Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

O ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

Τρίτη, 26 Φεβρουαρίου 2013


Ὁ γέρων Ἐφραίμ Γρηγοριάτης. Μέρος ΣΤ'


Ὁ γέρων Ἐφραίμ Γρηγοριάτης. (+ 1905-1991)
Μέρος ΣΤ'

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

-῎Εχει εὐλογία νά μοῦ πῆτε κάτι ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀειμνήστου Γέροντάς σας, πάτερ Ἐφραίμ;

῾Ο Γέροντάς μου Παπᾶ-Θανάσης, ἦταν καλογέρι τοῦ παπᾶ Συμεών τοῦ Τριπολιτσιώτου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ τρίτος κτίτωρ τῆς Μονῆς μας. ῞Οταν ἐγώ ἦλθα στό Μοναστήρι, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1924, ὁ παπᾶ-Θανάσης εἶχε ἀναλάβει ῾Ηγούμενος ἐκείνη τήν χρονιά ἀπό τόν Ἰανουάριο. Ἐπειδή ἤμουν μικρός μέ συμπαθοῦσε πολύ, μέ συμβούλευε καί δέν θυμᾶμαι ποτέ νά μέ μάλωσε.
Πρίν ἀπό αὐτόν ἦταν ῾Ηγούμενος ὁ παπᾶ Γιώργης, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε ἀπό τήν τότε ἀδελφότητα, ἀφοῦ ὁ παπᾶ-Θανάσης πού ἦταν ἀπό τότε ὑποψήφιος γιά τό ἀξίωμα αὐτό, ἔφυγε κρυφά γιά λίγες ἡμέρες στήν ῾Αγία ῎Αννα γιά νά τό ἀποφύγῃ.
῾Η πατρική του ἀγάπη μέ εἶχε σκλαβώσει, ἐνῶ ἐγώ σέ τίποτα δέν φάνηκα ἀντάξιος. Κάποτε ὡς διαβαστής, περνῶντας μέ τό βιβλίο, δίπλα στόν ἀρχιερατικό θρόνο, ὅπου ὁ Γέροντας ἔβαζε πάντοτε τό μπαστούνι του, μέ τόν μανδύα μου τό ἔρριξα κάτω. Ἀπό συνέργεια ἴσως τοῦ πειρασμοῦ, ἔσπασε αὐτό στά δύο. Παρ᾿ ὅτι ὁ Γέροντας δέν εἶχε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτό, ἐν τούτοις δέν μοῦ ἔκαμε καμμίαν παρατήρησι.
Κατά τήν ἡγουμενεία του, πού διήρκεσε μέ διακοπές περί τά 17 χρόνια, πέρασε πολλές δοκιμασίες, λόγῳ τοῦ θέματος τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου, ἀλλά καί μερικῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τραχύ χαρακτῆρα καί ἐπλήγωναν ἴσως ἄθελά τους τόν πρᾶο καί ἀνεξίκακο Γέροντά μας.
Ἦταν ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς καί προσευχῆς.
Ἀπέφευγε τίς συνεχεῖς ἐξόδους στόν κόσμο γιά διοικητικά ζητήματα, διότι σ᾿ αὐτά εἶχε ἰδιαίτερη φροντίδα ὁ μακαρίτης Γέρο-Βαρλαάμ. Μά καί ὅταν ἔβγαινε, ἦταν προσεκτικός.
Πολλές φορές γιά κοντινές ἀποστάσεις δέν ἔπαιρνε τό τράμ, ἀλλά ἐβάδιζε μέ τά πόδια στόν προορισμό του, γιατί δέν ἤθελε νά συμφύρεται μέ τόν πολύ κόσμο.
Στήν ἐκκλησία ἦταν τακτικώτατος. ῎Επρεπε κάθε πρωῒ, πρίν σημάνῃ τό τρίτο χειροσήμαντρο, νά ἔχῃ κατέβει στήν ἐκκλησία καί νά περιμένη τούς Πατέρες. Στόν ἑξάψαλμο, περιεφέρετο, ὅπως καί τώρα ὁ Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος, μέ τό κερί στά στασίδια, βλέποντας ἐάν εἶναι ὅλοι οἱ ἀδελφοί παρόντες. ῞Οσοι ἀπουσίαζαν, ἔστελνε τόν παρηγουμενιάρη ἤ καί μερικές φορές, ἐπήγαινε ὁ ἴδιος καί τούς ξυπνοῦσε.
Κάποια φορά ἀποκοιμήθηκα κι ἐγώ σάν νέος καί ἀσυνήθιστος μοναχός πού ἤμουν, καί ὁ Γέροντάς μου ἦλθε στό κελλί μου. Μέ ἐσκούντησε καί μοῦ εἶπε σέ αὐστηρό τόνο. Πάτερ Ἐφραίμ, ἀκόμη κοιμᾶσαι; Τά Γεροντάκια εἶναι ὅλα στήν ἐκκλησία καί προσεύχονται.
Στήν ἐκκλησία ἦταν πολύ ἱεροπρεπής. ῎Εψαλλε τά συνηθισμένα γιά τούς προεστούς μέλη καί σπανίως καθόταν. Στό πρόσωπό του ἦταν ἀποτυπωμένη ἡ ἁγία πραότης. Δέν τόν θυμᾶμαι ποτέ νά ὠργίσθηκε, παρότι δεχόταν ἀπό ἄλλους περιφρονήσεις καί ἐπεμβάσεις στά καθήκοντά του. Μᾶς ἐπισκεπτόταν στά διακονήματα συχνά φορώντας πάντα τό ράσο του, τό ἐπανωκαλύμαυχο καί τό μπαστούνι στό χέρι. Μᾶς μιλοῦσε μέ ἕνα ταπεινό συγκρατημένο χαμόγελο καί πάντοτε μέ τό πάτερ τάδε, μέ εὐγένεια καί καλωσύνη.
Στίς διάφορες δουλειές τῆς Μονῆς, στίς ὁποῖες πηγαίναμε ὅλοι μαζί, τίς λεγόμενες «παγκοινιές», πρῶτος καί προθυμότερος ἦταν ὁ Γέροντάς μας. Ἐκεῖ, στά ἀμπέλια, στούς κήπους γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν ἤ τόν τρυγητό, ἐλέγαμε τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ἀρχίζοντας πρῶτα ἀπό τόν Γέροντά μας.
'Εάν ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ ῾Εσπερινοῦ τότε ἕνας ἀπό τούς ἀδελφούς στεκόταν ὄρθιος καί τραβοῦσε τά ἀνάλογα κομβοσχοίνια γιά τόν ῾Εσπερινό καί τόν ἑορταζόμενο ῞Αγιο τῆς ἡμέρας.
Ἀγαποῦσε νά διαβάζῃ τά πατερικά βιβλία. Μάλιστα κρατοῦσε σημειώσεις σέ μεγάλα τετράδια, μερικά ἀπό τά ὁποῖα τοῦ ἐζήτησα νά μοῦ τά δώσῃ καί μοῦ εἶπε· «Ἐάν τά ἰδῶ δεμένα (στό βιβλιοδετεῖο) θά σοῦ τά δώσω". Καί πράγματι ἐγώ τά ἔδεσα καί μοῦ τά ἔδωσε. Σήμερα τά ἔχουν μερικοί ἀπό τούς Πατέρες καί ἕνα, τό σπουδαιότερο, ὁ νῦν Γέροντάς μας.
Τά καλοκαιρινά ἀπογεύματα, γιά νά ἡσυχάσῃ λίγο άπό τό βάρος τῶν διοικητικῶν καί ποιμαντικῶν του καθηκόντων, ἐπήγαινε σέ μιά σπηλιά πάνω ἀπό τόν ἀρσανά, κοντά στό παλιό δρομάκι τῆς Μονῆς, καί ἐκεῖ προσευχόταν ἤ ζωγράφιζε μορφές ῾Αγίων στά τετράδια που κρατοῦσε σημειώσεις.
῞Ολοι οἱ Πατέρες τόν εἶχαν σέ εὐλάβεια, ἀκόμη καί πολλοί ἀπό ἄλλα Μοναστήρια τόν εἶχαν πνευματικό τους. ῾Η πραότης καί ἡ καλωσύνη του αἰχμαλώτιζε τούς πάντες, ἀκόμη καί τούς πλέον νευρώδεις καί ταραχοποιούς.
Κάποια φορά, ὁ Γέρο-Βαρλαάμ τοῦ φέρθηκε ὄχι σάν ὑποτακτικός, ἀλλά σάν δικαστής, ἀλλά κατόπιν μετάνοιωσε πικρά. Προσέτρεξε κοντά του καί γονατιστός τοῦ ἔλεγε:
-Γέροντά μου, ἅγιε Γέροντα, συγχώρεσέ με γι' αὐτό πού σοῦ ἔκανα, άλλά μέσα ἀπό τήν καρδιά σου, ἐνῶ τά δάκρυά του ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του.
-Συγχωρεμένος νά εἶσαι πάτερ Βαρλαάμ.
-Γέροντα, θέλω μέσα ἀπό τήν καρδιά σου νά μέ συγχωρήσῃς, γιά ὅ,τι μέχρι σήμερα ἔκανα πού σέ ἐπλήγωσε.
Τί ἐκάναμε τόσο καιρό; Ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας;
Τήν πατρικότητά του πρός τά Καλογέρια του τήν διαπίστωσα ἀκόμη μιά φορά, σέ ἕνα ὄνειρο πού εἶδα. Κάποτε ὡς ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἔσφαλα καί τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ὁπότε ἐκείνη τήν νύκτα, βλέπω τόν Γέροντά μου νά εἶναι ντυμένος μέ τόν μαῦρο μανδύα καί ἐνώπιον τῆς ῾Ωραίας Πύλης, νά παρακαλῇ τόν Δεσπότη Χριστό, λέγοντας: «Κύριέ μου, σῶσον τόν πατέρα Ἐφραίμ. Κι αὐτός εἶναι πλάσμα τῶν χειρῶν σου καί συγχώρησον αὐτόν δι᾿ ὅ,τι ὡς ἄνθρωπος ἥμαρτεν». Ἐγώ ἐστεκόμουν δίπλα του καί ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Τέπλου, τελείως συντετριμμένος καί μετανοιωμένος γιά τό παράπτωμά μου.
῾Ο σεβαστός μου Γέροντας ἀγαποῦσε τίς ἀγρυπνίες, στίς ὁποῖες ἔψαλλε καί στεκόταν σάν ἀναμμένη λαμπάδα. Ἐπίσης ἐπήγαινε σέ πανηγύρεις Μονῶν πού τόν καλοῦσαν, καί προπαντός στήν Μονή τοῦ ῾Αγίου Παύλου. Τότε ἐκεῖ ῾Ηγούμενος ἦταν ὁ πατήρ Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ἦταν μεγάλη προσωπικότης στήν ἐποχή του.
Εἶχε σέ τιμή καί σεβασμό ὅλους τούς ῾Αγίους, μά περισσότερο στόν ῞Αγιον Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν ῞Αγιο Νικόδημο τόν ῾Αγιορείτη. Μάλιστα εἶχε κόψει ἀπό τά πνευματικά γυμνάσματα τήν μορφή τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου καί τήν εἶχε βάλει σέ κορνίζα πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του. Σέ ἐρώτησί μου κάποτε: "Γιατί, Γέροντα, τιμᾶς τόν ῞Αγιο Νικόδημο, ἀφοῦ ἀκόμη δέν τόν ἔχει ἡ 'Εκκλησία ἀνακηρύξει ῞Αγιο; Αὐτός παιδί μου μοῦ εἶπε, εἶναι ῞Αγιος καί ἄς μή τόν ἔχῃ ἀνακηρύξει ἡ 'Εκκλησία. Εἶναι μεγάλος ῞Αγιος καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας".
Τό πρόβλημα τῆς λειψανδρίας στά Μοναστήρια τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὑπῆρξε ὀξύ κατά τά μέσα τοῦ 20ου αἰῶνος. ῾Ο μακαρίτης παπᾶ-Θανάσης, μοῦ ἔλεγε ὅτι τά Μοναστήρια δέν ἐρημώνουν ἀπό ἀνέχεια καί πτωχεία, ἀλλά ἀπό ἀνθρώπους. Καί οἱ ἄνθρωποι πού φταῖνε γι᾿ αὐτή τήν ἐρήμωσι, εἴμεθα ἐμεῖς, διότι δέν δείχνουμε καλή διαγωγή καί πρέπει νά προσέχουμε νά μή σκανδαλίζουμε κανέναν. ῎Εχομε λόγο νά δώσουμε ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί γι᾿ αὐτές τίς ψυχές πού μᾶς ἔστειλε ἐδῶ ὁ Θεός καί ἐμεῖς μέ τά ἔργα μας τούς σκανδαλίζουμε.
῎Αλλοτε πάλι μοῦ ἔλεγε· «῎Ας ἀγωνιζώμεθα, παιδί μου Ἐφραίμ, γιά νά τηρήσουμε παρθένα καί καθαρά τόν νοῦν, τήν καρδιά καί τό σῶμα μας. Χωρίς αὐτή τήν καθαρότητα, δέν θά αἰσθανθοῦμε ποτέ Πατέρα τόν Θεό καί ἀδελφούς τούς Πατέρας. ῞Οταν ὁ Θεός βλέπῃ τέτοιες πτώσεις παραχωρεῖ μεγάλα δεινά στά Μοναστήρια. ῎Αν μερικά Μοναστήρια καίγωνται, νά ξέρῃς, ὅτι παραχωρεῖ ὁ Θεός τέτοιες δοκιμασίες γιά νά σωφρονίσῃ ἐμᾶς τούς Μοναχούς.

Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
2005

Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου