλατύτερον ο Δαμασκηνός αναπτύσων λέγει: «Άπερ Ευαγγέλιον λόγω εξηγείται, ούτος (ο αγιογράφος) έργω δεικνύει».
Συμπέρασμα λοιπόν. Ο λογογράφος έγραψε το Ευαγγέλιον το οποίο δέχονται οι αιρετικοί και κόπτονται δήθεν γι' αυτό. Τι έγραψε εν τω Ευαγγελίω; Πάσαν την ένσαρκον οικονομίαν του Χριστού και παρέδωκε τη Εκκλησία. Τι εκαμε ο Ζωγράφος; Το ίδιον. Εζωγράφησεν εν τω πίνακι της Εκκλησίας την ευπρέπειαν, από του πρώτου Αδάμ, εώς της Χριστού γεννήσεως και πάσαν την ένσαρκον οικονομίαν του Χριστού και τα μαρτύρια των Αγίων και παρέδωκε και αυτός τη Εκκλησία. Δηλαδή και οι δύο μίαν εξήγησιν έγραψαν, ο μεν στο χαρτί, ο δε στο σανίδι, και διδάσκουν ημάς. Και ερωτάται τώρα ο αιρετικός, ο Ευαγγελικός ή ο Ιεχωβίτης. Διατί την Βίβλον προσκυνείτε και δέχεσθε την δε Εικόνα αποπτύετε και βδελύττεσθε;
Είπε μοι, αιρετικέ, τις η διαφορά των δύο, αφού και τα δύο τα ίδια διδάσκουν; Πώς το εν προσκυνείται και το άλλο εμπτύεται; Διατί τον ευαγγελιστή που με τον λόγον εξηγεί δέχεσαι και τον ζωγράφον που με το έργον του δεικνύει απορρίπτης; Άλλωστε τι διαφέρει ο χάρτης του ασβέστου; Ουχί αμφότερα είναι ύλη και προσφέρουν την ίδιαν εργασίαν; Η τι διαφέρει η μεμβράνη της σανίδος; Ουχί αμφότερα το μαχαίρι τα γνωρίζει και χρησιμοποιούνται δια την ίδιαν εργασία;
Η τι διαφέρει το μελάνι των λοιπών χρωμάτων; Είπε μοι αιρετικέ; Τι προσκυνείς εν τω Ευαγγελίω, την ύλην ή την εξήγησηιν;
Θα μου απαντήσεις την εξήγησιν, της οικονομίας του Χριστού, όχι την ύλην. Και εγώ θα σου απαντήσω το ίδιον, ουχί την σανίδα τιμώ, ουδέ τον τοίχον, ουδέ τα χρώματα, άλλα τον χαρακτήρα του σώματος και την οικονομίαν του Κυρίου, κατά το λόγιον του Μ. Βασιλείου: «Η γάρ της εικόνος τιμή προς το πρωτότυπον διαβαίνει». Τιμή λοιπόν και προσκύνησις εις τας Αγίας εικόνας μας και προσοχή εις την απόκτησιν αυτών. Βυζαντινάς εικόνας, ουχί «ζωγραφιές θρησκευτικές». Εικόνες άγιες, σοβαρές από χείρας αγίας προσευχομένας, έμπροσθεν της Θεοτόκου της Οδηγήτριας, αις το «Θείον έργον» μετά φόβου Θεού και ευλαβείας ποιούν.
Δημ. Παναγόπουλος
«Ου λατρεύεται η Εικών του Χριστού, άλλ' ο εν αυτή προσκυνούμενος Χριστός» . (Θεόδ. Στουδίτης).
«Η της εικόνος τιμή, επί το πρωτότυπον διαβαίνει» . (Ζ' Οικ. Σύνοδος)
«Χριστιανός είναι και λέγεται ο κατά Θεόν ζών και ευσεβώς και εναρέτως και χρηστώς πολιτεύμενος».
«Ημών δε η πίστις εστίν η ορθή και εκ διδασκαλίας Αποστόλων ορμώμενη, και παραδόσεως των Πατέρων βεβαιουμένη, εις τε Νέας και Παλαιάς Διαθήκης» .
«Ού κτίσμα προσκυνούμεν μη γένοιτο. Εθνικών γάρ και Αρειανών η τοιαύτη πλάνη. Άλλα τον Κύριον της κτίσεως σαρκωθέντα τον του Θεού Λόγον προσκυνούμεν» (Αθ.).
Εκ του περιοδικού ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου